Skip to main content

Πούτιν: Θα κηρύξει τελικά «πόλεμο» στην Ουκρανία;

Της Ιωάννας Βαρδαλαχάκη
[email protected]

Είτε τις αποκαλέσουμε «πόλεμο» είτε «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», οι συγκρούσεις στην Ουκρανία έχουν κλείσει έξι μήνες, χωρίς διπλωματικές ζυμώσεις για κατάπαυση του πυρός και έχοντας αποκτήσει νέες προεκτάσεις, στον ενεργειακό τομέα για παράδειγμα που «καίει» την Ευρώπη καθώς μπαίνει ο χειμώνας.

Αναμφίβολα ο πόλεμος στοιχίζει, στην Ουκρανία, στη Ρωσία, στην Ευρώπη, σε ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο δεν διακρίνεται η προοπτική του τέλους, τόσο τα πράγματα θα δυσκολεύουν. Στην παρούσα φάση, οι συγκρούσεις φαίνεται ότι εξακολουθούν να ακολουθούν την πορεία ενός πολέμου με διάρκεια, ενός αδιεξόδου με υψηλό κόστος που καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί, ακόμα, να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα.

Ωστόσο, διακρίνεται μια αλλαγή στη δυναμική των συγκρούσεων, όπως διαπιστώνουν αναλυτές και ειδικοί, με τις ουκρανικές δυνάμεις να εξασφαλίζουν σταδιακά την στρατηγική πρωτοβουλία στον πόλεμο, να προηγούνται δηλαδή του εχθρού στον πόλεμο, να αποφασίζουν πού και πότε θα χτυπήσουν και κυρίως να στερούν από τις ρωσικές δυνάμεις την επίτευξη των στόχων τους. 

Η Ουκρανία φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο. Έχει ξεκινήσει σειρά αντεπιθέσεων που σημειώνουν «επαληθεύσιμη πρόοδο» με αποτέλεσμα να «ανακτήσει αρκετούς οικισμούς» από τις ρωσικές δυνάμεις στο νότιο τμήμα της χώρας, σύμφωνα με το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της χώρας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις απέσπασαν εκτάσεις με εμβαδό 1.000 και πλέον τετραγωνικών χιλιομέτρων από την αρχή του μήνα. Επίσης, όπως ανακοινώθηκε το βράδυ της Παρασκευής, οι ουκρανικές δυνάμεις ανακατέλαβαν την πόλη Κουπιάνσκ, στην ανατολική Ουκρανία, στην περιφέρεια του Χαρκόβου. Η πόλη αυτή είχε πέσει στα χέρια των Ρώσων εδώ και πολλούς μήνες. Την ίδια ώρα, πολεμικοί ανταποκριτές ξένων ΜΜΕ μεταδίδουν ότι ο ουκρανικός στρατός ανακατέλαβε και την στρατηγικής σημασίας πόλη Ιζιούμ.

Παράλληλα, Ουκρανοί φέρεται να έχουν πραγματοποιήσει επιτυχείς επιθέσεις κατά των ρωσικών δυνάμεων εντός εδαφών που ελέγχονται από τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας. Μάλιστα προσφάτως ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής της Ουκρανίας ανέλαβε την ευθύνη για τα πλήγματα στην αεροπορική βάση στην πόλη Σάκι, στην Κριμαία, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς τον περασμένο μήνα.

Η Ρωσία από την άλλη, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θρηνεί πάνω από 50.000 νεκρούς στρατιώτες, δεν έχει ούτε αρκετά στρατεύματα ούτε αρκετά όπλα για να υποτάξει την Ουκρανία. Επιπλέον, οι δυτικές κυρώσεις έχουν προκαλέσει προβλήματα στις γραμμές εφοδιασμού και τη βιομηχανία όπλων της Ρωσίας, με τη χώρα να στρέφεται στη Βόρεια Κορέα και το Ιράν για προμήθειες.

Μάλιστα, εφόσον τελικά οι δυνάμεις της Μόσχας χάσουν το πλεονέκτημα στις συγκρούσεις στην Ουκρανία, αυτό θα αποβεί καταστροφικό για τη Ρωσία, προειδοποιεί ο απόστρατος στρατηγός και συγγραφέας Μικ Ράιαν, εκτιμώντας πως είναι δύσκολο να το ανακτήσουν, εκτός και αν προχωρήσουν σε μια γενική κινητοποίηση. 

