Με μια σημαντική εξοικονόμηση που όπως εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 1,1 δισ. ευρώ συνολικά θα κλείσουν οι διαπραγματεύσεις για τι φάρμακο το 2025, όπως μας εξηγεί η Δρ. Βασιλική-Κωνσταντίνα Γκογκοζώτου, ΜΕ πρόεδρος ΕΟΠΥΥ & πρόεδρος Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων Υπουργείου Υγείας. Η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων έχει ήδη καταφέρει μέσω διαφανών και δεσμευτικών συμφωνιών με τις φαρμακευτικές εταιρείες, να διασφαλίσει εξοικονομήσεις που υπερβαίνουν για την πενταετία 2020–2024 τα 2,8 δισ. ευρώ σωρευτικά.
Δρ. Γκογκοζώτου, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί, η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων κατάφερε να επιτύχει μία σημαντική μείωση της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης για το 2022 και συνεχίζει. Σε τι ύψος έχουν φτάσει οι εξοικονομήσεις και τι αναμένεται για το άμεσο μέλλον;
Η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων έχει όντως καταφέρει, μέσω διαφανών και δεσμευτικών συμφωνιών με τις φαρμακευτικές εταιρείες, να διασφαλίσει εξοικονομήσεις που υπερβαίνουν για την πενταετία 2020–2024 τα 2,8 δισ. ευρώ σωρευτικά: περίπου 1,9 δισ. ευρώ στον ΕΟΠΥΥ και 0,9 δισ. ευρώ στα δημόσια νοσοκομεία και στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου (στα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνονται τα νομοθετικά υποχρεωτικά rebates). Για το 2025, η εξοικονόμηση αυτή εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 1,1 δισ. ευρώ συνολικά. Πρόκειται για αποτέλεσμα που βασίζεται σε τεκμηριωμένη, προληπτική παρέμβαση — όχι σε γραφειοκρατικές ρυθμίσεις.
Η Επιτροπή, έχοντας συνάψει την τελευταία πενταετία περισσότερες από 1.250 συμφωνίες και έχοντας θεσπίσει σχεδόν 100 κλειστούς προϋπολογισμούς για μεμονωμένα φαρμακευτικά σκευάσματα ή θεραπευτικές κατηγορίες, διαχειρίζεται σήμερα πάνω από το 70% της συνολικής αρχικής φαρμακευτικής δαπάνης.
Βάσει πρόσφατων στοιχείων του ΕΟΠΥΥ, φαίνεται ότι το 2024 η ανάπτυξη των ΦΥΚ ανήλθε στο 12,2%, όμως με την εφαρμογή των κλειστών προϋπολογισμών περιορίστηκε σε λιγότερο από το μισό. Αντίστοιχα, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ παρουσίασε αρχική αύξηση περίπου 7,4%, η οποία περιορίστηκε σε 4% χάρη στους κλειστούς προϋπολογισμούς.
Εφόσον οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους -όπως τα μητρώα ασθενών, ο έλεγχος της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, ο ηλεκτρονικός φάκελος ασθενή, η διασύνδεση των πληροφοριακών συστημάτων και η έγκαιρη κοινοποίηση στοιχείων και εκτιμήσεων- τεθούν σε πλήρη λειτουργία, το έργο της Επιτροπής θα ενισχυθεί περαιτέρω, τόσο ως προς την αποτελεσματικότητα όσο και ως προς την τεκμηρίωσή του.
Ποιος είναι ο στόχος της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων;
Ο στόχος της Επιτροπής είναι διττός. Πρώτον, η διασφάλιση της βιωσιμότητας της φαρμακευτικής δαπάνης, μέσω αξιόπιστων και δεσμευτικών συμφωνιών και δεύτερον -όχι λιγότερο σημαντικό- η εγγυημένη πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες, εντός πλαισίου δημοσιονομικής υπευθυνότητας.
Η Επιτροπή επιδιώκει τη βέλτιστη διαχείριση του κρατικού προϋπολογισμού για τη φαρμακευτική δαπάνη μέσω συμφωνιών με τις φαρμακευτικές εταιρείες, βάσει διαφανών διαδικασιών και σαφών όρων. Ειδικά οι συμφωνίες κλειστών προϋπολογισμών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ισχύουσες νομοθετημένες εκπτώσεις, αποτελούν το ισχυρότερο εργαλείο της Επιτροπής -και του Υπουργείου Υγείας-, καθώς ορθολογίζουν τη δαπάνη, οριοθετώντας την ετήσια ανάπτυξη συγκεκριμένων σκευασμάτων ή θεραπευτικών κατηγοριών βάσει επιδημιολογικών στοιχείων. Παράλληλα, ενισχύουν τη χρηματοπιστωτική ικανότητα των διαχειριστών των συμφωνιών (ΕΟΠΥΥ, ΕΚΑΠΥ) μέσω σταθερής και προκαθορισμένης απόδοσης των συμφωνημένων εκπτώσεων, χωρίς δυνατότητα ένστασης ή δικαστικής προσφυγής -όπως συμβαίνει συχνά με το clawback.
