Αντισυστημικοί, με ιστορικό απωλειών και κερδών δισεκατομμυρίων, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μασαγιόσι Σον ίσως ήταν μοιραίο να ταυτιστούν.
Τους τελευταίους μήνες, όμως, η σχέση τους έχει εμβαθύνει, δημιουργώντας έναν ανεπίσημο δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, όπως εξηγούν οι Financial Times.
SoftBank, OpenAI και Intel
Η SoftBank αναδεικνύεται σε κομβικό ξένο επενδυτή στις ΗΠΑ. Ο ιαπωνικός όμιλος αυξάνει το μερίδιό του στην OpenAI, έχει επενδύσει 2 δισ. δολάρια στην Intel και εξετάζει την εξαγορά του δυσλειτουργικού τμήματος foundry της αμερικανικής εταιρείας.
Η απόφαση της Ουάσιγκτον να αποκτήσει το 10% της Intel συνδέει ακόμα περισσότερο τους δύο εταίρους, ενώ σχέδιο της SoftBank για τεράστιο κέντρο ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης στην Αριζόνα υπόσχεται να δώσει νέα διάσταση στη συνεργασία.
Ο «go-to guy» του Τραμπ
Σύμφωνα με αναλυτές, ο Σον έχει γίνει «ο άνθρωπος για την Ιαπωνία» στην Ουάσιγκτον του Τραμπ.
Από τις πρώτες επισκέψεις του στον Λευκό Οίκο, μέχρι τα γκολφ και τις μεγαλόστομες υποσχέσεις για θέσεις εργασίας, ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας κατάφερε να μιλήσει τη γλώσσα του πρώην μεγαλομεσίτη ακινήτων: μεγάλες συμφωνίες, επενδυτικές εξαγγελίες και οφέλη για την αμερικανική οικονομία.
Το 2016 δεσμεύθηκε για 50 δισ. επενδύσεις. Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, με την επανεκλογή Τραμπ, υποσχέθηκε 100 δισ. επιπλέον.
Και μόλις τον Ιανουάριο, δίπλα στον Σαμ Άλτμαν της OpenAI και τον Λάρι Έλισον της Oracle, εξήγγειλε το «Stargate» – ένα project 500 δισ. δολαρίων για data centers AI.
Ρίσκο και ανταμοιβές
Η στρατηγική του Σον βασίζεται στην εγγύτητα με την εξουσία: ξέρει ότι μόνο έτσι μπορεί να υλοποιήσει το όραμά του για την «επόμενη φάση της ανθρωπότητας μέσω της τεχνητής νοημοσύνης».
Μέχρι στιγμής, οι επενδύσεις του δεν έχουν συμπεριλάβει «ευαίσθητα» assets με έντονο πολιτικό αποτύπωμα, όπως χαλυβουργίες.
Ωστόσο, αν κινηθεί προς τέτοιες κατευθύνσεις, η υπόσχεση δημιουργίας χιλιάδων θέσεων εργασίας θα είναι το καλύτερο «διαβατήριο» σε οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση.
Η SoftBank έχει ήδη ζήσει την απόρριψη της συμφωνίας πώλησης της Arm στη Nvidia από την κυβέρνηση Μπάιντεν το 2021. Έκτοτε, η μετοχή της έχει εκτοξευθεί κατά 60%, τροφοδοτούμενη από την επιτυχία της Arm και την έκθεση σε OpenAI.
Παρ’ όλα αυτά, ο όμιλος συνεχίζει να διαπραγματεύεται με «έκπτωση» 40% σε σχέση με την καθαρή αξία των περιουσιακών του στοιχείων, καθώς η αγορά δυσπιστεί για το αν θα καταφέρει να χρηματοδοτήσει σχέδια-μαμούθ όπως το Stargate.
Η στροφή από την Κίνα στις ΗΠΑ
Παρά τους δεσμούς με την Κίνα –με κορυφαίο παράδειγμα τη συμμετοχή στη ByteDance– η SoftBank φαίνεται να έχει αποφασίσει πως το μέλλον της βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού. «Η επιλογή έγινε: ΗΠΑ και όχι Κίνα», σημειώνουν αναλυτές.
Η προσωπική διαδρομή του Σον, που αποφοίτησε από αμερικανικό λύκειο και σπούδασε στο Μπέρκλεϊ, τον τοποθετεί «με το ένα πόδι» στη Σίλικον Βάλεϊ και το άλλο στην Ιαπωνία. Ήταν αυτή η διττή ταυτότητα που του επέτρεψε να φέρει το iPhone στην Ιαπωνία το 2008, αποκτώντας αποφασιστικό προβάδισμα στην κινητή τηλεφωνία.
Η πρώτη μεγάλη εξαγορά στις ΗΠΑ έγινε το 2013 με την αγορά της Sprint έναντι 22 δισ. δολαρίων. Παρά τις αντιρρήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας, το deal πέρασε μετά την απομάκρυνση εξοπλισμού της Huawei. Το 2020, η συγχώνευση Sprint–T-Mobile εγκρίθηκε, με πολλούς να αποδίδουν την επιτυχία και στην εγγύτητα του Σον στον Τραμπ.
Διπλωματικοί πονοκέφαλοι
Η αυξανόμενη επιρροή του Σον δεν προκαλεί μόνο χειροκροτήματα. Ιάπωνες διπλωμάτες ανησυχούν ότι οι σχέσεις Ουάσιγκτον–Τόκιο «στενεύουν» υπερβολικά γύρω από ένα πρόσωπο.
«Όσο δεν υπάρχει θεσμικό κανάλι, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ανατραπεί η ισορροπία σε μια νύχτα», σχολιάζουν. Από την άλλη, στην εποχή που οι κανονικές γραμμές επικοινωνίας με τον Λευκό Οίκο έχουν αλλοιωθεί, η Ιαπωνία αναγνωρίζει πως τα οφέλη υπερτερούν – τουλάχιστον όσο το κλίμα μένει θετικό.