Skip to main content

ΟΟΣΑ: Απουσία εθνικής στρατηγικής για τον καρκίνο στην Ελλάδα

Επηρεάζει όλες τις πτυχές της περίθαλψης του καρκίνου

Οι εθνικές στρατηγικές και τα εθνικά σχέδια για τον καρκίνο διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του άχθους του καρκίνου και στην ιεράρχηση, την οργάνωση και τη χρηματοδότηση προγραμμάτων. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν έχει αναπτύξει ούτε έχει εφαρμόσει τεκμηριωμένη ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για τον καρκίνο ή σχέδιο για τον καρκίνο στο πλαίσιο εθνικής στρατηγικής για τις μη μεταδοτικές νόσους. Η απουσία ολοκληρωμένης στρατηγικής για τον καρκίνο έχει σοβαρές επιπτώσεις στο άχθος του καρκίνου, στα ποσοστά επιβίωσης, στην έρευνα για τον καρκίνο, στην επιτήρηση, στην πρόληψη, στην έγκαιρη ανίχνευση, στη διάγνωση, στη θεραπεία, στην παρηγορητική αγωγή και στην ποιότητα ζωής των ασθενών με ιστορικό καρκίνου. Κατά την τελευταία δεκαπενταετία έχουν αναπτυχθεί μόνο δύο στρατηγικές για τον καρκίνο, η πλέον πρόσφατη για την περίοδο 2011-2015.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ιστότοπο της στρατηγικής, όλες οι δράσεις σταμάτησαν πριν από το τέλος του 2012 και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί στοιχεία σχετικά με την έκβασή της ή τα αποτελέσματα. Εν γένει στη χώρα δεν διενεργούνται αναλύσεις της κατάστασης, δεν τίθενται προτεραιότητες βάσει επιδημιολογικών στοιχείων, δεν καταρτίζεται προϋπολογισμός για σχέδια ούτε διατίθενται τα αντίστοιχα κονδύλια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει εθνικό ινστιτούτο για τον καρκίνο ή παρόμοιο θεσμικό φορέα και ότι ο νόμος του 2019 για την ίδρυση του πρώτου εθνικού ινστιτούτου για τον καρκίνο δεν έχει τεθεί ακόμη σε εφαρμογή. Επιπλέον, το Εθνικό Δίκτυο Ιατρικής Ακριβείας στην Ογκολογία, μια εμβληματική κρατική πρωτοβουλία που δρομολογήθηκε το 2018, ολοκλήρωσε την πιλοτική του φάση στο τέλος του 2021, αλλά επί του παρόντος δεν λειτουργεί λόγω έλλειψης τόσο νομικού πλαισίου όσο και σχετικής χρηματοδότησης.

Παράγοντες κινδύνου και πρόληψης

Τα ποσοστά καπνίσματος συγκαταλέγονται στα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε.

Παρότι ο επιπολασμός του καπνίσματος έχει μειωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το 2019 σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες (24 %) κάπνιζε σε καθημερινή βάση — πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία. Όπως και σε πολλές άλλες χώρες, διαπιστώνεται σημαντική ανισορροπία μεταξύ των φύλων: το ποσοστό των ανδρών καπνιστών είναι πολύ υψηλότερο (30 %) από το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών (18 %). Σημαντικές είναι και οι κοινωνικές ανισότητες: το ποσοστό των καπνιστών με χαμηλό εισόδημα είναι κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των καπνιστών με υψηλό εισόδημα.

Η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου στην Ελλάδα

Το 2019 το 58 % των Ελλήνων ενηλίκων ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, ποσοστό που αυξήθηκε μετά το 2014 (55 %), αν και σε χαμηλότερο ποσοστό απ’ ό,τι στην Ε.Ε. (53 %). Η Ελλάδα εμφανίζει υψηλότερα ποσοστά υπέρβαρων ή παχύσαρκων ενηλίκων απ’ ό,τι οι γειτονικές μεσογειακές χώρες με παρόμοια διατροφή, όπως η Ιταλία (η οποία παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., το οποίο ανέρχεται σε 46 %), η Κύπρος (50 %) και η Ισπανία (54 %). Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία στους ενήλικες είναι ο τρίτος σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου μετά το κάπνισμα και την έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση.

Όπως και σε άλλες χώρες, η κακή διατροφή θεωρείται ο κύριος παράγοντας που συμβάλλει στο υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία. Μόνο το 49% του ελληνικού πληθυσμού κατανάλωνε φρούτα τουλάχιστον μία φορά την ημέρα, ποσοστό που είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., ο οποίος ανέρχεται σε 56 %. Ωστόσο, αναφέρονται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κοινωνικών ομάδων με διαφορετικό επίπεδο εκπαίδευσης, διαφοροποίηση που συνδέεται επίσης με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Σχεδόν το 70 % των ατόμων με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα σε σύγκριση με το 50 % των ατόμων με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο.

