Skip to main content

Κάποια χημικά που χρησιμοποιούμε για απολύμανση ευθύνονται για εμφάνιση καρκίνου του θυρεοειδούς

Σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης από ερευνητές του Πανεπιστημίου Yale, η έκθεση μας σε βιοκτόνα, δηλαδή σε προϊόντα που χρησιμοποιούμε για απολύμανση, αποστείρωση και εξουδετέρωση των δυσάρεστων οσμών στο σπίτι μας ή στον χώρο της δουλειάς μας, προκαλούν αύξηση του κινδύνου για καρκίνο του θυρεοειδούς κατά 65%.

Ενώ, όπως αναφέρθηκε, υπερδιπλασιάζεται στους ανθρώπους των οποίων η εργασία μπορεί να οδηγήσει σε συσσωρευτική έκθεση σε αυτά με την πάροδο του χρόνου.

Στη μελέτη αναλύθηκαν δεδομένα 462 ενηλίκων με καρκίνο του θυρεοειδούς και 498 άτομα που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Οι ερευνητές συνέλεξαν στοιχεία που αφορούσαν τις θέσεις εργασίας που κατείχαν οι συμμετέχοντες για τουλάχιστον ένα έτος κατά τη διάρκεια της ζωής τους, τα καθήκοντά τους, το όνομα της εταιρείας, τον τύπο της βιομηχανίας και τις ημερομηνίες απασχόλησής τους και κατόπιν υπολόγισαν την πιθανή έκθεση σε βιοκτόνα και φυτοφάρμακα. Διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες με επαγγελματική έκθεση σε βιοκτόνα είχαν 48% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο του θυρεοειδούς, ενώ οι άνδρες είχαν περισσότερες από τριπλάσιες πιθανότητες.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες που διεξήγαγαν τη μελέτη, πιθανότατα αυτές οι χημικές ουσίες να αλλοιώνουν τις θυρεοειδικές ορμόνες. Έφεραν δε ως παράδειγμα το Triclosan, ένα χημικό που χρησιμοποιείται ευρέως σε προϊόντα καθαρισμού, το οποίο έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τα επίπεδα δύο θυρεοειδικών ορμονών που εμπλέκονται στην ανάπτυξη και τον μεταβολισμό, και την  πενταχλωροφαινόλη η οποία χρησιμοποιείται για τη συντήρηση του ξύλου που επίσης έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τα επίπεδα ορμονών του θυρεοειδούς σε αρουραίους. Όσον αφορά την επαγγελματική έκθεση σε φυτοφάρμακα, οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν συσχετισμό με τον καρκίνο του θυρεοειδούς.

Επιπροσθέτως, μια ακόμα μελέτη, η οποία παρουσιάστηκε στην 99η ετήσια συνάντηση της Αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας (ENDO 2017), που πραγματοποιήθηκε στο Ορλάντο της Φλόριντα, διαπίστωσε ότι ορισμένα επιβραδυντικά φλόγας που χρησιμοποιούνται σε πολλά οικιακά προϊόντα φαίνεται να σχετίζονται με τον πιο συνηθισμένο τύπο καρκίνου του θυρεοειδούς, τον θηλώδη (PTC).

Στη μελέτη αυτή, η οποία έγινε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Duke με επικεφαλής την καθηγήτρια χειρουργικής και ιατρικής Julie Ann Sosa, οι ειδικοί μέσω συλλογής και ανάλυσης σκόνης -ως μέτρο έκθεσης σε επιβραδυντικά φλόγας- από τα σπίτια 70 ατόμων με θηλώδη καρκίνο του θυρεοειδούς (PTC) και 70 χωρίς καρκίνο, ανέλυσαν τα δείγματα αίματος των συμμετεχόντων και τα αντιστοίχισαν με κάποιες παραμέτρους όπως, είναι η ηλικία, το φύλο και ο Δείκτη Μάζας Σώματος.

Να σημειωθεί ότι, το 79% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες, καθώς όπως ανέφεραν οι ερευνητές ο PTC τις επηρεάζει περισσότερο από ό,τι τους άνδρες, με μέσο όρο ηλικίας τα 48 έτη.

Από τα ευρήματα διαπιστώθηκε ότι τα υψηλότερα επίπεδα οικιακής σκόνης από δύο επιβραδυντές φλόγας συσχετίστηκαν με αυξημένες πιθανότητες του κατοίκου να έχει PTC. Αυτοί ήταν ο δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρας (BDE-209), ο περισσότερο χρησιμοποιούμενος πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρας και σε μικρότερο βαθμό το τρισφωσφορικό άλας (TCEP). Οι συμμετέχοντες των οποίων τα επίπεδα BDE-209 στη σκόνη των σπιτιών τους ήταν υψηλά ήταν περισσότερο από δύο φορές πιθανότερο να έχουν καρκίνο του θυρεοειδούς, από εκείνα τα άτομα που ζούσαν σε σπίτια με χαμηλές συγκεντρώσεις BDE-209 στη σκόνη.

Οι συμμετέχοντες με υψηλά επίπεδα TCEP στην οικιακή τους σκόνη είχαν πάνω από 4 φορές πιθανότητες να έχουν μεγαλύτερους, πιο επιθετικούς όγκους και πέραν του θυρεοειδούς. Αντίθετα, οι συμμετέχοντες με τα υψηλότερα επίπεδα BDE-209 στη σκόνη ήταν 14 φορές πιο πιθανό να έχουν αναπτύξει PTC χωρίς μια συνηθισμένη γονιδιακή μετάλλαξη (BRAF V600E). Και όπως εξήγησαν οι ερευνητές, αυτή η μετάλλαξη έχει συνδεθεί με τον PTC και τείνει να συμπεριφέρεται πιο επιθετικά.

Αναλύοντας αυτές τις δύο μελέτες, ο γενικός χειρουργός  Δρ. Δημήτρης Βουγιουκλάκης, Διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής 251 ΓΝΑ, τόνισε ότι οι κακοήθειες του θυρεοειδούς διακρίνονται σε θηλώδη καρκινώματα, που αφορούν στο 80% των περιπτώσεων, σε θυλακιώδη καρκινώματα (10%), σε μυελωειδή (5-10%), σε αναπλαστικά (1-2%), σε πρωτογενή λεμφώματα και σε πρωτογενή σαρκώματα, τα οποία είναι σπάνια. Όπως είπε, τα καρκινώματα εκδηλώνονται πιο συχνά ως ένα ανώδυνο, ψηλαφητό οζίδιο, η ύπαρξη του οποίου γίνεται γνωστή συνήθως από τυχαίο έλεγχο. Το ιστορικό, ο κλινικός, αιματολογικός και απεικονιστικός έλεγχος, καθώς και η εκτέλεση βιοψίας με παρακέντηση μέσω λεπτής βελόνης (FNA) κρίνονται απαραίτητα βήματα για την επιβεβαίωση ή όχι της κακοήθειας. Στους προδιαθεσιακούς παράγοντες για εμφάνιση καρκίνου του θυρεοειδούς περιλαμβάνονται το γυναικείο φύλο και το οικογενειακό ιστορικό. Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης της νόσου είναι η έκθεση σε ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας είτε ως διαγνωστικό/θεραπευτικό μέσο είτε μετά από πυρηνικά ατυχήματα.