Skip to main content

Οι ερευνητές αξιολογούν την επίδραση της θεραπείας άπνοιας στον ύπνο στη διαχείριση του διαβήτη

Για τους ενήλικες με διαβήτη, η αντιμετώπιση της νόσου είναι μια καθημερινή προσπάθεια για την αντιμετώπιση των παραγόντων που επηρεάζουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Μια ομάδα επιστημόνων, συμπεριλαμβανομένων δυο καθηγητών του πανεπιστημίου της Δυτικής Βιρτζίνια, ερευνά πώς μια πτυχή της καθημερινής ρουτίνας ενός ασθενούς θα μπορούσε να βοηθήσει να διατηρηθούν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μέσα σε ένα συγκεκριμένο εύρος.

Ο Robert Stansbury, επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Ιατρικής του WVU, εργάζεται στο πλαίσιο ενός πολυκεντρικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας για να εκτιμήσει τον αντίκτυπο που αντιμετωπίζει η αποφρακτική άπνοια ύπνου στην αυτοδιαχείριση του διαβήτη.

Χαρακτηρισμένη από διακοπή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου, η αποφρακτική άπνοια ύπνου είναι μια κοινή ασθένεια που συνδέεται με μια σειρά προβλημάτων τόσο στους διαβητικούς, όσο και στους μη διαβητικούς όπως είναι η κακή απόδοση στην εργασία μέχρι την καρδιακή ανεπάρκεια. Μπορεί ακόμη να κάνει τους διαβητικούς  ασθενείς να είναι λιγότερο ευαίσθητοι στην ινσουλίνη.

Μία από τις πιο κοινές θεραπείες για την ασθένεια ονομάζεται συνεχής θετική πίεση αεραγωγού ή CPAP. Αυτή η θεραπεία συχνά απαιτεί τη χρήση μιας μηχανής CPAP αναπνοής το βράδυ, που φυσάει αέρα μέσω των αεραγωγών του ασθενούς σε σταθερή πίεση για να βοηθήσει να κρατήσει τον αεραγωγό ανοιχτό.

Αυτό που δεν είναι ακόμη κατανοητό είναι αν η θεραπεία της άπνοιας του ύπνου βοηθά τους ασθενείς να διαχειριστούν καλύτερα τον δικό τους διαβήτη.

Ο Stansbury, ο οποίος επίσης διατελεί επικεφαλής του τμήματος Πνευμονικής, Εντατικής Θεραπείας και του Ιατρείου Ύπνου στο WVU, συνεργάζεται με την Jessica Perini, επίκουρη καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του WVU, και τους συναδέλφους του από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, και το Ιατρικό Κέντρο John D. Dingell Veterans Administration στο Ντιτρόιτ σε μία μελέτη για την αυτοδιαχείριση του διαβήτη, στις οποίες θα παραστούν περίπου 120 ασθενείς με διαβήτη και άπνοια ύπνου και οι οποίοι θα παρακολουθήσουν πριν την μελέτη δύο ενημερωτικές συνεδρίες αυτοδιαχείρισης του διαβήτη.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης των 12 εβδομάδων, οι μισοί ασθενείς θα χρησιμοποιήσουν μια μηχανή CPAP για τη θεραπεία της άπνοιας κατά τον ύπνο τους και οι υπόλοιποι θα χρησιμοποιήσουν ένα ψεύτικο CPAP μηχάνημα που φαίνεται και αισθάνεται σαν κανονικό μηχάνημα αλλά δεν αποδίδει κανένα από τα οφέλη του. Και οι δύο ομάδες θα υποβάλλονται σε περιοδικούς ελέγχους σακχάρου αίματος από την ερευνητική ομάδα. Θα σημειώσουν επίσης πόσο συχνά ελέγχουν το δικό τους σάκχαρο στο αίμα, θα απαντήσουν σε  ένα κουίζ σχετικά με αυτά που έμαθαν κατά τις ενημερωτικές συνεδρίες και θα φορούν βηματομέτρη για να καταγράφονται τα πόσα βήματα, άρα πόση ενέργεια καταναλώνουν.

«Είναι ένα βήμα μπροστά από τις προηγούμενες μελέτες, επειδή οι προηγούμενες εξέτασαν την ευαισθησία στην ινσουλίνη και τον γλυκαιμικό έλεγχο, ενώ αυτή η μελέτη εξετάζει και την αυτοδιαχείριση», δήλωσε ο Stansbury.

«Αν η μελέτη δείχνει ότι η χρήση μηχανών CPAP βελτιώνει τον έλεγχο του σακχάρου αίματος σε διαβητικούς ασθενείς με άπνοια ύπνου, τότε δεν θα έχουμε καμία δικαιολογία για να μην την εξετάσουμε περισσότερο ως λύση στα άτομα αυτά», δήλωσε η Perini.

Επίσης, στους διαβητικούς που έχουν διαγνωσθεί με άπνοια ύπνου, η μελέτη θα δώσει περισσότερες πληροφορίες στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης για να πείθουν τους ασθενείς τους  να χρησιμοποιούν τις μηχανές CPAP τακτικά.