Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δέχθηκε την Τρίτη να εξετάσει στις αρχές του Νοεμβρίου τη νομιμότητα των τελωνειακών δασμών που επέβαλε σε σχεδόν όλους τους εμπορικούς εταίρους της χώρας ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Στο μεταξύ και όσο το δικαστήριο εκδικάζει την υπόθεση, οι δασμοί θα παραμείνουν σε ισχύ.
Η υπόθεση θέτει ένα σημαντικό στοιχείο της αμερικανικής οικονομίας στο προσκήνιο του δικαστηρίου. Και εγείρει ένα θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με την εξουσία του προέδρου των ΗΠΑ να επιβάλλει έκτακτους δασμούς χωρίς την ρητή έγκριση του Κογκρέσου.
Κανονικά, η απόφαση αναμένεται μέχρι τα τέλη Ιουνίου. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαστήριο δήλωσε ότι θα επισπεύσει την διαδικασία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από την Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των ΗΠΑ δείχνουν ότι οι εισπράξεις δασμών για το οικονομικό έτος 2025 ανήλθαν σε περίπου 475 δισ. δολάρια στις 24 Αυγούστου. Από αυτό το σύνολό τους, τα 210 δισ. δολάρια προέρχονται από τους αμφισβητούμενους δασμούς.
Τι έχει προηγηθεί
Ομοσπονδιακό εφετείο της Ουάσιγκτον αποφάνθηκε στα τέλη του Αυγούστου ότι μεγάλο μέρος των «ανταποδοτικών» τελωνειακών δασμών που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ αφότου άρχισε τη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο επιβλήθηκε παράνομα, ωστόσο διατήρησε σε ισχύ τα μέτρα αυτά ωσότου μπορέσει να αποφανθεί ο κορυφαίος θεσμός της αμερικανικής δικαιοσύνης.
Κατόπιν προσφυγής της κυβέρνησης του Τραμπ, το Ανώτατο Δικαστήριο δέχτηκε να εξετάσει κατεπειγόντως το ζήτημα και προγραμμάτισε ακροαματική διαδικασία γι’ αυτό «την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου», ανακοίνωσε χθες.
Η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρηματολόγησε στο Ανώτατο Δικαστήριο ότι η ακύρωση των δασμών θα έβλαπτε τις διαπραγματεύσεις που διεξάγει για εμπορικά ζητήματα με διάφορα άλλα κράτη. Ανησυχεί για το ενδεχόμενο να χάσει έτσι καίριας σημασίας μοχλό πίεσης. Ο φόβος των απαγορευτικών δασμών στην ουσία ανάγκασε πολλούς εταίρους της Ουάσιγκτον, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να απόσχουν από τη λήψη μέτρα ανταπόδοσης και να κάνουν προσπάθειες για να ανοίξουν περαιτέρω τις αγορές τους σε αμερικανικά προϊόντα.
Αφότου ανέκτησε την εξουσία τον Ιανουάριο, ο Ντόναλντ Τραμπ έθεσε σε εφαρμογή, κατά κύματα, επιπρόσθετους δασμούς στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Κυμαίνονται από το 10% ως το 50%, κατά περίπτωση και χώρα.
Είναι αυτοί οι «ανταποδοτικοί» δασμοί, διαφορετικοί από εκείνους σε συγκεκριμένους τομείς (αυτοκίνητα, χάλυβας, αλουμίνιο, χαλκός) που βρίσκονται σε επίκεντρο της δικαστικής μάχης.
Το εφετείο επισήμανε πως νόμος περί οικονομικής έκτακτης ανάγκης δεν δίνει στον πρόεδρο «την εξουσία να προχωρά στη επιβολή τελωνειακών δασμών και άλλων φόρων», καθώς αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο του Κογκρέσου.
Το ζήτημα εξετάστηκε αρχικά από εξειδικευμένο δικαστικό θεσμό, το ομοσπονδιακό δικαστήριο για το διεθνές εμπόριο (ITC), το οποίο αποφάνθηκε πως κανένας αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να επικαλείται τον νόμο περί έκτακτης οικονομικής ανάγκης (IEEPA) του 1977 προκειμένου να δικαιολογήσει την επιβολή «απεριόριστων επιπρόσθετων δασμών σε αγαθά από σχεδόν όλες τις χώρες».
Ο νόμος IEEPA επιτρέπει στον εκάστοτε πρόεδρο να αποφασίζει «απαραίτητα οικονομικά μέτρα» ή να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις για «την αντιμετώπιση ‘εξαιρετικής και ασυνήθιστης’ απειλής», εξηγούσε το δικαστήριο τον Μάιο.