Skip to main content

Τα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO: Μια κριτική θεώρηση

SHUTTERSTOCK

Τα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO αποτελούν έναν σχετικά πρόσφατο  μηχανισμό διεθνούς συνεργασίας που αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ως απάντηση στην ανάγκη διατήρησης, προστασίας και αξιοποίησης θέσεων και περιοχών με γεωλογική ιδιαιτερότητα.

Το παρόν κείμενο βασίζεται σε μετάφραση στα ελληνικά τμημάτων του Καταστατικού και των Επιχειρησιακών Κατευθυντήριων Οδηγιών του Διεθνούς Προγράμματος Γεωεπιστημών και Γεωπάρκων (International Geoscience and Geoparks Programme, IGGP), όπως αυτό εγκρίθηκε από τη 38η Γενική Συνδιάσκεψη της UNESCO το 2015. Τα κριτήρια για την ένταξη περιοχών στα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO μεταφράστηκαν και μεταφέρονται στο κείμενο χωρίς περικοπές.

Πριν την ανάπτυξη της φιλοσοφίας των Γεωπάρκων, η διεθνής προστασία της γεωλογικής κληρονομιάς επικεντρωνόταν στην έννοια του “geosite” ( γεώτοπος).  Η έννοια του γεώτοπου αναπτύχθηκε ως θεμέλιο της γεωδιατήρησης: συγκεκριμένες θέσεις με τεκμηριωμένη επιστημονική, εκπαιδευτική, αισθητική ή/και γεωτουριστική αξία, που απογράφονται και αξιολογούνται με τυποποιημένα κριτήρια (π.χ. σπανιότητα, ακεραιότητα, αντιπροσωπευτικότητα) πριν ενταχθούν σε πολιτικές προστασίας (Brilha, 2016). Η προσέγγιση αυτή, που αναπτύχθηκε κυρίως στη δεκαετία του 1990 μέσω πρωτοβουλιών όπως το πρόγραμμα ProGEO (European Association for the Conservation of the Geological Heritage) και διάφορα εθνικά μητρώα γεωτόπων, αντιμετώπιζε τη γεωλογική κληρονομιά με τρόπο ανάλογο με τα μνημεία: ως μεμονωμένα στοιχεία που χρήζουν καταγραφής, αξιολόγησης και νομικής προστασίας. Έκτοτε, η έρευνα γύρω από γεωτόπους, γεωποικιλότητα και γεωτουρισμό συνέβαλε στη μετάβαση από τη μεμονωμένη τοποθεσία στη διαχείριση «τοπίου» και «δικτύου» (Gordon, 2019).

Μέσα σε αυτό το υπόβαθρο αναδείχθηκαν τα  «Γεωπάρκα» ως χωρικές οντότητες που συγκροτούν πολλούς γεώτοπους και άλλα στοιχεία φυσικής/πολιτιστικής κληρονομιάς σε ένα ολιστικό πλαίσιο: προστασία, εκπαίδευση, βιώσιμη τοπική ανάπτυξη. Η δικτύωση ξεκίνησε το 2000 με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Γεωπάρκων και επεκτάθηκε το 2004 στο «Global Geoparks Network (GGN)». Με την υποστήριξη της UNESCO, 17 ευρωπαϊκά μέλη μαζί με οκτώ κινεζικά Γεωπάρκα δημιούργησαν το Παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων (GGN). Το GGN απέκτησε νομική υπόσταση το 2014, και το 2015 θεσμοθετήθηκαν τα «UNESCO Global Geoparks (UGGp)»  ως μέρος του Διεθνούς Προγράμματος Γεωεπιστημών και Γεωπάρκων (IGGP). Η φιλοσοφία τους βασίζεται σε μια προσέγγιση “από τα κάτω προς τα πάνω”, με πρωτοβουλία και ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων, ενώ η εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα αποτελεί τον πυρήνα της δράσης τους, προωθώντας την ευαισθητοποίηση σχετικά με την ιστορία του πλανήτη και τους δεσμούς μεταξύ της γεωλογικής κληρονομιάς και όλων των άλλων πτυχών της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ωστόσο, στα σημερινά επίσημα κείμενα της UNESCO σχετικά με τις  αιτήσεις/αξιολογήσεις, διαπιστώνεται μια εμφανής και επιτηδευμένη «μετατόπιση ορολογίας»: αντί του σαφούς και ορισμένου «geosite/γεώτοπος», χρησιμοποιείται ο γενικότερος όρος «sites and landscapes of international geological significance» («θέσεις και τοπία διεθνούς γεωλογικής σημασίας») (UNESCO, 2025 [1]). Ακόμη πιο ρητά, στις «Κατευθυντήριες οδηγίες για την αξιολόγηση της διεθνούς σημασίας της γεωλογικής κληρονομιάς στις αιτήσεις για τα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO» («Guidelines for the assessment of the international significance of geological heritage in UNESCO Global Geopark Applications») σημειώνεται: «Σημειώστε ότι ο όρος geosite δεν χρησιμοποιείται στις παρούσες οδηγίες» — διευκρινίζοντας ότι προτιμάται ο γενικός όρος «geological site» (For the purpose of this evaluation please use only sites with geological interest, named geological sites) για θέσεις γεωλογικού ενδιαφέροντος [2].