Οι υγιεινές επιλογές στο διαιτολόγιο και στη διατροφή επηρεάζονται από το εισόδημα και την οικονομική προσιτότητα. Τα δημοσιονομικά μέτρα και οι μειώσεις του εισοδήματος των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ελλάδα είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της επισιτιστικής ανασφάλειας, ιδίως για τους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας. Τα χαμηλότερα εισοδήματα και τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας συνδέονταν με σημαντική μείωση της κατανάλωσης θρεπτικών προϊόντων (Koulierakis et al., 2022).

Το υπουργείο Υγείας έχει δημιουργήσει μια σειρά ενημερωτικών παρουσιάσεων, διαφημιστικών πλαισίων και αφισών για την προώθηση της υγιεινής διατροφής των παιδιών και των εφήβων, αλλά τα περισσότερα προγράμματα αναπτύσσονται και εφαρμόζονται ανεξάρτητα, από μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) και άλλες πρωτοβουλίες. Επιπλέον, στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιούνται οι ετικέτες με χρωματική επισήμανση στην εμπρόσθια όψη των τροφίμων (Nutri-score) που έχουν υιοθετηθεί από ορισμένες χώρες της Ε.Ε. (Περιφερειακό Γραφείο του ΠΟΥ για την Ευρώπη, 2022). Το 2021 το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Δημόσια Υγεία 2021-2025 περιλάμβανε πολιτική για τη διατροφή, η οποία χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: επιτήρηση και παρακολούθηση, πολιτικές παρέμβασης με εστίαση στα παιδιά και τις ευάλωτες ομάδες και συνεργασία των ενδιαφερόμενων μερών.

Η κατανάλωση οινοπνεύματος είναι χαμηλή σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε., αλλά δεν εφαρμόζονται πολιτικές ελέγχου της κατανάλωσης οινοπνεύματος

Η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης οινοπνεύματος στην Ε.Ε.. Κατά την περίοδο 2009-2019 σημειώθηκε συνολική μείωση της ετήσιας και κατά κεφαλήν κατανάλωσης οινοπνεύματος από 8,3 λίτρα σε 6,3 λίτρα καθαρής αλκοόλης κατά μέσο όρο. Το μεγαλύτερο ποσοστό όσων καταναλώνουν οινόπνευμα προτιμούν ποτά χαμηλότερου αλκοολικού τίτλου, όπως η μπίρα (45,5 %) και το κρασί (31,5 %) (Περιφερειακό Γραφείο του ΠΟΥ για την Ευρώπη, 2019). Επιπλέον, μόνο το 6 % των Ελλήνων ενηλίκων ανέφεραν ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση οινοπνεύματος το 2019, ποσοστό που συγκαταλέγεται στα χαμηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση οινοπνεύματος είναι συχνότερη για τους άνδρες απ’ ό,τι για τις γυναίκες (9 % έναντι 3 %). Οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι ανεπαρκείς όσον αφορά τις παρεμβάσεις «Best Buys» του ΠΟΥ για τη μείωση της επιβλαβούς κατανάλωσης οινοπνεύματος. Το 2019 καταρτίστηκε από το Υπουργείο Υγείας εθνικό σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των βλαπτικών συνεπειών της υπερβολικής κατανάλωσης οινοπνεύματος, αλλά το σχέδιο δεν εγκρίθηκε ούτε εφαρμόστηκε.

Απαιτούνται πρόσθετες προσπάθειες για τη μείωση της έκθεσης σε ατμοσφαιρικούς ρύπους

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μέτρησης και Αξιολόγησης της Υγείας, η ατμοσφαιρική ρύπανση με τη μορφή έκθεσης σε ΑΣ2,52 και στο όζον ευθυνόταν από μόνη της για το 5 % του συνόλου των θανάτων στην Ελλάδα το 2019. Σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού ζει σε πόλεις, ενώ το 50 % σχεδόν των Ελλήνων κατοικούν στην περιοχή της πρωτεύουσας, της Αθήνας· η κατάσταση αυτή αυξάνει τον κίνδυνο έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Η Ελλάδα καθυστέρησε να θεσπίσει πολιτικές για τη μείωση της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Το 2005 η σταθμισμένη με βάση τον πληθυσμό ετήσια μέση συγκέντρωση ΑΣ2,5 ήταν 29 µg/m3 , ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 16 µg/m3 . Σύμφωνα με την οδηγία 2008/50/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να εκτιμήσουν και να μειώσουν την έκθεση του πληθυσμού 2 Τα αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ) ταξινομούνται ανάλογα με το μέγεθος: η ένδειξη ΑΣ2,5 αναφέρεται σε σωματίδια διαμέτρου μικρότερης των 2,5 μικρομέτρων. 3 Η προλαμβανόμενη θνησιμότητα αφορά κακοήθη νεοπλάσματα του χείλους, της στοματικής κοιλότητας, του φάρυγγα, του οισοφάγου, του στομάχου, του ήπατος, της τραχείας, των βρόγχων και του πνεύμονα, του τραχήλου της μήτρας και της ουροδόχου κύστης. σε συγκεντρώσεις ΑΣ2,5 έως το 2020. Αυτό συνέβαλε σε σημαντική μείωση: το 2019 η συγκέντρωση ΑΣ2,5 στην Ελλάδα ήταν 14 µg/m3 , ωστόσο η τιμή αυτή εξακολουθούσε να είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (12,5 µg/m3 ). Η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία (UV) συγκαταλέγεται στις αιτίες εμφάνισης μη μελανωματικού καρκίνου του δέρματος σε άτομα που εργάζονται στην ύπαιθρο. Τα προγράμματα για τη μείωση των κινδύνων από την παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο αφορούν μόνο περιστάσεις αναψυχής και δεν καλύπτουν την απασχόληση/εργασία σε εξωτερικούς χώρους. Επιπλέον, παρότι η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει νομικά την υπεριώδη ακτινοβολία ως πιθανή αιτία καρκίνου του δέρματος, δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα ως παράγοντας κινδύνου για την επαγγελματική υγεία.