Την ώρα που στην Ευρώπη μετράμε- δικαιολογημένα- το κόστος του παγωμένου χειμώνα, λόγω των αυξημένων τιμών ενέργειας και των περιορισμένων ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν απειλεί με πλήρη διακοπή των ροών εφόσον η Δύση προχωρήσει τα σχέδιά της για επιβολή πλαφόν στις τιμές της ρωσικής ενέργειας. Πέρα από αυτό, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια κλιμάκωση στις διατυπώσεις της Μόσχας, κάνοντας πιο απειλητική χρήση του πλεονεκτήματος που διαθέτει έναντι της Ευρώπης στον ενεργειακό τομέα.

Με αυτό τον τρόπο ο Πούτιν επιχειρεί κατά κάποιο τρόπο να ρίξει την καθοριστική βολή στον ενεργειακό πόλεμο, υποστηρίζει ο καθηγητής Λόρενς Φρίντμαν, τονίζοντας πως αυτές οι κινήσεις μαρτυρούν την απόγνωση της Μόσχας. Σύμφωνα με τον καθηγητή, εάν αυτή η κίνηση δεν αποδώσει, τότε ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει πολλές επιλογές. «Είναι ένα στοίχημα με δύο όψεις», λέει χαρακτηριστικά και εξηγεί:

Πρώτον, σηματοδοτεί το τέλος του κυρίαρχου ρόλου της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Έχει αποδείξει ότι είναι αναξιόπιστος προμηθευτής. Οι προμήθειες που δεν αποστέλλονται στην Ευρώπη δεν μπορούν εύκολα να εκτραπούν αλλού. Χρειάζεται χρόνος για την κατασκευή νέων αγωγών σε νέες αγορές, για παράδειγμα στην Ασία.

Δεύτερον, θα είναι μια δραματική απώλεια μεριδίου αγοράς που αξίζει τον κόπο μόνο εάν έχει τα επιθυμητά πολιτικά αποτελέσματα και οδηγήσει στην εγκατάλειψη της Ευρώπης από την Ουκρανία», αναφέρει. 

«Εάν η Μόσχα ήταν πραγματικά σίγουρη ότι θα μπορούσε να διατηρήσει τα κέρδη της και πιθανώς να τα επεκτείνει, θα είχε κρατήσει ανοιχτούς τους αγωγούς φυσικού αερίου, παίρνοντας τα έσοδα και εκμεταλλεύομενος τις εύλογες πιθανότητες να κρατηθεί σε προσοδοφόρες αγορές μακροπρόθεσμα. Είναι σημάδι απώλειας εμπιστοσύνης, ακόμη και απόγνωσης, ότι καθώς η Ρωσία αποτυγχάνει ως στρατιωτική υπερδύναμη, θέτει σε κίνδυνο τη θέση της ως ενεργειακής υπερδύναμης», καταλήγει υποστηρίζοντας ουσιαστικά πως το γεγονός πως ο Πούτιν άρχισε να «δείχνει τα δόντια» του αποδεικνύει ότι οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές. 

Στο ίδιο πνεύμα είναι και τα σχόλια του αναλυτή και ιδρυτή του Eurasia Group, Ιαν Μπρέμερ, ο οποίος παρατηρεί ότι ο Πούτιν έχει περισσότερα να κερδίσει με την απειλή παρά προχωρώντας στο έσχατο σενάριο της πλήρους διακοπής του ανεφοδιασμού. Η εκτίμησή του βασίζεται στο γεγονός πως αν εκβιάζει για να αρθούν οι κυρώσεις- όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ αυτή την εβδομάδα– τότε δεν μπορεί να ασκήσει σοβαρή πίεση στις δύο χώρες που στηρίζουν κατά κύριο λόγο στρατιωτικά την Ουκρανία: τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.

Επομένως, μέσα σε αυτό το σκηνικό πιέσεων, προκύπτουν, σύμφωνα με το gzeromedia, δύο σημαντικά ερωτήματα για τον Ρώσο πρόεδρο:

  1. Πόσο καιρό μπορεί να συνεχίσει να λέει στον ρωσικό λαό ότι η Ρωσία δεν βρίσκεται σε πόλεμο;
  2. Και, για πόσο καιρό μπορεί να αγνοήσει την κριτική των Ρώσων εθνικιστών και τις εκκλήσεις τους να τεθεί η χώρα σε πολεμική βάση για την παροχή περισσότερων στρατευμάτων;

Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι είδους και τι μεγέθους αντιδράσεις θα προκαλούσε η επιστράτευση στη Ρωσία, ωστόσο, όπως σημειώνει το gzeromedia, η άρνηση του Πούτιν (μέχρι στιγμής) να πάρει αυτές τις αποφάσεις, υποδηλώνει ότι φοβάται τον κίνδυνο αναταραχής.

