Skip to main content

Το 15%-25% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει έστω και μία φορά κνίδωση

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Κνίδωσης (1η Οκτωβρίου) η Ελληνική Δερματολογική & Αφροδισιολογική Εταιρεία (ΕΔΑΕ) εξηγεί στο κοινό όλα όσα πρέπει να γνωρίζει για τη νόσο.

Η κνίδωση πήρε την ονομασία της από την τσουκνίδα (στα αρχαία ελληνικά ονομάζεται κνίδη) επειδή το εξάνθημά της συχνά μοιάζει με αυτό που αναπτύσσεται όταν αγγίξει τσουκνίδα το δέρμα. Στα λατινικά η κνίδη ονομάζεται urtica, γι’ αυτό η νόσος αποκαλείται συχνά και ουρτικάρια (urticaria).

Είναι πολύ συνηθισμένη και προσβάλλει άτομα κάθε ηλικίας, ενώ, μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν δείξει ότι ένα ποσοστό 15%-25% του γενικού πληθυσμού εκδηλώνει κάποια στιγμή στη ζωή του κνίδωση. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών, παρουσιάζει την οξεία μορφή της νόσου, η οποία υποχωρεί μέσα σε 6 εβδομάδες ή σε λίγες μέρες. Τη χρόνια μορφή της νόσου, η οποία και επιμένει για πολύ καιρό παρουσιάζει μόνο ένα ποσοστό1%.

Η κνίδωση ή αλλιώς οι «καντήλες», όπως το αποκαλούν πολλοί ασθενείς είναι μικρά «σπυράκια» λευκά στο κέντρο και κοκκινωπά στην περιφέρεια, που προκαλούν έντονο, συχνά ανυπόφορο κνησμό (φαγούρα).

Τα αίτια της κνίδωσης

Αν και οι περισσότεροι νομίζουν ότι οφείλεται σε αλλεργική αντίδραση, σύμφωνα με τους ειδικούς, η αιτία της είναι συχνά άγνωστη και παρότι συνήθως υποχωρεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου επιμένει επί μήνες ή χρόνια και άλλες όπου εμφανίζεται με εξάρσεις και υφέσεις.

Η οξεία κνίδωση είναι πιο συχνή στα άτομα με ιστορικό ατοπίας (υπερευαισθησίας) καθώς και στα παιδιά και στους νεαρούς ενήλικες, ενώ στο 60% των περιπτώσεων είναι ιδιοπαθής, δηλαδή αγνώστου αιτιολογίας.

Η χρόνια κνίδωση, από την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι αυθόρμητη (δηλαδή να μην υπάρχει εξωτερικό αίτιο) ή επαγόμενη (δηλαδή να οφείλεται σε φυσικά αίτια όπως η ζέστη, το κρύο και η πίεση), αλλά σε κάθε περίπτωση δεν είναι αλλεργία. Ένα συχνό αίτιο που πυροδοτεί την χρόνια κνίδωση είναι το στρες.

Σε σπάνιες περιπτώσεις η αιτία της είναι αντίδραση σε τρόφιμα ή φάρμακα, επαφή με το λάτεξ, με τσουκνίδα ή κάμπιες, τα τσιμπήματα εντόμων κ.ά. Ακόμα σπανιότερα, εξάλλου, είναι ένδειξη υποκείμενης νόσου, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.

Αν και θεωρητικώς κάθε φάρμακο μπορεί να προκαλέσει κνίδωση, συχνότερα εκδηλώνεται σε άτομα που παίρνουν παράγωγα του ακετυλοσαλικυλικού οξέος, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (παυσίπονα αντιφλεγμονώδη) ή αντιβιοτικά (κυρίως πενικιλίνες).

Κνίδωση από τα τρόφιμα

Σε ό,τι αφορά τη διατροφή, τα τρόφιμα που μπορεί να προκαλέσουν κνίδωση είναι:

  • σοκολάτα,
  • ξηροί καρποί,
  • ψάρια,
  • οστρακοειδή,
  • ντομάτες,
  • αυγά,

ενώ αρκετά περιστατικά σχετίζονται με χημικά πρόσθετα των τροφίμων (π.χ. ενισχυτικά γεύσης, χρωστικές, συντηρητικά). Έπειτα από την κατανάλωση τέτοιων τροφίμων, μπορεί να περάσουν έως δύο ώρες έως ότου εμφανιστεί το χαρακτηριστικό εξάνθημα της κνίδωσης.

Κνίδωση και αγγειοοίδημα

Οι δερματικές βλάβες που προκαλεί η κνίδωση επιστημονικά λέγονται πομφοί και μοιάζουν αρκετά με εκείνες που αναπτύσσονται έπειτα από το τσίμπημα κουνουπιών. Οι βλάβες αυτές μπορεί να είναι μικροσκοπικές ή πολύ μεγάλες και μερικές φορές συνενώνονται σε πλάκες που μπορεί να καλύψουν μεγάλα τμήματα του σώματος.

Στο 40% των περιπτώσεων συνοδεύονται και από πρήξιμο το οποίο λέγεται αγγειοοίδημα και έτσι εξέχουν από το δέρμα. Το αγγειοοίδημα, σύμφωνα με τους γιατρούς, μπορεί να επιμείνει μετά την υποχώρηση του εξανθήματος και συνήθως χαρακτηρίζει τα δύσκολα περιστατικά.

Η αντιμετώπιση της κνίδωσης

Το μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων παρουσιάζει υποχώρηση των συμπτωμάτων χωρίς καμία θεραπεία μέσα σε 2-3 εβδομάδες.

Στην περίπτωση όμως της χρόνιας κνίδωσης τα συμπτώματα διαρκούν πάνω από 6 μήνες και στο 20% των περιπτώσεων πάνω από 10 χρόνια. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει τεράστιο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών.

Επειδή το πιο ανυπόφορο σύμπτωμα της κνίδωσης είναι ο κνησμός, ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει αντισταμινικά φάρμακα ή και κορτικοειδή (κορτιζόνη) αλλά σπανιότερα. Όπως λένε οι ειδικοί, μπορεί να χρειασθούν δοκιμές αρκετών αντισταμινικών και δοσολογικών σχημάτων μέχρι να βρεθεί ποιο εξ αυτών ανακουφίζει τα συμπτώματα του ασθενούς.

Σύμφωνα με τους γιατρούς, οι ασθενείς που λαμβάνουν παλαιού τύπου αντισταμινικά πρέπει να είναι προσεκτικοί διότι μπορεί να προκαλέσουν υπνηλία.

Στο 40% των περιπτώσεων με χρόνια κνίδωση, οι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται ούτε στις πιο ψηλές δόσεις αντισταμινικών και η δερματοπάθειά τους δεν οφείλεται σε εξωτερικό αίτιο (έχουν δηλαδή χρόνια αυθόρμητη κνίδωση). Στην αγωγή αυτών των ασθενών, προστίθενται κι άλλα φάρμακα, όπως τα αντιλευκοτριενικά (π.χ. μοντελουκάστη), τα Η2 αντισταμινικά, οι ανοσοτροποιητικοί παράγοντες (π.χ. κυκλοσπορίνη) ή ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που λέγεται ομαλιζουμάμπη.

Τέλος, όταν οι ασθενείς παρουσιάζουν σύντομες εξάρσεις στη μορφή της χρόνιας κνίδωσης, τότε ο γιατρός τους χορηγεί για λίγες μέρες (συνήθως 3-7) κορτικοειδή σκευάσματα.