Παρόλα αυτά, η έννοια του  γεώτοπου δεν εγκαταλείφθηκε. Το έργο IGCP 731 αποτελεί μια νέα προσπάθεια καταγραφής γεωλογικών θέσεων (γεωτόπων) διεθνούς σημασίας. Η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 από την Ομάδα Εργασίας Global Geosites της IUGS με την υποστήριξη των ProGEO, IUCN και UNESCO, αλλά παρά την εφαρμογή της σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, δεν κατάφερε να αποκτήσει την αναμενόμενη παγκόσμια αποδοχή. Το νέο έργο, που εκτελείται από το 2021 έως το 2024 υπό τον συντονισμό του Asier Hilario Orús και της Διεθνούς Επιτροπής Γεωκληρονομιάς της IUGS, στοχεύει στη δημιουργία ενός παγκόσμιου καταλόγου γεωλογικής κληρονομιάς με νέα μεθοδολογία και κριτήρια. Στην προσπάθεια συμμετέχουν γεωλογικές υπηρεσίες, ερευνητικά ιδρύματα και γεωπάρκα από όλο τον κόσμο, με τα UNESCO Global Geoparks να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Το 2021 καθορίστηκαν τα βασικά πρότυπα επιλογής με τη συμμετοχή πάνω από 40 επιστημόνων από περισσότερες από 20 χώρες και 12 Γεωπάρκων, ενώ το 2022, κατά τον εορτασμό της 60ής επετείου της IUGS στο Γεωπάρκο Basque Coast της Ισπανίας, ανακοινώθηκαν οι «Πρώτες 100 θέσεις γεωλογικής κληρονομιάς (γεώτοποι) από το διεθνές πρόγραμμα IUGS Geological Heritage Sites (Εικόνα 1) [3].

Εικόνα 1. Ανακήρυξη των πρώτων 100 θέσεων Γεωλογικής Κληρονομιάς (γεωτόπων) από το διεθνές πρόγραμμα IUGS Geological Heritage Sites το 2022.

Παρά την εγκατάλειψη της έννοιας του geosite (γεώτοπου) ως κεντρικού εργαλείου πολιτικής, η καταγραφή και αξιολόγηση μεμονωμένων γεωλογικών θέσεων παραμένει σημαντική αφού οι Επιχειρησιακές Κατευθυντήριες Οδηγίες της UNESCO αναφέρουν ότι “τα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO είναι ενιαίες, ενοποιημένες γεωγραφικές περιοχές, όπου τοποθεσίες και τοπία διεθνούς γεωλογικής σημασίας διαχειρίζονται με μια ολιστική αντίληψη” (UNESCO Global Geoparks are single, unified geographical areas where sites and landscapes of international geological significance are managed with a holistic concept), υποδηλώνοντας ότι οι geosites (οι γεώτοποι) παραμένουν οι θεμελιώδεις δομικές μονάδες των Γεωπάρκων, έστω και χωρίς την πλέον αυτόνομη θεσμική τους υπόσταση (Brilha, 2018).

