Skip to main content

Κυριάκος Σουλιώτης: Καλή αφετηρία η ανάδειξη του κλάδου φαρμάκου ως πεδίου επενδυτικής προτεραιότητας

Oι προοπτικές είναι εξόχως ευνοϊκές για τον τομέα της κλινικής έρευνας

Η πρόσβαση στην καινοτομία, η αύξηση της εγχώριας παραγωγής στο φάρμακο, η ενδυνάμωση της κλινικής έρευνας και η δημιουργία μηχανισμών αξιολόγησης και χρηματοδότησης μπαίνουν στο μικροσκόπιο του καθηγητή Πολιτικής Υγείας, κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών, διευθυντή του Εργαστηρίου Αξιολόγησης Πολιτικών, Τεχνολογιών & Συμπεριφορών Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Κυριάκου Σουλιώτη.

Κύριε Σουλιώτη με αφορμή το καίριο θέμα της πρόσβασης των ασθενών στις νέες καινοτόμες θεραπείες για το οποίο το υπουργείο Υγείας έχει δώσει μεγάλη βαρύτητα ποια είναι η γνώμη σας για τις εγκρίσεις καινοτόμων φαρμάκων στην Ελλάδα;

Το ζήτημα της πρόσβασης των ασθενών στις νέες θεραπείες έχει περίοπτη θέση στη συζήτηση για τη φαρμακευτική πολιτική της χώρας μας τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση. Είναι γεγονός ότι υπήρξαν περίοδοι με σημαντικές καθυστερήσεις, κυρίως λόγω του ότι το νέο πλαίσιο (αξιολόγηση τεχνολογιών υγείας, διαπραγμάτευση κ.λπ.) βρισκόταν στην πρώτη φάση της εφαρμογής του και, σε κάποιο βαθμό εύλογα, αυτό λειτούργησε με τρόπο που απαιτούσε μεγαλύτερο χρόνο από τον επιτρεπτό. Τα τελευταία χρόνια, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι αρμόδιες Επιτροπές λειτουργούν με μεγάλη συνέπεια και έχουν επιτρέψει την είσοδο πολύ αποτελεσματικών νέων θεραπειών στη χώρα. Βέβαια, το ύψος των επιστροφών εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, αφού, αν και αποτελεί έναν άκρως αποτελεσματικό τρόπο για τον έλεγχο της φαρμακευτικής δαπάνης, αυτό γίνεται με τρόπο στρεβλό και με επίπτωση και στις αναπτυξιακές προοπτικές του κλάδου.

Συνεπώς, αν και σε επίπεδο διαδικασίας έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου, οι όροι της χρηματοδότησης / αποζημίωσης των καινοτόμων φαρμάκων χρήζουν αναθεώρησης προς δύο κατευθύνσεις. Κατά πρώτον απαιτείται σταδιακή σύγκλιση της σχετικής δημόσιας χρηματοδότησης, συνολικά του συστήματος υγείας, με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά δεύτερον είναι αναγκαία η εκτίμηση του εύλογου ύψους της φαρμακευτικής δαπάνης, με έγκυρο τρόπο και στη βάση αναλύσεων πραγματικών δεδομένων. Στο σημείο αυτό, δυστυχώς, έχουμε αποτύχει ως χώρα αφού, παρά τη διάθεση αξιόπιστων δεδομένων, αυτά εξακολουθούν να μην είναι προσβάσιμα. Συνεπώς, τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα σχετικά με το «πόσα χρήματα πρέπει να διαθέτουμε π.χ. για φάρμακα;» δεν μπορεί να δοθεί…

Για τα εμπόδια στην πρόσβαση έχετε εκπονήσει μια μελέτη εστιασμένη στον καρκίνο. Τι λένε τα πρώτα ευρήματα;

Η μελέτη που πρόσφατα εκπονήσαμε για τα εμπόδια πρόσβασης των ασθενών με καρκίνο στο σύστημα υγείας, αποτελεί συνέχεια της αντίστοιχης που είχαμε διενεργήσει το 2015, δηλαδή σε ακραία δυσμενείς οικονομικούς όρους για τη χώρα μας. Στην παρούσα φάση βρισκόμαστε στη φάση της ανάλυσης των δεδομένων. Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν μία σημαντική βελτίωση στην πρόσβαση στη θεραπεία, ωστόσο καταγράφονται και σημαντικά προβλήματα όπως π.χ. η συχνότητα των μετακινήσεων προς αναζήτηση φροντίδας, ο απουσιασμός από την εργασία, το κόστος των φροντιστών, η ψυχολογική επιβάρυνση των ασθενών και των οικείων τους κ.λπ.

Θετικά ευρήματα αποτελούν η ικανοποίηση των ασθενών από τις υπηρεσίες που λαμβάνουν από τους ογκολόγους τους και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους, ενώ σε υψηλά ποσοστά κυμαίνεται και η συμμετοχή των ίδιων των ασθενών στις αποφάσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση της νόσου.

