Skip to main content

Ο πληθωρισμός έβγαλε τους πολίτες στον δρόμο το 2022

REUTERS/Sebastian Castaneda

Το 52% των διαδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν φέτος προκλήθηκαν από οικονομικά θέματα, και ιδιαίτερα τις αυξήσεις των τιμών.

Σημαντικά αυξημένος, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, είναι φέτος ο αριθμός των διαδηλώσεων, παγκοσμίως, που σχετίζονται με οικονομικά προβλήματα, και ιδιαίτερα τον πληθωρισμό. Αυτό υποδεικνύουν τα στοιχεία του Global Protest Tracker της δεξαμενής σκέψης Carnegie Endowment for International Peace.

Όπως σημειώνεται, παρόλο που πολλές από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις σχετικά με την οικονομία πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη, αναφέροντας ενδεικτικά χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία, στην πραγματικότητα διαμαρτυρίες έλαβαν χώρα σχεδόν σε κάθε περιοχή του κόσμου.

«Στις περισσότερες διαμαρτυρίες που αφορούσαν τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό, απογοητευμένοι πολίτες βγήκαν στους δρόμους αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να λάβουν δράση για να αντιμετωπίσουν τα ευρύτερα προβλήματα των χαμηλών μισθών, των ανισοτήτων ή της διαφθοράς», αναφέρει το Carnegie Endowment, προσθέτοντας ότι αυτές οι διαμαρτυρίες απαιτούσαν ευρείας κλίμακας κυβερνητικές λύσεις, όπως μεγαλύτερη οικονομική υποστήριξη για τα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Σε έναν μικρό αριθμό περιπτώσεων, όπως η Τσεχία, η Γερμανία και η Μολδαβία, σημειώνει το Carnegie Endowment, οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν καλώντας την κυβέρνηση να αλλάξει τη στάση της υπέρ της Ουκρανίας, η οποία, όπως ισχυρίστηκαν, ευθύνεται για την αύξηση των τιμών των καυσίμων και συνεπώς επιδεινώνει τον πληθωρισμό.

Αν και έλαβαν χώρα σε όλο τον κόσμο, οι διαμαρτυρίες το 2022 ήταν γενικά βραχύβιες: περίπου οι μισές είχαν διάρκεια μιας εβδομάδας ή λιγότερο, ενώ κάτω από το ένα τρίτο κράτησαν περισσότερο από ένα μήνα. Συγκριτικά, στα τέσσερα από τα πέντε προηγούμενα χρόνια, μόνο το 20% περίπου των διαδηλώσεων που σχετίζονταν με δυσαρέσκεια για την οικονομία διήρκεσε μία εβδομάδα ή λιγότερο.

Η χρονική διάρκεια των διαδηλώσεων του 2022 έχει ομοιότητες με το 2020, σημειώνεται. «Αυτό δεν μπορεί να είναι  τυχαίο: οι εθνικές καταστροφές μπορούν να πυροδοτήσουν διαμαρτυρίες, αλλά ούτε οι οικονομικές κρίσεις του 2020 (που σχετίστηκαν με τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού), ούτε αυτές του 2022 (που σχετίζονται με τις αυξανόμενες τιμές των καυσίμων και των τροφίμων) μπόρεσαν να ζητήσουν σαφείς λύσεις που θα κρατούσαν τις διαμαρτυρίες περισσότερο χρόνο στους δρόμους».

Η πολυπλοκότητα των οικονομικών διαταραχών που παρακινούν τις διαμαρτυρίες και η δυσκολία να υπάρξει μια αποτελεσματική απάντηση της κυβέρνησης σε αυτές μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί οι φετινές διαμαρτυρίες, το 52% των οποίων πυροδοτήθηκαν από οικονομικά ζητήματα, είχαν χαμηλό ποσοστό επιτυχίας, προσθέτει το Carnegie Endowment.