Η μετάβαση από τη μεμονωμένη προστασία γεωτόπων στην ολιστική διαχείριση Γεωπάρκων διαμορφώνει και τα κριτήρια ένταξης περιοχών στο δίκτυο των Παγκόσμιων Γεωπάρκων της UNESCO. Ενώ η UNESCO υιοθετεί πλέον τη γενικότερη διατύπωση «θέσεις και τοπία διεθνούς γεωλογικής σημασίας», η επιστημονική αξιολόγηση μεμονωμένων γεωλογικών θέσεων παραμένει κεντρική—όπως αποδεικνύει και το πρόγραμμα IUGS Geological Heritage Sites που ανακήρυξε τις πρώτες 100 θέσεις γεωλογικής κληρονομιάς το 2022 με διεθνή συμμετοχή άνω των 700 επιστημόνων. Τα κριτήρια ένταξης που ακολουθούν βασίζονται τόσο στην παγκόσμια αναγνωρισιμότητα της γεωλογικής κληρονομιάς, όσο και στην ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων στην προστασία και αξιοποίησή της.

Μια κριτική θεώρηση: Η Μεταβίβαση της Ευθύνης Προστασίας

Στα κριτήρια για την ένταξη περιοχών στα Παγκόσμια Γεωπάρκα [4] και στις λειτουργικές κατευθυντήριες οδηγίες για τα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO [5] εντοπίζεται μια θεμελιώδης αντίφαση που αφορά την ουσία της διεθνούς προστασίας της γεωλογικής κληρονομιάς. Αφενός, το κριτήριο (vii) επιβάλλει ρητά την προϋπάρχουσα νομική προστασία των καθοριστικών γεωλογικών τοποθεσιών ως απαραίτητο προαπαιτούμενο για την υποψηφιότητα. Αφετέρου, η ίδια η UNESCO, αμέσως μετά την έγκριση, ζητά από τους φορείς διαχείρισης να υπογράψουν νομική αποποίηση που την απαλλάσσει πλήρως από κάθε νομική ή οικονομική ευθύνη.

Αυτή η αποποίηση ευθύνης ενισχύεται περαιτέρω από τον χαρακτηρισμό των αξιολογητών. Όπως σαφώς αναφέρεται στην ενότητα 4.3, οι αξιολογητές δεν απολαύουν του καθεστώτος των “εμπειρογνωμόνων σε αποστολή” σύμφωνα με τη Σύμβαση (ΟΗΕ, άρθρα 1-5) του 1946 (Evaluators will not have the status of “experts on mission” pursuant to the Convention on the Privileges and Immunities of the United Nations of 1946). Αυτό σημαίνει ότι ενεργούν ως ιδιώτες εμπειρογνώμονες χωρίς την επίσημη εντολή, επιστασία, την προστασία, τα προνόμια αλλά και τις υποχρεώσεις έναντι του διεθνούς οργανισμού, υπογραμμίζοντας την απόσταση που θέλει να διατηρήσει η UNESCO από τις πραγματικές συνθήκες μιας αξιολόγησης.

Επιπλέον, στην ενότητα 7 (Secretariat) αναφέρεται ότι “η Γραμματεία της UNESCO θα συνεργάζεται με μεμονωμένα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO για να διευκολύνει δραστηριότητες προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης και της διεθνούς συνεργασίας” (The UNESCO Secretariat shall liaise with individual UNESCO Global Geoparks to facilitate activities towards sustainable development and international cooperation). Η διατύπωση είναι αποκαλυπτική: η UNESCO “διευκολύνει” αλλά δεν “εγγυάται”, “συνεργάζεται” αλλά δεν “προστατεύει”, “συντονίζει” αλλά δεν “επιβάλλει”. Ο ρόλος της περιορίζεται σε έναν καθαρά διοικητικό και συμβουλευτικό χαρακτήρα, χωρίς καμία δεσμευτική υποχρέωση.