Πάντως, σύμφωνα με ανάλυση του Royal United Services Institute, η ικανότητα της Ρωσίας να διατηρήσει ένα μακροχρόνιο πόλεμο στην Ουκρανία θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει να διατηρήσει τους υπάρχοντες πόρους της, δεδομένης της περιορισμένης ικανότητάς της να αντικαταστήσει ανθρώπινο δυναμικό και υλικά στοιχεία σε μεγάλη κλίμακα. Καταλήγει μάλιστα σε τρεις παράγοντες που καθορίσουν αν θα τα καταφέρει ή όχι:

  1. Τις πολιτικές συνθήκες
  2. Την υλικοτεχνική υποστήριξη-παραγωγή
  3. Τη στελέχωση του στρατού σε ανθρώπινο δυναμικό

«Αν και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει υπογραμμίσει με πολλούς τρόπους την ευθραυστότητα της Δύσης σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ικανότητα αντιπάλων όπως η Ρωσία να διατηρήσουν αυτό το είδος σύγκρουσης είναι μικτή και πλησιάζει σε χαμηλά επίπεδα. Αν και είναι πιθανώς ανθεκτική στο πολιτικό κόστος του πολέμου και μπορεί να εξασφαλίσει ορισμένες στρατιωτικές εισροές, η Ρωσία θα δυσκολευτεί να δημιουργήσει πολλά από τα θεμέλια της στρατιωτικής ισχύος. Η αδύναμη βιομηχανική βάση της θα δυσκολευτεί να υποστηρίξει μια ατζέντα υποκατάστασης των εισαγωγών – ακόμα κι αν τεθεί σε πολεμική βάση – πράγμα που σημαίνει ότι η Ρωσία δεν θα αντικαταστήσει τις μη ανταλλάξιμες στρατιωτικές δυνατότητες χωρίς εξωτερική βοήθεια από την Κίνα. Επιπλέον, το ρωσικό στρατιωτικό σύστημα εκπαίδευσης θα δυσκολευτεί να δημιουργήσει μαχητικά αποτελεσματικές μονάδες σε μεγάλους αριθμούς – ακόμα κι αν καταφέρει να προσελκύσει νέους νεοσύλλεκτους στις υπάρχουσες μονάδες», σχολιάζουν οι αναλυτές του RUSI.

«Βεβαίως, η Ρωσία μπορεί να συντομεύσει τη διαδικασία- καταργώντας, για παράδειγμα, τα μαθήματα επιμόρφωσης για άτομα με στρατιωτική εμπειρία. Επιπλέον, τα τεράστια αποθέματά της σε προμήθειες, όπως σε βλήματα πυροβολικού, σημαίνουν ότι η στρατιωτική μηχανή της δεν θα σταματήσει σύντομα», συνεχίζουν. «Ωστόσο, ο στρατιωτικός της κλάδος θα υποστεί μια προοδευτική αποκέντρωση από ποιοτικής πλευράς, εάν επιλεγεί αυτή η επιλογή», αναφέρουν. «Εναλλακτικά, η Ρωσία θα μπορούσε να επιλέξει να αντικαταστήσει ό,τι στερείται με ποιοτικά συγκρίσιμο υλικό και προσωπικό για μια δεύτερη επίθεση – και πιθανότατα θα πετύχει σε ορισμένες εν μέρει».

«Ωστόσο, δεν θα είναι σε θέση να αντικαταστήσει όσα χάνονται σε μεγάλη κλίμακα. Με μια παύση, μπορεί να δημιουργήσει δυνητικά αρκετή ικανότητα μάχης ώστε, σε συνδυασμό με τις εναπομείνασες προπολεμικές δυνατότητές της, να επιτρέψει μια επακόλουθη επίθεση. Η ικανότητά της να το κάνει αυτό εξαρτάται από το αν θα δοθεί στο ρωσικό σύστημα ο χώρος για να διατηρήσει τους υπάρχοντες πόρους, δεδομένης της περιορισμένης ικανότητάς του να αντικαταστήσει ανθρώπινο δυναμικό και υλικά περιουσιακά στοιχεία σε μεγάλη κλίμακα», καταλήγουν.