Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία των ενηλίκων στην Ελλάδα είναι εμφανείς και με τάση επιδείνωσης διαχρονικά. Σύμφωνα με μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), σε 5.000 άτομα από 18 ετών και άνω, οι έλληνες δεν είναι ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας, ενώ σημαντικό ποσοστό αντιμετώπισε πρόβλημα στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας με κυριότερο φραγμό το οικονομικό κόστος.
Επίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης είναι μεγάλη η ανάγκη για ενημέρωση για την αξία και τη χρησιμότητα του προσυμπτωματικού ελέγχου. Διαπιστώθηκε μάλιστα, εξαιρετικά υψηλή συχνότητα παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως υπέρταση, διαβήτης, κάπνισμα και χοληστερίνη, που προφανώς συνδέονται με την εξαιρετικά υψηλή συχνότητα αυξημένου σωματικού βάρους, αλλά και με άλλους παράγοντες όπως η καθιστική ζωή και η κακή διατροφή.
Τα ευρήματα αυτά, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες αναμένεται να οδηγήσουν σε μεγάλη αύξηση της συχνότητας των καρδιαγγειακών νοσημάτων τα επόμενα χρόνια, όπως ανέφεραν οι ερευνητές ενώ, τόνισαν ότι επιβάλλεται η άμεση εφαρμογή στοχευμένων στρατηγικών δημόσιας υγείας με στόχο την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των τροποποιήσιμων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, και επομένως και την αναχαίτιση της αναμενόμενης επιδημίας καρδιαγγειακής νόσου.
Αναφορικά με τους Κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες και τη χρήση και πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, η έρευνα έδειξε ότι το 40% του δείγματος ήταν απασχολούμενοι, εκ των οποίων 12% με μερική απασχόληση. Περίπου το 10% είναι ανασφάλιστοι ενώ, ένα επιπλέον 3% δεν έχει βιβλιάριο υγείας σε ισχύ. Το 28,5% αυτοαξιολογεί την κατάσταση υγείας του από μέτρια ως κακή. Τα ποσοστά των ατόμων με συμπτώματα άγχους φτάνουν το 24%, της κατάθλιψης στο 16% ενώ επιβεβαιώνεται η συσχέτιση του άγχους και της κατάθλιψης με την ανεργία. Παρατηρείται επίσης, αυξημένη προσέλευση στις υπηρεσίας υγείας του δημόσιου τομέα αλλά το 42% δήλωσε ότι είναι από μέτριες έως κακές οι υπηρεσίες αυτές. Το 22% δήλωσε ότι είχε πρόβλημα στην πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα παροχής υγείας με κύριο πρόβλημα το οικονομικό κόστος.
Όσον αφορά την πρόληψη διαφάνηκε ότι μαστογραφία έχει κάνει κάποια στιγμή το 68% των γυναικών, ενώ 8 στις 10 γυναίκες έχουν κάνει Pap-test. Για την πρόληψη καρκίνου του παχέος εντέρου, μόλις το 20% του πληθυσμού άνω των 50 ετών έχει κάνει κολονοσκόπηση.
Για τα Καρδιαγγειακά νοσήματα (κυρίως έμφραγμα της καρδιάς και εγκεφαλικό επεισόδιο) διαπιστώθηκε ότι ευθύνονται για περίπου το 40% των θανάτων στην Ευρώπη. Η Ελλάδα θεωρείται χώρα μέσου κινδύνου, με μεγαλύτερη συχνότητα από την Ιταλία, Πορτογαλία και Γαλλία. Η οικονομική κρίση και η ανεργία σχετίζονται με αύξηση των εμφραγμάτων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ΕΜΕΝΟ η συχνότητα της στεφανιαίας νόσου ήταν 4,6% και των εγκεφαλικών 1,9%. Η στεφανιαία νόσος ήταν 2 φορές συχνότερη στους άνδρες (6,3%) απ’ ότι στις γυναίκες (3,1%).
Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου όπως διαπιστώθηκε είναι τα καρδιαγγειακά τα οποία οφείλονται σε γονιδιακούς (κληρονομικούς) παράγοντες, αλλά και σε τροποποιήσιμους παράγοντες όπως υπέρταση, διαβήτης, χοληστερίνη, κάπνισμα και παχυσαρκία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ποσοστό 45% των ανδρών και 30% των γυναικών ήταν υπέρβαροι και 31% των ανδρών και 34% των γυναικών παχύσαρκοι. Στην ηλικιακή ομάδα 18-29 ετών, 51% των ανδρών και 31% των γυναικών ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Ποσοστό 39% των ανδρών και 33% των γυναικών είχαν υπέρταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι 40% των υπερτασικών ήταν αδιάγνωστοι, 15% είχαν διαγνωσθεί αλλά δεν έπαιρναν θεραπεία, 27% έπαιρναν θεραπεία αλλά ήταν αρρύθμιστοι και μόνο 18% ήταν ρυθμισμένοι υπό θεραπεία. Το 12,5% των ανδρών και το 10% των γυναικών είχαν διαβήτη (11% στο σύνολο). Από τους διαβητικούς, 14% ήταν αδιάγνωστοι, 4% είχαν διαγνωσθεί αλλά δεν έπαιρναν θεραπεία, 41% έπαιρνε θεραπεία αλλά ήταν αρρύθμιστοι και 41% ήταν ρυθμισμένοι υπό θεραπεία. Το 37% των ανδρών και το 34% των γυναικών είχαν αυξημένη χοληστερίνη (35% συνολικά) ενώ πάνω από τα 2/3 ατόμων ηλικίας κάτω από 50 ετών με αυξημένη χοληστερίνη είναι αδιάγνωστοι.
Αναφορικά με το κάπνισμα, το 38% του γενικού ενήλικου πληθυσμού της Ελλάδας είναι ενεργοί καπνιστές και 16% πρώην καπνιστές. Η μέση ηλικία έναρξης καπνίσματος είναι τα 18,9 έτη. Σημαντική διαφορά παρατηρείται μεταξύ των ηλικιακών ομάδων με τους νεότερους να αρχίζουν το κάπνισμα σε μικρότερες ηλικίες. Ενώ, οι άνδρες, τα άτομα ηλικίας μικρότερης των 50 ετών, άτομα μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όσοι καταναλώνουν αλκοόλ και οι άνεργοι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι καπνιστές.
Τέλος, όσον αφορά το μελλοντικό νοσολογικό φορτίο των καρδιαγγειακών, οι ερευνητές, διαπίστωσαν ότι με βάση του ότι η συχνότητα των παραγόντων κινδύνων είναι σταθερή και λαμβάνοντας υπόψη τη γήρανση του πληθυσμού, εκτιμάται αύξηση της συχνότητας της στεφανιαίας νόσου και των εγκεφαλικών επεισοδίων μέχρι το 2030 κατά 18,6% και 15,4% αντίστοιχα, με σημαντικές επιπτώσεις στο σύστημα υγείας.
Ανθή Αγγελοπούλου