Η χρηματοδοτική δομή του προγράμματος, όπως περιγράφεται στην ενότητα 6 (Financing), ενισχύει περαιτέρω αυτή την εικόνα. Αναφέρεται ρητά ότι “τα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO θα χρηματοδοτούνται κυρίως από εξωδημοσιονομικές  πηγές (εκτός προϋπολογισμού) χωρίς πρόσθετο οικονομικό κόστος για την UNESCO” (UNESCO’s Global Geoparks will be financed primarily from extrabudgetary sources with no additional financial costs to UNESCO). Μάλιστα, το Δίκτυο Παγκόσμιων Γεωπάρκων (GGN) καταβάλλει στην UNESCO τουλάχιστον 1.000 δολάρια ετησίως ανά Γεωπάρκο, ενώ όλα τα κόστη αξιολόγησης και επαναπιστοποίησης βαρύνουν τους ίδιους τους φορείς διαχείρισης. Η UNESCO, ουσιαστικά, λαμβάνει χρήματα από τα Γεωπάρκα για να τους παρέχει έναν επιπρόσθετο τίτλο, χωρίς να αναλαμβάνει καμία οικονομική υποχρέωση για την προστασία του. Το πόσο αποτελεσματικό είναι αυτό το μέτρο φαίνεται από την ανισοκατανομή των Γεωπάρκων (Εικόνα 2).

Εικόνα 2. Τα Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO [6]

Αυτό το μοντέλο όμως, με όλες αυτές τις γενικόλογες διαδικασίες, δημιουργεί ένα σύστημα όπου ο διεθνής χαρακτηρισμός λειτουργεί περισσότερο ως εμπορικό σήμα (brand) παρά ως μηχανισμός πραγματικής διεθνούς προστασίας. Η UNESCO χρησιμοποιεί το διεθνές της κύρος για να απονείμει έναν χαρακτηρισμό που προϋποθέτει υψηλά πρότυπα προστασίας, αλλά ταυτόχρονα αποποιείται συστηματικά κάθε ευθύνη για τη διασφάλιση της τήρησής τους. Το βάρος μετατίθεται αποκλειστικά στα εθνικά και τοπικά νομικά πλαίσια, τα οποία μπορεί να διαφέρουν δραματικά ως προς την αποτελεσματικότητά τους, ιδίως σε χώρες όπου οι πιέσεις για οικονομική ανάπτυξη μπορεί να υπερισχύσουν των στόχων προστασίας.

Η μόνη εγγύηση συνεχούς ποιότητας είναι η διαδικασία επαναπιστοποίησης κάθε τέσσερα έτη, η οποία όμως δεν συνοδεύεται από νομική δέσμευση της UNESCO να επέμβει σε περιπτώσεις παραβίασης των κριτηρίων. Το σύστημα των “καρτών” (πράσινη, κίτρινη, κόκκινη) αποτελεί έναν μηχανισμό αξιολόγησης, όχι όμως προστασίας. Η χειρότερη συνέπεια για ένα Γεωπάρκο που αποτυγχάνει να πληροί τα κριτήρια είναι η απώλεια του τίτλου και όχι η επέμβαση της UNESCO για τη διάσωση της γεωλογικής κληρονομιάς που κινδυνεύει.