Οι ανεπαρκώς οργανωμένες εκστρατείες ενημέρωσης αποτελούν έναν από τους λόγους για το χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού κατά του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων

Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού έχει συστήσει από το 2008 τον εμβολιασμό κατά του ιού HPV τόσο για τα κορίτσια όσο και για τα αγόρια. Βάσει ανάλυσης των συνταγογραφημένων εμβολίων κατά του ιού HPV κατά την περίοδο 2017-2021, η μέση κάλυψη των κοριτσιών εκτιμάται σε 55 % για τις ηλικίες 11-18 ετών και σε 44 % για τις ηλικίες 11-14 ετών, ποσοστό που είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον στόχο του ΠΟΥ (90 % των κοριτσιών ηλικίας έως 15 ετών έως το 2030). Η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη κατά του ιού HPV συνδέεται εν μέρει με την ανεπαρκώς οργανωμένη εκστρατεία ευαισθητοποίησης και με πολιτισμικούς και κοινωνικούς φραγμούς. Τα ποσοστά συμμετοχής στο πρόγραμμα εμβολιασμού παρουσίασαν οριακή μόνο βελτίωση με την πάροδο των ετών, καταγράφοντας μάλιστα πτωτική τάση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το 2022 η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού αναθεώρησε τις συστάσεις της και προτείνει πλέον ο εμβολιασμός να ξεκινά τόσο για τα κορίτσια όσο και για τα αγόρια στην ηλικία των 9 ετών —δύο έτη νωρίτερα απ’ ό,τι ίσχυε κατά το παρελθόν— και να συνεχίζεται έως και τα 18 έτη. Το εμβόλιο κατά του ιού HPV αποζημιώνεται πλήρως για αγόρια και κορίτσια ηλικίας 9-18 ετών έως το τέλος του 2023· από το 2024 θα αποζημιώνεται μόνο για τα άτομα ηλικίας 9-15 ετών. Τα άτομα που δεν καλύπτονται θα πρέπει να επωμιστούν το κόστος του εμβολίου, το οποίο μπορεί να ανέλθει σε 215 έως 450 EUR για όλες τις δόσεις, ανάλογα με το είδος του εμβολίου.

Απαιτούνται πολυτομεακές πολιτικές πρόληψης για την καταπολέμηση των κυριότερων παραγόντων κινδύνου

Μολονότι ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί την κύρια αιτία προλαμβανόμενης θνησιμότητας στην Ελλάδα και τα ποσοστά καπνίσματος συγκαταλέγονται στα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε., οι πολιτικές για τη μείωση του καπνίσματος αφορούν σε μεγάλο βαθμό την απαγόρευση και την επιβολή κυρώσεων. Από τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές απουσιάζουν μια άρτια επικοινωνιακή εκστρατεία, υπηρεσίες διακοπής καπνίσματος και βασικές γνώσεις σε θέματα υγείας.

Η νόμιμη ελάχιστη ηλικία για την αγορά οινοπνεύματος στην Ελλάδα είναι τα 18 έτη —για κατανάλωση τόσο εντός όσο και εκτός καταστήματος — αλλά σπάνια απαιτείται εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας για τις συναλλαγές. Συνολικά, στις πωλήσεις οινοπνεύματος δεν ισχύουν περιορισμοί όσον αφορά τις ώρες, τις ημέρες, την πυκνότητα ή τη διάθεση σε άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση μέθης.

Οι πωλήσεις εντός καταστήματος αφορούν, για παράδειγμα, πωλήσεις σε καφετέρια, παμπ, μπαρ ή εστιατόριο, ενώ οι πωλήσεις εκτός καταστήματος αναφέρονται στις πωλήσεις σε πακέτο για το σπίτι, π.χ., από εμπορικό κατάστημα ή σουπερμάρκετ. Επίσης, οι πολιτικές πρόληψης του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας είναι ανεπαρκώς ανεπτυγμένες, οι σχετικές αρμοδιότητες είναι κατακερματισμένες σε διάφορους φορείς και υπουργεία, ενώ παρατηρείται ταυτόχρονα γενική έλλειψη λογοδοσίας και οράματος. Συνολικά, το 2020 οι δαπάνες για την πρόληψη αντιστοιχούσαν μόλις στο 1,8 % του συνόλου των δαπανών για την υγεία, ποσοστό που είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος ανερχόταν σε 3,4 %.