Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας για τους ρωσικούς πυραύλους S 400 σχολιάζονται στον γερμανικό Τύπο. Δημοσίευμα για την βράβευση των Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ από το Κοινοβούλιο της Έσσης.
«Ένας δύσκολος εταίρος» επιγράφεται σχόλιο της Süddeutsche Zeitung. Όπως επισημαίνει η εφημερίδα του Μονάχου «τίθεται το ερώτημα εάν η Τουρκία είναι ακόμη ο κατάλληλος εταίρος στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Ναι, διαθέτει μεγάλο στρατό. Επιπλέον είναι σημαντική για τη Συμμαχία μία μουσουλμανική χώρα, καθώς διανοίγει προοπτικές επιρροής στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική. Ωστόσο, ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ που προμηθεύεται από τη Ρωσία όπλα αποφασιστικής σημασίας και απειλεί λόγω συνοριακών διαφορών την Ελλάδα- επίσης εταίρο του ΝΑΤΟ- είναι ένας δύσκολος εταίρος, για να το διατυπώσουμε με φιλικό τρόπο».
Η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) παρατηρεί, σε ανάλυσή της, ότι «πριν ακόμη ο Ντόναλντ Τραμπ αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο, ανεβαίνουν οι τόνοι απέναντι στην Τουρκία. Ο δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις Φαν Χόλεν από το Μέριλαντ, λέει ότι η Τουρκία βρίσκεται σε σταυροδρόμι και πρέπει να επιλέξει αν θέλει να είναι ένας αξιόπιστος νατοϊκός εταίρος ή να τα βγάλει πέρα μόνη της. Ακόμη και ο υπουργός Εξωτερικών Πομπέο άρχισε να κρατάει αποστάσεις από την Τουρκία. Στην τελευταία του περιοδεία στην περιοχή συνομίλησε με τις κυβερνήσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας, ενώ στην Κωνσταντινούπολη βρέθηκε απλώς για ιδιωτική επίσκεψη. Οι ΗΠΑ επεκτείνουν τη στρατιωτική συνεργασία με την Ελλάδα, σε αντίθεση με την Τουρκία. Το Πεντάγωνο σχεδιάζει στρατιωτική βάση στην Αλεξανδρούπολη, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Επιπλέον, το 2021 η Ελλάδα πενταπλασιάζει τις στρατιωτικές δαπάνες φτάνοντας τα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ένα ποσό που ωστόσο δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο του τουρκικού αμυντικού προϋπολογισμού».
Αμελητέες οι κυρώσεις κατά του Ερντογάν
Η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt αναφέρεται ευρύτερα στο ζήτημα των κυρώσεων, εκτιμώντας ότι η Άγκυρα δεν έχει λόγο να ανησυχεί ιδιαιτέρως. Όπως σημειώνεται στο σχετικό σχόλιο «ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μπροεί να συγχαίρει τον εαυτό του. Η κυβέρνησή του επενέβη στρατιωτικά στη Συρία, τη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν. Το τουρκικό πολεμικό ναυτικό προστατεύει τις γεωτρήσεις σε θαλάσσιες περιοχές που διεκδικούν Ελλάδα και Κύπρος. Ο τουρκικός στρατός αγοράζει πυραυλικά συστήματα από τη Ρωσία. Και για τον Ερντογάν η μοναδική συνέπεια ήταν κυρώσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν τον αφορούν: απαγόρευση εισόδου για μεμονωμένα πρόσωπα, ανάκληση κάποιων ευρεσιτεχνιών στον αμυντικό τομέα και πάγωμα περιουσιακών στοιχείων. Αυτή είναι η δήθεν τιμωρία της Δύσης για τον νατοϊκό εταίρο. Η τουρκική οικονομία και ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν επηρεάζονται».
H εφημεριδα Tageszeitung (TAZ) του Βερολίνου κάνει λόγο για «ήπιες κυρώσεις» της Ουάσιγκτον απέναντι στην Τουρκία. Όπως σημειώνει σε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη «η Τουρκία αντέδρασε με φαινομενική ψυχραιμία. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερεικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε μεν ότι οι κυρώσεις είναι ένα ‘σοβαρό λάθος’, αλλά ανακοίνωσε επίσης ότι θα δοθεί χρόνος στις ΗΠΑ, ώστε να διορθώσουν αυτό το λάθος».
Βραβείο για Τσίπρα και Ζάεφ
Η εφημερίδα Die Welt, στην ηλεκτρονική της έκδοση, σημειώνει ότι ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο σημερινός πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ τιμώνται με το Βραβείο Ειρήνης του κρατιδίου της Έσσης για το 2020. Η εφημερίδα παραθέτει τη δήλωση του προέδρου του Κοινοβουλίου της Έσσης Μπόρις Ράιν, σύμφωνα με την οποία «ήταν ένα διπλωματικό επίτευγμα πρώτης γραμμής η Συμφωνία των Πρεσπών, που τερμάτιζε μία διαμάχη σχεδόν 30 ετών για το όνομα της Μακεδονίας».
Η εφημερίδα του Βερολίνου αναφέρει ότι «το Βραβείο Ειρήνης είχε θεσμοθετηθεί το 1993 από τον πρώην πρωθυπουργό της Έσσης Άλφρεντ Όσβαλντ. Κάθε χρόνο τιμώνται προσωπικότητες που προσφέρουν υπηρεσίες στην ειρήνη και την αλληλοκατανόηση των λαών. Το 2019 είχε τιμηθεί ο πρωθυπουργός της Αιθιοπίας Αμπίι Αχμέντ για τη συμβολή του στην ιστορική σύναψη ειρήνης με τη γειτονική Ερυθραία. Λόγω της πανδημίας η απονομή του Βραβείου Ειρήνης του Κρατιδίου της Έσσης θα γίνει φέτος, για πρώτη φορά, μέσω τηλεδιάσκεψης».