Κύριε καθηγητά τον τελευταίο καιρό γίνεται επίσης, συχνή αναφορά για τη δημιουργία ενός Ταμείου Καινοτομίας με στόχο τη διευκόλυνση της εισαγωγής στην Ελλάδα αυτών των νέων καινοτόμων φαρμάκων. Ποιες είναι οι προτάσεις και ποιες οι προϋποθέσεις για να λειτουργήσει;

Σύμφωνα και με τη διεθνή εμπειρία, αυτού του είδους τα σχήματα αποσκοπούν στο να διευκολύνουν την πρόσβαση των ασθενών σε θεραπείες αιχμής, χωρίς καθυστερήσεις και με βιώσιμους όρους για όλες τις πλευρές. Ουσιαστικά αποτελούν μηχανισμούς μεταβατικής αποζημίωσης για προηγμένες θεραπείες και φάρμακα άμεσης προτεραιότητας, με τρόπο ελεγχόμενο και στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων εισόδου και κανόνων αποζημίωσης. Εισάγουν έναν επιμερισμό του οικονομικού κινδύνου ανάμεσα στο κράτος -δηλαδή τον πληρωτή- και τις φαρμακευτικές εταιρείες, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι πιέσεις που ασκούνται στα συστήματα υγείας από το διαρκώς αυξανόμενο κόστος των νέων, καινοτόμων θεραπειών.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, στην αρχική τους φάση καλύπτουν φάρμακα προηγμένης θεραπείας (ATMPs) και φάρμακα προτεραιότητας που στοχεύουν σε ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες (PRIME). Οι θεραπείες αυτές στοχεύουν σε συγκεκριμένους πληθυσμούς ασθενών και κατά τη διάρκεια της χρηματοδότησής τους μέσω του εν λόγω μηχανισμού, αξιολογούνται συστηματικά στη βάση πραγματικών δεδομένων από την κλινική πράξη (RWD). Αυτή η διεργασία έχει ως στόχο την εφαρμογή ενός δίκαιου, αντίστοιχου της αξιολόγησης, πλαισίου αποζημίωσης, μέσω του οποίου καθίσταται δυνατή η εισαγωγή των νέων -και ακριβών- αυτών θεραπειών, με προβλέψιμους και βιώσιμους οικονομικούς όρους για τα συστήματα υγείας.

Τα προβλήματα στην αγορά φαρμάκου, οι κλινικές μελέτες και φυσικά η πρόσβαση στην καινοτομία είναι στην επικαιρότητα καθημερινά τόσο από πλευράς υπουργείου Υγείας όσο και από την πλευρά των ασθενών και της φαρμακοβιομηχανίας. Από την πλευρά του καθηγητή πολιτικής υγείας πως βλέπετε το μέλλον της αγοράς φαρμάκου στην Ελλάδα;

Αυτό θα εξαρτηθεί από τις ενέργειες των δρώντων στη συγκεκριμένη αγορά. Για παράδειγμα, η ραγδαία αύξηση των επενδύσεων στην εγχώρια παραγωγή δημιουργεί μια εξαιρετική ευκαιρία για περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου και ενίσχυση του αποτυπώματος της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά φαρμάκου. Πέρα από τη δεδομένη συμβολή στα έσοδα του κράτους, το εμπορικό ισοζύγιο και την απασχόληση, δημιουργεί προοπτικές για περαιτέρω συνέργειες μεταξύ εγχώριων και πολυεθνικών εταιρειών και, στο πλαίσιο αυτών, ευνοϊκές συνθήκες για διεύρυνση των παραγωγικών αλλά και των ερευνητικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με το φάρμακο.

Επιπλέον, οι προοπτικές είναι εξόχως ευνοϊκές για τον τομέα της κλινικής έρευνας. Η χώρα μας διαθέτει σχετική κουλτούρα, υποδομές και, κυρίως, καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό και αυτό που ουσιαστικά μας λείπει είναι η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος περισσότερο ελκυστικού για επενδύσεις. Οι συνολικές ερευνητικές μας δυνατότητες, πάντως, επιβάλλουν να καταστεί η χώρα μας πόλος έλξης τόσο στο πεδίο της κλινικής έρευνας, όσο και σε αυτό της συλλογής, επεξεργασίας και αξιοποίησης δεδομένων υγείας.

Εν κατακλείδι, οι στόχοι της βελτίωσης της πρόσβασης στην καινοτομία, της αύξησης της εγχώριας παραγωγής και της ενδυνάμωσης της κλινικής έρευνας οδηγούν τη συζήτηση στο θέμα των κινήτρων. Ο τομέας του φαρμάκου αποτελεί έναν δυναμικό κλάδο της οικονομίας και η ενίσχυσή του συνιστά επένδυση, η οποία επιστρέφεται σε όρους εκβάσεων υγείας, ποιότητας ζωής αλλά και ανάπτυξης. Φυσικά, αυτό απαιτεί διεργασίες που θα διασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή αποδοτικότητα των πόρων προκειμένου να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Συνεπώς, η ανάδειξη του κλάδου ως πεδίου επενδυτικής προτεραιότητας και η διαμόρφωση, στο μέτρο του εφικτού, ενός σταθερού και προβλέψιμου περιβάλλοντος για όλους τους δρώντες, αποτελεί μια καλή αφετηρία για επίτευξη των παραπάνω.