Πριν από την ιστορική σύνοδο κορυφής της Αλάσκας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Αμερικανός πρόεδρος είχε απειλήσει με «πολύ σοβαρές συνέπειες» τον Ρώσο ομόλογό του εάν δεν καταλήξει σε μια συμφωνία που θα φέρει ειρήνη στην Ουκρανία.
Η απειλή του Τραμπ αφορούσε την επιβολή δασμών στις χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, όπως έχει ήδη κάνει με την Ινδία. Από την άλλη, η επίτευξη συμφωνίας, θα μπορούσε να φέρει άρση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη ρωσικές εξαγωγές, που με την σειρά της θα μπορούσε να σημαίνει «απελευθέρωση» του ρωσικού πετρελαίου στην αγορά.
Οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν όταν η Ρωσία, που είναι σημαντικός παραγωγός πετρελαίου, εισέβαλε στην Ουκρανία πριν από τρεισήμισι χρόνια, και, όπως είναι λογικό, οι traders είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην συνάντηση της Αλάσκας για να «ζυγίσουν» τις δυνάμεις που θα καθορίσουν το κλίμα.
Η ειρηνευτική συμφωνία εκτιμάται ότι θα μείωνε τις παγκόσμιες τιμές του αργού κατά περίπου 5 δολάρια ανά βαρέλι, σύμφωνα με την Μπρίτζετ Πέιν, επικεφαλής ενεργειακών προβλέψεων στην Oxford Economics. Ωστόσο, η ίδια έθετε στο 30% την πιθανότητα για συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στο άμεσο μέλλον. Και είχε δίκιο.
Οι πιο ψύχραιμες φωνές γνώριζαν πως στην καλύτερη η Αλάσκα απλώς θα εκκινούσε μια μακρά πορεία προς την διευθέτηση του πολέμου. Μπορεί ο ίδιος ο Τραμπ να βαθμολόγησε με άριστα την συνάντηση, ωστόσο, από την Αλάσκα δεν ακούσαμε καν να τίθεται το θέμα της εκεχειρίας, την οποία, όπως φέρεται να παραδέχθει ο Αμερικανός πρόεδρος, δεν επιθυμεί ο Πούτιν, ο οποίος προτιμάει μια συνολική διευθέτηση του πολέμου.
Αντ’ αυτού έτσι μάθαμε ότι δεν επετεύχθη συμφωνία, αν και σημειώθηκε πρόοδος. Γενικότερα επικρατεί η αίσθηση της αοριστίας στις δηλώσεις των δύο πλευρών και μένει να δούμε στην πορεία αν θα αποσαφηνιστούν κάποια πράγματα.
Μάθαμε όμως ένα πράγμα, ότι για την ώρα ο Αμερικανός πρόεδρος δεν θα προχωρήσει στην υλοποίηση της απειλής του να επιβάλει κυρώσεις στις χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο. Αυτή η δήλωση μας βγάζει, για την ώρα, από μία κατάσταση που θα μπορούσε να προκαλέσει άνοδο των τιμών.
Σημαντική ενεργειακή δύναμη η Ρωσία
Αυτό που κατέστησε σαφές ο ενθουσιασμός που επικράτησε στην αγορά πριν από τη συνάντηση ήταν ότι η Ρωσία -ακόμα και υπό διεθνείς παραμένει σημαντική δύναμη στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Η συνάντηση Τραμπ και Πούτιν «λανσαρίστηκε ως μια αναμέτρηση με υψηλά διακυβεύματα», σύμφωνα με τον Στίβεν Ίνες, διευθύνοντα σύμβουλο της SPI Asset Management. Θεωρητικά, θα μπορούσε να είχε επανασχεδιάσει τον χάρτη των κυρώσεων προς όφελος της Ρωσίας, σημείωσε.