Λιγότερες από μία στις έξι μεγάλες αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες κατάφεραν να αναγκάσουν μία κυβέρνηση σε αλλαγή πολιτικής ή αλλαγή ηγεσίας. Ωστόσο, υπάρχουν δύο σημαντικές εξαιρέσεις: η Σρι Λάνκα και το Καζακστάν. Αυτό το χαμηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας, συνεχίζει το Carnegie Endowment, είναι συνεπές με τη γενικότερη τάσης παγκοσμίως.

Επίσης, αν και πολλές διαδηλώσεις το 2022 είχαν τις ρίζες τους στην δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας, οι διαδηλώσεις παραμένουν διακριτά εθνικά γεγονότα και όχι προϊόντα διεθνών κινημάτων και έχουν πολλές ιδιαιτερότητες στην εμφάνιση και την πορεία τους. Στη Σρι Λάνκα, για παράδειγμα, η υποτίμηση του νομίσματος, η άνοδος των τιμών και οι εκτεταμένες ελλείψεις αγαθών προκάλεσαν τη μαζική κινητοποίηση. Ωστόσο, το κίνημα έγινε ισχυρό λόγω της βαθιάς ριζωμένης δυσαρέσκειας για τη μακρά οικονομική κακοδιαχείριση, ειδικά του χρέους,. Στο Καζακστάν, οι διαδηλωτές διαμαρτυρήθηκαν όχι μόνο με την άρση των ανώτατων ορίων τιμών για το υγραέριο αλλά και με την έλλειψη πολιτικού πλουραλισμού.

Τέλος, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, φέτος οι αυταρχικές κυβερνήσεις άσκησαν πιο συχνά βία κατά των διαδηλωτών από άλλους τύπους κυβερνήσεων. Στο 36% των διαδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν το 2022 σε χώρες με αυταρχικές κυβερνήσεις, οι διαμαρτυρίες κατέληξαν σε θανάτους πολιτών. Αυτό το ποσοστό είναι τριπλάσιο του αντίστοιχου σε εν μέρει ελεύθερες χώρες και εξαπλάσιο του ποσοστού σε ελεύθερες χώρες.

Στο Ιράν, οι διαδηλώσεις ξέσπασαν μετά τον θάνατο της 22χρονης Μάχσα Αμινί ενώ βρισκόταν υπό αστυνομική κράτηση. Τα σχετικά στοιχεία από τη χώρα είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν, ωστόσο, εκτιμάται ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας έχουν σκοτώσει μέχρι στιγμής πάνω από 450 διαδηλωτές -πολλοί από αυτούς νεαρούς- και έχουν συλλάβει τουλάχιστον 18.000, καταδικάζοντας πέντε σε θάνατο μέχρι στιγμής. Φονική βία κατά των διαδηλωτών σημειώθηκε επίσης φέτος στη Μιανμάρ, τη Σιέρα Λεόνε και το Τατζικιστάν.

Να σημειωθεί ότι οι αυταρχικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν μια πολλές κατασταλτικές τακτικές πέρα ​​από την άσκηση βίας, για να καταπνίξουν τα κινήματα διαμαρτυρίας. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ρωσική αστυνομία χρησιμοποίησε υπερβολική βία κατά τη σύλληψη διαδηλωτών και «προκάλεσε κακοποίηση που ισοδυναμούσε με βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση» σε όσους κρατούνταν. Στην Κίνα, όπου ξέσπασε ένα εκπληκτικό κύμα διαμαρτυριών σε πολλές πόλεις στα τέλη Νοεμβρίου για απογοητεύσεις που σχετίζονται με τους αυστηρούς περιορισμούς του κορωνοϊού στη χώρα και την ευρύτερη έλλειψη ελευθεριών, οι αρχές διέλυσαν βίαια διαδηλώσεις, συνέλαβαν  διαδηλωτές, κατάσχεσαν τηλέφωνα για να αναζητήσουν απαγορευμένες εφαρμογές και ενίσχυσαν τη λογοκρισία για να προσπαθήσουν να αποτρέψουν τη διαδικτυακή συζήτηση σχετικά με τις διαμαρτυρίες.

naftemporiki.gr