Πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια, η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας προκάλεσε την τήξη μεγάλων κομματιών από το παγοκάλυμμα της Ανταρκτικής, ανεβάζοντας τη στάθμη της θάλασσας κατά περίπου 20 μέτρα σε σχέση με σήμερα. Αυτό υποστηρίζουν ερευνητές από το Imperial College του Λονδίνου, οι οποίοι μελέτησαν δείγματα λάσπης από το ανατολικό τμήμα της ηπείρου.
Μελετώντας τη χημική σύνθεση των ιζημάτων, τα οποία συλλέχθηκαν από τον πυθμένα του ωκεανού, κοντά στην ανατολική Ανταρκτική, οι επιστήμονες εντόπισαν ίχνη ενός συγκεκριμένου πετρώματος που, όπως λένε «απαντάται σε μεγάλες ποσότητες μόνο εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο μέσα από εκεί που βρίσκεται το άκρο του σημερινού παγοκαλύμματος». Με αυτό ως δεδομένο, κάνουν λόγο για αλλεπάλληλα επεισόδια τήξης, πριν από 5 εκ. έως 3 εκ. χρόνια, κατά τη διάρκεια της Πλειοκαίνου Εποχής.
Οι επιστήμονες γνώριζαν ήδη ότι η στάθμη της θάλασσας κατά την Πλειόκαινο ήταν υψηλότερη σε σχέση με σήμερα. Τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα ήταν περίπου τα ίδια με τα σημερινά, που κυμαίνονται στα 400 μέρη ανά εκατομμύριο. «Γενικά, το κλίμα ήταν θερμότερο σε σχέση με σήμερα, αλλά παρόμοιο με αυτό που περιμένουμε να φθάσουμε έως τα τέλη αυτού του αιώνα», δήλωσε στο NBC News η Κάρις Κουκ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Την ίδια περίοδο, κατά την Κουκ, τα παγοκαλύμματα της δυτικής Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας είχαν λιώσει σχεδόν πλήρως, όμως οι επιστήμονες δεν είχαν μέχρι σήμερα σαφή εικόνα για την ανατολική Ανταρκτική, παρότι υποπτεύονταν ότι είχε συμβάλει στην άνοδο της στάθμης των υδάτων της θάλασσας.
Η ερευνητική ομάδα του Imperial, που δημοσιεύει τα αποτελέσματα της μελέτης της στην επιθεώρηση Nature Geoscience, εξηγεί ότι η κατανόηση της τήξης κατά την Πλειόκαινο ενδέχεται να βοηθήσει τους επιστήμονες στις προβλέψεις τους για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας μέσα στις επόμενες δεκαετίες, με την αύξηση των ατμοσφαιρικών συγκεντρώσεων CO2 και την άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας.
Επιπλέον, όπως αναφέρουν ερευνητές που δεν συμμετείχαν στη μελέτη, ενισχύει τη θεωρία ότι το παγοκάλυμμα της Ανταρκτικής δεν είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό, ένας παράγοντας που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη στις μελλοντικές εκτιμήσεις.