Ο Τραμπ θα μπορούσε επίσης να είχε ωφεληθεί καθώς είχε δεσμευθεί στους ψηφοφόρους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ότι θα αντιμετώπιζε τον πληθωρισμό και θα διατηρούσε χαμηλά τις τιμές της ενέργειας.
Οι ΗΠΑ παράγουν περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνουν, επομένως, ενώ μπορεί να μην χρειάζονται άμεσα ρωσικό πετρέλαιο, αν πέσει περισσότερο πετρέλαιο από τη Ρωσία στην παγκόσμια αγορά, αυτό θα συμβάλει στην πτώση των τιμών.
Στην πραγματικότητα, η Μόσχα δεν κινδύνευσε ποτέ να στερηθεί της αξίας της στον ΟΠΕΚ+, παρόλο που η συνάντηση Τραμπ και Πούτιν δεν έδωσε ούτε ένα στοιχείο σχετικά με το πότε θα μπορούσαν να αρθούν οι κυρώσεις στις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου της Μόσχας, σχολιάζει το Market Watch.
Οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου έχουν μειωθεί σε μέτριο βαθμό από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, σύμφωνα με την Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ. Για του λόγου το αληθές, διαμορφώθηκαν στα 4,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους – από 4,8 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2024 – με μεγάλο μέρος της μείωσης, που οφείλεται στην Ευρώπη, να αντισταθμίζεται από τις ενισχυμένες εξαγωγές προς την Ασία.
Σύμφωνα με τον Ίνες, οι πιθανότητες να δούμε ουσιαστική αλλαγή στην παγκόσμια προσφορά πετρελαίου μετά τη σύνοδο κορυφής είναι «ελάχιστες». Ωστόσο, διακυβεύονται πολλά όσον αφορά τις «ροές ενέργειας στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον», κατά τον Ντέντον Τσινκουεγκράνα, αναλυτή στην Oil Price Information Service.
«Τίποτα δεν αλλάζει» χωρίς ειρήνη
Μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλαν μέτρα, συμπεριλαμβανομένων απαγορεύσεων εξαγωγής, σε πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου από τη Ρωσία, γεγονός που οδήγησε τη χώρα να αυξήσει τις συναλλαγές της με την Ασία.
Η Ευρώπη όμως παραμένει η κύρια αγορά φυσικού αερίου της Ρωσίας από το 2024.
Αν δεν υπάρξει λύση στον πόλεμο στην Ουκρανία, «τίποτα δεν αλλάζει», δήλωσε ο Τσινκουεγκράνα, αν και οι τιμές του πετρελαίου ενδέχεται να «κυμανθούν» λίγο υψηλότερα μετά τη συνάντηση.
Επιπλοκές
Ακόμα και στο πιο αισιόδοξο σενάριο «ειρηνευτικής συμφωνίας», ο Ίνες τόνιζε πριν από τη σύνοδο κορυφής ότι δεν περίμενε «οι ενεργειακές αρτηρίες της Δυτικής Ευρώπης να αντλήσουν ρωσικό αργό πετρέλαιο ή [φυσικό] αέριο σύντομα».
Οι αγωγοί φυσικού αερίου Nord Stream από τη Ρωσία προς τη Γερμανία και ο αγωγός Yamal μέσω Πολωνίας είναι «πολιτικά ραδιενεργοί μετά το τελευταίο κύμα κυρώσεων», είπε, και οι ροές μέσω της Ουκρανίας θα ήταν «ακόμα πιο δύσκολες», καθώς θα έπρεπε να υπάρξουν νέες μακροπρόθεσμες συμβάσεις με Ευρωπαίους αγοραστές.
«Η πολιτική είναι ένα κουβάρι», πρόσθεσε, και οι βιομηχανικοί τελικοί χρήστες «δεν θα θέλουν να βιαστούν ώστε να εκτεθούν ξανά από φόβο μήπως υπάρξει λαϊκιστική αντίδραση».