Αδυναμία

Συμπερασματικά, το πλαίσιο των Παγκόσμιων Γεωπάρκων της UNESCO αποκαλύπτει μια ουσιώδη αδυναμία των σύγχρονων μηχανισμών διεθνούς προστασίας: την τάση να απονέμονται τιμητικοί τίτλοι χωρίς αντίστοιχες δεσμεύσεις, να δημιουργούνται προσδοκίες προστασίας χωρίς πραγματικά μέσα επιβολής, και να μεταβιβάζεται η ευθύνη στα κράτη-μέλη ενώ το διεθνές κύρος παραμένει στον οργανισμό που απονέμει τον χαρακτηρισμό. Αυτή η ασυμμετρία μεταξύ συμβολικής αξίας και πραγματικής προστασίας αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού και θέτει σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσον ο χαρακτηρισμός ως Παγκόσμιο Γεωπάρκο της UNESCO συνιστά πραγματική εγγύηση μακροπρόθεσμης προστασίας ή απλώς μια διεθνή αναγνώριση με περιορισμένη ουσιαστική υποστήριξη.

Ιδιαίτερα προβληματική είναι η κατάσταση Γεωπάρκων σε χώρες όπου η εθνική νομοθεσία είναι αδύναμη ή και ανύπαρκτη, ή όπου υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ προστασίας και οικονομικής εκμετάλλευσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο τίτλος της UNESCO μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και ως εργαλείο προώθησης τουρισμού χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση των μέτρων προστασίας, αφού η UNESCO δεν διατηρεί καμία νομική ή οικονομική ευθύνη για το τι συμβαίνει εντός του εδάφους του Γεωπάρκου. Η επαναπιστοποίηση κάθε τέσσερα έτη, αν και χρήσιμη, μπορεί να αποκαλύψει προβλήματα μόνο εκ των υστέρων, όταν η ζημιά στη γεωλογική κληρονομιά μπορεί να έχει ήδη γίνει και να είναι μη αναστρέψιμη.

Επιπρόσθετα, η ίδια η δομή της διαδικασίας επαναπιστοποίησης, όπως περιγράφεται στην ενότητα 5.6 (Revalidation process), αποκαλύπτει περαιτέρω την έλλειψη πραγματικής δέσμευσης της UNESCO. Αναφέρεται ότι “όλα τα κόστη που σχετίζονται με αυτή την αποστολή θα καλύπτονται από το Παγκόσμιο Γεωπάρκο της UNESCO που υπόκειται στην επαναπιστοποίηση” (All costs associated with this mission will be paid for by the UNESCO Global Geopark that is subject to the revalidation). Ακόμη και στη διαδικασία ελέγχου της συμμόρφωσης, η UNESCO δεν αναλαμβάνει οικονομικό κόστος. Τα Γεωπάρκα πληρώνουν για να ελεγχθούν, δημιουργώντας ένα μοντέλο όπου η UNESCO εισπράττει εισοδήματα χωρίς να επενδύει στην πραγματική προστασία.

Τέλος, στις Επιχειρησιακές Κατευθυντήριες Οδηγίες (ενότητα 4.4, National Geopark Committees) αναφέρεται ότι η δημιουργία Εθνικών Επιτροπών Γεωπάρκων είναι “συνιστώμενη” και “μόνο εάν το κράτος-μέλος το επιθυμεί” (recommended… and only if the Member State wishes to do so). Ακόμη και η δημιουργία εθνικών δομών για την υποστήριξη των Γεωπάρκων είναι προαιρετική, αφήνοντας περιθώρια για ελλιπή εθνική υποστήριξη σε χώρες που δεν διαθέτουν τους πόρους ή την πολιτική βούληση για αποτελεσματική προστασία. Αυτά βέβαια έχουν ως αποτέλεσμα μια δραματική ανισοκατανομή των Γεωπάρκων σε παγκόσμια κλίμακα (Εικόνα 2).