Οι συμφωνίες αυτές δεν γίνονται εις βάρος της πρόσβασης των ασθενών σε αυτά τα φάρμακα, αλλά εξασφαλίζουν τις καλύτερες τιμές για τις θεραπείες, ώστε να είναι προσβάσιμες χωρίς να επιβαρύνεται δυσανάλογα το σύστημα. Ενισχύουν έτσι την τεχνική αρτιότητα και την κοινωνική ευθύνη του συστήματος αποζημίωσης φαρμάκων, καθιστώντας τον δημόσιο τομέα διαπραγματευτικά ισχυρό.
Με τις εκπτώσεις που επιτυγχάνονται, δημιουργείται χώρος για τις καινοτόμες θεραπείες και τα ορφανά φάρμακα; Πιστεύετε ότι το ισχύον πλαίσιο διαπραγμάτευσης για τα ορφανά φάρμακα πρέπει να αλλάξει;
Ακριβώς. Οι συμφωνίες της Επιτροπής αποτελούν μοχλό πολιτικής υγείας. Οι επιτευχθείσες εκπτώσεις δεν είναι απλώς «λογιστικό όφελος». Δημιουργούν τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο ώστε να αποζημιώνονται καινοτόμες θεραπείες υψηλού κόστους -συχνά για μικρούς πληθυσμούς με σοβαρές, απειλητικές παθήσεις χωρίς εναλλακτικές- χωρίς τη δυσανάλογη πίεση στους προϋπολογισμούς.
Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης παραμένει ενιαίο. Ωστόσο, οι ανάγκες των ορφανών φαρμάκων είναι πολυδιάστατες και απαιτούν μια στοχευμένη, θεσμικά διαφοροποιημένη προσέγγιση. Δεν μιλάμε για χαλάρωση των διαδικασιών αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης, αλλά για προσαρμογή — με τεκμηρίωση, κοινωνική ευθύνη, ευελιξία και ηθική συνέπεια. Οι συνθήκες είναι ώριμες για τη θέσπιση ειδικού πλαισίου για αυτές τις θεραπείες, με σεβασμό τόσο στην επιστημονική αξιολόγηση όσο και στο δικαίωμα του ασθενούς στην υγεία και την αξιοπρέπεια.
Στην αγορά είστε γνωστή ως «σιδηρά κυρία για το φάρμακο». Τελικά, κυρία Γκογκοζώτου, όλο αυτό ήταν ένα δύσκολα επιτεύξιμο έργο;
Αν πράγματι δόθηκε αυτός ο χαρακτηρισμός, δεν τον εκλαμβάνω ως τίτλο εξουσίας, αλλά ως αναγνώριση ενός επίμονου και δύσκολου έργου. Η αλήθεια είναι πως δεν αισθάνομαι έτσι.
Αυτό που με κινητοποιεί καθημερινά δεν είναι η αυστηρότητα, αλλά η ευθύνη — απέναντι στον πολίτη, στον ασθενή που περιμένει μια θεραπεία, στον δημόσιο πόρο που πρέπει να αξιοποιηθεί σωστά. Όταν διαχειρίζεσαι δημόσιους πόρους και ταυτόχρονα την αγωνία των ασθενών, η ευθύνη σε «σκληραίνει», αλλά σε διδάσκει και να έχεις ευελιξία εκεί που χρειάζεται.
Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για συλλογικό έργο, όχι για προσωπική «πυγμή». Η εδραίωση της Επιτροπής ως θεσμικού πυλώνα στη διαχείριση της φαρμακευτικής δαπάνης δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ξεκίνησε ως ένα προσωρινό μεταβατικό σχήμα έως τη δημιουργία ενός Οργανισμού Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, και κλείνει πια 7 χρόνια, με ελάχιστη διοικητική στήριξη και έντονη εθελοντική συνεισφορά των μελών της. Παρ’ όλα αυτά, πέτυχε να θεσμοθετήσει διαφανείς και δεσμευτικές συμφωνίες, αντικαθιστώντας αποσπασματικές και αμφισβητούμενες πρακτικές του παρελθόντος.
Πέρα από αριθμούς, πρόκειται για πράξη δημοσιονομικής πειθαρχίας με κοινωνικό πρόσημο. Ένα έργο δύσκολο, που απαιτεί τεχνογνωσία, θεσμική σταθερότητα και προσήλωση στον ασθενή -αλλά και την τόλμη να πεις ότι η υγεία είναι επένδυση και όχι απλώς κόστος. Αν αυτός ο συνδυασμός δίνει την εντύπωση «σιδήρου», τότε ίσως είναι απλώς η αντανάκλαση της προσήλωσης στο καθήκον.