Ένας καβγάς μπορεί να αυξήσει τις τιμές
Πάντως, ο Μάικλ Λιντς, πρόεδρος της Στρατηγικής Ενέργειας και Οικονομικής Έρευνας, δήλωσε ότι εάν είχαμε εντάσεις μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, αυτό θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Μια μεγάλη ανησυχία ήταν η πιθανότητα ο Πούτιν να φανεί εντελώς ανυποχώρητος αναγκάζοντας τον Τραμπ να προχωρήσει στην επιβολή δασμών εναντίον των μεγάλων αγοραστών ρωσικού πετρελαίου, όπως η Τουρκία και η Ινδία, δήλωσε ο Λιντς. Σε αυτή την περίπτωση, οι τιμές του πετρελαίου θα είχαν ενδεχομένως δει μια «σημαντική άνοδο» 2 έως 3 δολαρίων το βαρέλι, καθώς οι αγορές φοβούνται τις χαμηλότερες ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου.
Η Ινδία ξεπέρασε την Κίνα ως ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αργού πετρελαίου της Ρωσίας το διάστημα μεταξύ 2023 και 2024. Το 2024, η Ινδία αντιπροσώπευε το 34% των εξαγωγών αργού πετρελαίου της Ρωσίας, ενώ η Κίνα αντιπροσώπευε το 26%. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη πηγή αργού πετρελαίου, υγροποιημένου φυσικού αερίου και προϊόντων πετρελαίου, συνολικά, για την Τουρκία.
Μακροπρόθεσμες προοπτικές
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η σύνοδος κορυφής δεν αφορούσε τόσο το να αποσαφηνιστεί η κατάσταση με τις ρωσικών εξαγωγών ενέργειας. Αφορούσε περισσότερο τον «μακροπρόθεσμο ρόλο της ρωσικής ενέργειας ως μέρος του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος», σύμφωνα με τον Rob Thummel της Tortoise Capital.
Η Ρωσία διαθέτει άφθονους πόρους πετρελαίου και φυσικού αερίου και η παγκόσμια ζήτηση και για τα δύο αυτά προϊόντα αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται για να υποστηρίξει τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και την αύξηση του πληθυσμού, δήλωσε ο Thummel.
Ο ενεργειακός εφοδιασμός «πρέπει να είναι αξιόπιστος και χαμηλού κόστους — και η Ρωσία θα χρειαστεί χρόνια, αν όχι δεκαετίες, για να αποδείξει ότι μπορεί να είναι ένας αξιόπιστος και χαμηλού κόστους προμηθευτής ενέργειας», είπε.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της συνάντησης Τραμπ-Πούτιν, ο Ίνες εκτιμάει ότι η σύνοδος κορυφής δεν είναι «ένα μαγικό κουμπί για την προσφορά». Αυτό συμβαίνει επειδή «η ρωσική παραγωγή δεν περιορίζεται μόνο από τις κυρώσεις – περιορίζεται επίσης από τις ποσοστώσεις του ΟΠΕΚ+ και τα χρόνια υποεπενδύσεων» στις υποδομές του κλάδου, εξήγησε.
Γι’ αυτό το λόγο το πραγματικό διακύβευμα αφορούσε περισσότερο στο να εκτιμηθεί πότε θα μπορούσε να παύσει το premium-ασφάλιστρο πολέμου και να διαπιστωθεί εάν η συνάντηση θα έφερνε μια εξέλιξη που θα κινούσε την αγορά ή όχι.
Η σύνοδος Τραμπ και Πούτιν παρουσιάστηκε ως μια «συνάντηση βολιδοσκόπησης» και απέδωσε ακριβώς αυτό: αισιόδοξη οπτική, μερικά θερμά λόγια και μηδενικές δεσμεύσεις», κατέληξε ο Ίνες.
Μείνετε συντονισμένοι για όλες τις εξελίξεις στο liveblog της Ναυτεμπορικής