Ο κορυφαίος εμπειρογνώμονας έκτακτης ανάγκης του ΠΟΥ, Μάικ Ράιαν, δήλωσε τη Δευτέρα πως η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ασιατικών κρατών, επιμένοντας με τα μέτρα κατά του COVID και να τίθεται σε καραντίνα οποιοσδήποτε ήρθε σε επαφή με άτομα που βρέθηκαν θετικοί στον ιό. Επισήμανε, ακόμη, πως οι πληθυσμοί των Ασιατικών κρατών είχαν δείξει περισσότερη εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις τους που είχαν διατηρήσει τα μέτρα για πιο πολύ καιρό.
«Με άλλα λόγια, έτρεξαν μέχρι την γραμμή τερματισμού και την ξεπέρασαν, συνεχίζοντας το τρέξιμο, επειδή ήξεραν ότι ο αγώνας δεν είχε τελειώσει κι αυτή η γραμμή τερματισμού ήταν ψεύτικη. Πάρα πολλές χώρες έχουν βάλει μια φανταστική γραμμή τερματισμού και όταν την περάσουν, αυτό μπορεί να επιβραδύνει ορισμένες από τις δραστηριότητές τους» ανέφερε ο Ράιαν.
Μακροχρόνια προβλήματα υγείας από τον COVID-19
Νέοι, υγιείς ενήλικοι που μολύνθηκαν από τον COVID-19 και οι οποίοι δεν χρειάστηκε να νοσηλευτούν εξακολουθούν να διατρέχουν κίνδυνο για μακροχρόνια προβλήματα υγείας, σύμφωνα με ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Συγκεκριμένα, μελέτησαν 201 ασθενείς που αναρρώνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο με μέση ηλικία 44 ετών, περισσότερο από το 90% των οποίων δεν είχαν παράγοντες κινδύνου όπως ο διαβήτης, η υψηλή αρτηριακή πίεση ή καρδιακές παθήσεις. Μόνο το 18% ήταν σε αρκετά επικίνδυνη κατάσταση για να νοσηλευτεί.
Κατά μέσο όρο 140 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων τους, το 98% ήταν ακόμη κουρασμένοι, το 92% είχαν συμπτώματα καρδιάς και πνεύμονα, το 88% είχαν μυϊκούς πόνους το 87% είχαν δύσπνοια, 83% πονοκεφάλους και 73% γαστρεντερικά συμπτώματα. Η βλάβη των οργάνων ήταν συχνότερη μεταξύ εκείνων που είχαν νοσηλευτεί.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η μελέτη τους, που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή στον ιστότοπο medRxiv πριν από την αξιολόγηση της από τους συναδέλφους τους, δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο ιός προκάλεσε αυτά τα μετέπειτα ζητήματα. Ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι η μακροχρόνια παρακολούθηση της λειτουργίας των οργάνων θα είναι απαραίτητη ακόμη και σε ασθενείς με χαμηλό κίνδυνο.
Το εμβόλιο της γρίπης μπορεί να βοηθήσει στην προστασία από τον COVID-19
Τα εμβόλια της γρίπης μπορούν να βοηθήσουν τον οργανισμό να αμυνθεί έναντι του COVID-19, σύμφωνα με μια ολλανδική μελέτη που διαπίστωσε ότι οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο που έκαναν το εμβόλιο της γρίπης τον περασμένο χειμώνα είχαν λιγότερες πιθανότητες να μολυνθούν με τον νέο κοροναϊό.
Σε πειράματα δοκιμαστικών σωλήνων, οι ερευνητές είδαν ότι το εμβόλιο της γρίπης του περασμένου χειμώνα θα μπορούσε να ωθήσει τα υγιή κύτταρα να ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά όχι μόνο στη γρίπη, αλλά και στον νέο κοροναϊό. Όταν ανέλυσαν τα ποσοστά COVID-19 μεταξύ του προσωπικού του νοσοκομείου τους, διαπίστωσαν ότι ο αριθμός των λοιμώξεων ήταν 39% χαμηλότερος μεταξύ εκείνων που είχαν κάνει το εμβόλιο γρίπης.
Δημοσίευσαν την αναφορά τους στο medRxiv την Παρασκευή, πριν από την αξιολόγηση από τους συναδέλφους τους. «Πιστεύαμε ότι ήταν σημαντικό να δημοσιοποιήσουμε αυτά τα αποτελέσματα ήδη, επειδή το εμβόλιο της γρίπης είναι διαθέσιμο σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Μιχάι Νετέα του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Radboud.
Οι γιατροί διερευνούν εάν ο COVID-19 προκαλεί διαβήτη
Ήδη έχει τεκμηριωθεί ότι τα άτομα με διαβήτη αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερους κινδύνους σοβαρής ασθένειας ή θανάτου εάν προσβληθούν από τον COVID-19. Τώρα, πολλοί ειδικοί είναι πεπεισμένοι ότι ο COVID-19 μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση διαβήτη – ακόμη και σε ορισμένους ενήλικες και παιδιά που δεν έχουν τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου.
Ο Δρ Φραντζέσκο Ρουμπίνο, ερευνητής διαβήτη και πρόεδρος της μεταβολικής και βαριατρικής χειρουργικής στο King’s College London, ηγείται μιας διεθνούς ομάδας που συλλέγει περιπτώσεις ασθενών παγκοσμίως για να αποκαλύψει ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της πανδημίας. Αρχικά, είπε, περισσότεροι από 300 γιατροί έχουν υποβάλει αίτηση για να μοιραστούν περιστατικά για επανεξέταση, έναν αριθμό που αναμένεται να αυξηθεί καθώς οι λοιμώξεις εμφανίζονται ξανά.
Εκτός από το παγκόσμιο μητρώο, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ χρηματοδοτούν έρευνα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο κορωνοϊός μπορεί να προκαλέσει σάκχαρα και διαβήτη. Αυτές οι περιπτώσεις μπορεί να διαρκέσουν μήνες μετά την έκθεση στο COVID-19, επομένως η πλήρης έκταση του προβλήματος και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μπορεί να μην είναι γνωστές μέχρι το επόμενο έτος. Απαιτείται πιο εντατική έρευνα για να αποδειχθεί οριστικά, πέρα από τα αυξανόμενα ανεκδοτικά στοιχεία, ότι ο COVID-19 προκαλεί διαβήτη σε ευρεία κλίμακα.