Σοβαρές ελλείψεις θρεπτικών συστατικών από τον οργανισμό τους διαπιστώθηκε ότι έχουν παιδιά που είναι στο φάσμα του αυτισμού στη Σιγκαπούρη σε μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό στο περιοδικό Nutrients.
Οι ερευνητές διεξήγαγαν μια αναδρομική μελέτη 241 παιδιών με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού (ASD) στη Σιγκαπούρη για να εντοπίσουν ελλείψεις θρεπτικών συστατικών σε αυτήν την ομάδα. Όπως αναφέρει η μελέτη, τα παιδιά με ASD είναι γνωστό ότι είναι εξαιρετικά επιλεκτικά στο φαγητό (επιλεκτικές διατροφικές συνήθειες), παρόλα αυτά, οι επιπτώσεις αυτών των διατροφικών συνηθειών παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, ιδιαίτερα στο ασιατικό και πολυεθνικό πλαίσιο. Διαπίστωσαν δηλαδή ότι το 30-40% των παιδιών με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού έχουν ανεπάρκειες βιταμίνης D ή σιδήρου, ανεξάρτητα από τις διατροφικές τους συνήθειες. Όπως αναφέρουν η ηλικία και η εθνικότητα αυξάνουν τον κίνδυνο βιταμίνης D, ενώ η επιλεκτική διατροφή δεν ήταν αξιόπιστος προγνωστικός παράγοντας.
Τα ευρήματα της μελέτης
Τα ευρήματα της μελέτης αποκάλυψαν σημαντικές ανεπάρκειες βιταμίνης D (36,5% των 222 συμμετεχόντων που εξετάστηκαν) και σιδήρου (37,7% των 236 συμμετεχόντων που εξετάστηκαν), με σιδηροπενική αναιμία να υπάρχει στο 15,6% των 122 παιδιών με πλήρη αιματολογική εξέταση.
Η μεγαλύτερη ηλικία και η μη κινεζική εθνικότητα ήταν σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για ανεπάρκεια/ανεπάρκεια βιταμίνης D, ενώ δεν εντοπίστηκαν σημαντικές συσχετίσεις για την έλλειψη σιδήρου συνολικά. Ωστόσο, τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν υψηλότερες πιθανότητες σιδηροπενικής αναιμίας. Παραδόξως, η επιλεκτική διατροφή δεν ήταν αξιόπιστος δείκτης για καμία από τις δύο ανεπάρκειες.
Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν και υποστηρίζουν την ένταξη του συχνού διατροφικού ελέγχου ως μέρος της συνήθους υγειονομικής περίθαλψης ενός παιδιού με ΔΑΦ, αν και τα αποτελέσματα θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή λόγω της μεροληψίας της δειγματοληψίας (μόνο το 23,8% των επιλέξιμων παιδιών υποβλήθηκαν σε έλεγχο).
Η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού
Η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού (ΔΑΦ) είναι μια νευροβιολογική αναπτυξιακή πάθηση που χαρακτηρίζεται από δυσκολίες των ασθενών στην καθημερινή κοινωνική επικοινωνία και από την εκδήλωση περιορισμένων, επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών. Τα παιδιά με ΔΑΦ εμφανίζουν επίσης συχνά σημαντικά διατροφικά προβλήματα, όπως ισχυρές αισθητηριακές προτιμήσεις και άκαμπτες επιλογές τροφίμων.
Αυτά τα χαρακτηριστικά, που ονομάζονται «επιλεκτικά στο φαγητό», είναι κάτι περισσότερο από απλές συμπεριφορικές ιδιορρυθμίες, με αυξανόμενη κλινική ανησυχία σχετικά με τα θρεπτικά τους συστατικά. Αυτή η ανησυχία στρέφεται ιδιαίτερα προς τη βιταμίνη D (απαραίτητη για την υγεία των οστών και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος) και τον σίδηρο (ζωτικής σημασίας για τη γνωστική ανάπτυξη), δύο από τα πιο κρίσιμα θρεπτικά συστατικά για ένα αναπτυσσόμενο παιδί.
Ενώ προηγούμενες μελέτες έχουν υποδείξει υψηλή συχνότητα εμφάνισης αυτών των ελλείψεων σε παιδιά με ΔΑΦ, οι ομάδες δειγμάτων τους ήταν συντριπτικά λευκές (ευρωπαϊκής ή αμερικανικής εθνικότητας), με ελάχιστες πληροφορίες από άλλες φυλετικές/εθνοτικές ομάδες.
Στόχος της νέας μελέτης
Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην αντιμετώπιση αυτών των κενών γνώσης και στην ενημέρωση της υγειονομικής περίθαλψης των παιδιών με ΔΑΦ, αξιολογώντας την εμφάνιση ελλείψεων βιταμίνης D και σιδήρου στη Σιγκαπούρη, μια τροπική, πολυεθνική χώρα. Η μελέτη επιδιώκει περαιτέρω να εντοπίσει κλινικούς ή δημογραφικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους κλινικούς γιατρούς να προβλέψουν υποομάδες υψηλού κινδύνου.
Αποκαλύπτει δε, ότι οι ανεπάρκειες βιταμίνης D και σιδήρου είναι ανησυχητικά συχνές σε παιδιά με ΔΑΦ στη Σιγκαπούρη, επηρεάζοντας μεταξύ 30% και 40% των ατόμων που εξετάστηκαν. Ενώ η ηλικία και η εθνικότητα βρέθηκαν να σχετίζονται με την ανεπάρκεια βιταμίνης D και η μεγαλύτερη ηλικία με την σιδηροπενική αναιμία, η επιλεκτική διατροφή δεν ήταν αξιόπιστος κλινικός δείκτης για αυτές τις ανεπάρκειες. Τα ευρήματα αμφισβητούν την κλινική υπόθεση ότι η επιλεκτική διατροφή αποτελεί αξιόπιστο προειδοποιητικό σημάδι για αυτές τις συγκεκριμένες ανεπάρκειες.
Οι συγγραφείς της μελέτης συνιστούν στους κλινικούς γιατρούς να εξετάσουν το ενδεχόμενο τακτικού ελέγχου διατροφής (βιταμίνη D και σίδηρος) σε παιδιά με ΔΑΦ, ανεξάρτητα από τις αναφερόμενες διατροφικές συνήθειες. Προειδοποιούν, ωστόσο, ότι τα αποτελέσματα μπορεί να μην αντικατοπτρίζουν την πραγματική συχνότητα εμφάνισης λόγω της μεροληψίας δειγματοληψίας και της απουσίας ομάδας ελέγχου που δεν έχει ΔΑΦ.
Η έγκαιρη ανίχνευση και η χορήγηση συμπληρωμάτων είναι όπως λένε, απλές, αποτελεσματικές παρεμβάσεις που επηρεάζουν βαθιά τη συνολική υγεία και ανάπτυξη.