Όλα τα ανωτέρω συνθέτουν μια εικόνα όπου ο χαρακτηρισμός ως «Παγκόσμιο Γεωπάρκο της UNESCO» αποτελεί κυρίως ένα διεθνές διακριτικό με σημαντική συμβολική αξία, αλλά με περιορισμένες εγγυήσεις ουσιαστικής προστασίας. Η UNESCO, ως διεθνής οργανισμός, επιλέγει να διατηρεί έναν ρόλο συντονιστή και αξιολογητή, απαλλασσόμενη από νομικές και οικονομικές ευθύνες, ενώ παράλληλα επωφελείται από το κύρος που παρέχει ο χαρακτηρισμός χωρίς να αναλαμβάνει το αντίστοιχο βάρος της πραγματικής προστασίας. Αυτή η προσέγγιση, αν και πρακτική από οικονομική και διοικητική άποψη, εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα και την ακεραιότητα του μηχανισμού διεθνούς προστασίας της γεωλογικής κληρονομιάς.

Στην χώρα μας  η κατάσταση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αποκαλύπτει μια χαρακτηριστική ασυμμετρία. Η Ελλάδα διαθέτει από τη δεκαετία του 1830 – με τον πρώτο νόμο “Περί Αρχαιοτήτων” (ΦΕΚ 10/1834) και την περαιτέρω ενίσχυση με το Ν.Δ. 5351/1932 “Περί Αρχαιοτήτων” – ένα από τα αρχαιότερα και ισχυρότερα νομικά πλαίσια προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς στην Ευρώπη. Αντίθετα, για τη γεωλογική κληρονομιά δεν υπάρχει αντίστοιχο ειδικό και ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας. Αυτή η κατάσταση καθιστά ιδιαίτερα προβληματική την υποψηφιότητα ελληνικών περιοχών για χαρακτηρισμό ως Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO, καθώς το κριτήριο (vii) απαιτεί ρητά την προϋπάρχουσα νομική προστασία των καθοριστικών γεωλογικών τοποθεσιών. Χωρίς ισχυρό εθνικό νομικό πλαίσιο, ο τίτλος της UNESCO γίνεται ακόμη πιο συμβολικός και ευάλωτος, αφού η προστασία εξαρτάται από γενικούς περιβαλλοντικούς νόμους ή διοικητικές πράξεις που μπορεί να τροποποιηθούν κατά το δοκούν και δεν παρέχουν την ίδια ασφάλεια με έναν εξειδικευμένο νόμο για τη γεωλογική κληρονομιά. Η ελληνική περίπτωση αναδεικνύει έτσι ένα ευρύτερο πρόβλημα: όταν ο διεθνής οργανισμός αποποιείται την ευθύνη προστασίας και η εθνική νομοθεσία είναι ελλιπής ή ανύπαρκτη, ο χαρακτηρισμός ως «Παγκόσμιο Γεωπάρκο» κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα απλό εργαλείο τουριστικής προβολής χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις μακροπρόθεσμης διατήρησης της γεωλογικής κληρονομιάς, που επικαλείται (?) ότι προστατεύει.

Αναφορές:

Brilha, J. (2016). Inventory and Quantitative Assessment of Geosites and Geodiversity Sites: a Review. Geoheritage, 8(2), 119-134. – (https://www.researchgate.net/publication/270876577_Inventory_and_Quantitative_Assessment_of_Geosites_and_Geodiversity_Sites_a_Review )

Gordon, J.E. (2019). Geoconservation principles and protected area management. International Journal of Geoheritage and Parks, Volume 7, Issue 4, December 2019, Pages 199-210. (https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S2577444120300034 )

[1] UNESCO Global Geoparks – https://www.unesco.org/en/iggp/geoparks/about

[2] Guidelines for the assessment of the international significance of geological heritage in UNESCO Global Geopark applications – https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000386952

[3]https://www.iugs.org/_files/ugd/f1fc07_af0231893ea04e61986d7aaf92cc085a.pdf?index=true

[4] Statutes of the International Geoscience and Geoparks Programme – https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000260675

[5] Operational guidelines for UNESCO Global Geoparks – https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000391354

[6] The UNESCO Global Geoparks, 2025-2026 – https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000395152

*Καθηγητής και τέως Κοσμήτωρ της Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης