Skip to main content

Σταθεροποίηση στα λύματα της Θεσσαλονίκης

Σταθεροποιημένη παραμένει η ημερήσια τάση ανίχνευσης του SARS-CoV-2 στα λύματα της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την έρευνα που διεξάγει η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ με την ΕΥΑΘ, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και στο πλαίσιο του Εθνικού Δικτύου του ΕΟΔΥ.

Οι καθημερινές αναλύσεις των δειγμάτων που ελήφθησαν από τη Δευτέρα 15/3 μέχρι και την Πέμπτη 18/3, επιβεβαιώνουν την εικόνα μικρών διακυμάνσεων που παρατηρείται κατά το τελευταίο δεκαήμερο. Όπως φαίνεται στα διαγράμματα που παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, έπειτα από τις 8 και 9 Μαρτίου, όταν καταγράφηκαν τα υψηλότερα επίπεδα της τρέχουσας περιόδου της πανδημίας, οι μετρήσεις παρουσιάζουν μεταξύ τους μικρές αυξομειώσεις.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εξέλιξη των μετρήσεων από δείγματα που λαμβάνονται καθημερινά στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης, αναφορικά με τις εξορθολογισμένες τιμές σχετικής έκκρισης ιικού φορτίου:

Η μέση τιμή των δύο πιο πρόσφατων μετρήσεων, δηλαδή της Τετάρτης 17/03 και της Πέμπτης 18/03 είναι:

– Σταθερή (αύξηση μόλις 3%) σε σχέση με τη μέση τιμή των δύο αμέσως προηγούμενων μετρήσεων, δηλαδή της Δευτέρας 15/3 και της Τρίτης 16/3.

– Μειωμένη κατά 15% σε σχέση με την μέση τιμή της προηγούμενης Τετάρτης 10/3 και Πέμπτης 11/3.

«Είναι ενθαρρυντικό ότι παρατηρείται μία σχετική σταθεροποίηση των τιμών ιικού φορτίου, τις τελευταίες ημέρες. Πλην, όμως, η σταθεροποίηση αυτή επ’ ουδενί δεν συνιστά λόγο εφησυχασμού, καθώς αφορά σε υψηλά επίπεδα τιμών, όπως επιβεβαιώνεται και από την κλινική επιδημιολογική εικόνα», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος του ερευνητικού έργου, καθηγητής, Νίκος Παπαϊωάννου.

«Τι σημαίνει το υψηλό ιικό φορτίο των λυμάτων για μεταλλάξεις και ασυμπτωματικούς»

Ερωτηθείς, εάν τα μεταλλαγμένα στελέχη του ιού που φαίνεται να επικρατούν στην κοινότητα, παράγουν μεγαλύτερο ιικό φορτίο, το οποίο ενδεχομένως να ερμηνεύει τα σταθερά υψηλά επίπεδα ανίχνευσής του στα λύματα, ο πρύτανης του ΑΠΘ απάντησε: «Αυτή η ερμηνεία μπορεί να έχει εν μέρει κάποια βάση για ό,τι βλέπουμε στα λύματα, όπως και το ότι στις μετρήσεις μας αποτυπώνεται η διασπορά του ιού και σε άτομα μικρότερης ηλικίας που είναι συνήθως, είτε ασυμπτωματικά, είτε έχουν ήπια συμπτώματα και δεν χρήζουν νοσηλείας. Όμως, την εικόνα συμπληρώνουν ο μεγάλος αριθμός ημερήσιων κρουσμάτων στη Θεσσαλονίκη και η κατάσταση στα νοσοκομεία της πόλης μας που έχει επιβαρυνθεί σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες. Η πραγματική εικόνα είναι αυτή που αποτυπώνεται στην πίεση του συστήματος δημόσιας υγείας. Έτσι, τα σημερινά δεδομένα υπαγορεύουν ένα μόνο πράγμα: Απαρέγκλιτη τήρηση των μέτρων προστασίας».

Σχετικά με τις διαδικασίες περιβαλλοντικού εξορθολογισμού των μετρήσεων στα λύματα, κατά τις τελευταίες ημέρες, όπου παρατηρούνται μικρές διακυμάνσεις στις τιμές του ιικού φορτίου, ο καθηγητής Χημείας και μέλος της Ομάδας Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ, κ. Θοδωρής Καραπάντσιος, διευκρίνισε: «Σε περιπτώσεις τέτοιων μικρών διακυμάνσεων, έχει σημασία η ακριβής καταγραφή των ποιοτικών χαρακτηριστικών των λυμάτων που χρησιμοποιούνται για τον εξορθολογισμό των μετρήσεων ιικού φορτίου. Με σκοπό την αύξηση της ακρίβειας αλλά και του εύρους στη μέτρηση αυτών των χαρακτηριστικών, βρίσκεται σε εξέλιξη με την υποστήριξη της ΕΥΑΘ, η προμήθεια ενός σύγχρονου πολυαισθητήρα που θα τοποθετηθεί στην Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης». Επισήμανε δε, ότι «παρόμοιος εξοπλισμός χρησιμοποιείται σήμερα σε πολύ λίγες ευρωπαϊκές πόλεις και θα αναβαθμίσει καθοριστικά την αξιοπιστία στην αποτίμηση του ιικού φορτίου στα λύματα».

Στα συνημμένα διαγράμματα του ΑΠΘ, οι ημέρες των δειγματοληψιών που καταγράφονται με πορτοκαλί χρώμα αντιστοιχούν σε 100-400 κρούσματα (όπως ανακοινώθηκαν τις αντίστοιχες ημέρες από τον ΕΟΔΥ) και οι μέρες που καταγράφονται με πράσινο, σε λιγότερα από εκατό ανακοινωμένα επιβεβαιωμένα κρούσματα.

Η μεθοδολογία αποτίμησης του κορωνοϊού στα αστικά απόβλητα, την οποία ανέπτυξε η ομάδα του ΑΠΘ, εξορθολογίζει τις μετρήσεις συγκέντρωσης του γονιδιώματος του ιού, με βάση 24 περιβαλλοντικούς παράγοντες που δύνανται να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων.