Skip to main content

Δεν είναι μόνο οι δασμοί. Ποιους απειλεί ο Τραμπ με «πέναλτι 40%»

REUTERS/Leah Millis

Ο στόχος είναι σαφής: η αποτροπή της Κίνας από το να διοχετεύει έμμεσα προϊόντα της στις ΗΠΑ μέσω χωρών όπως το Βιετνάμ, η Ταϊλάνδη ή η Μαλαισία

Με μία σκληρή προειδοποίηση που στέλνει σαφές μήνυμα στο Πεκίνο, ο Ντόναλντ Τραμπ απείλησε να επιβάλει πρόσθετο δασμό 40% σε κάθε προϊόν που, κατά την εκτίμηση της Ουάσιγκτον, έχει «μεταφορτωθεί» μέσω τρίτης χώρας προκειμένου να παρακαμφθούν οι αμερικανικοί δασμοί.

Η ποινή αυτή περιλαμβάνεται στη νέα εμπορική πολιτική που ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος το βράδυ της Πέμπτης, η οποία προβλέπει παγκόσμιους δασμούς από 10% έως 41%.

Ο στόχος είναι σαφής: η αποτροπή της Κίνας από το να διοχετεύει έμμεσα προϊόντα της στις ΗΠΑ μέσω χωρών όπως το Βιετνάμ, η Ταϊλάνδη ή η Μαλαισία.

Όμως, το μέτρο προκαλεί σοβαρά ερωτήματα και αβεβαιότητα, καθώς ακόμη δεν έχουν καθοριστεί οι κρίσιμες «κανόνες καταγωγής» (rules of origin) που θα προσδιορίσουν τι θεωρείται «transshipped» (δηλαδή προϊόν που έχει μεταφερθεί μέσω τρίτης χώρας).

«Ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο πώς θα εφαρμοστεί αυτό στην πράξη», σχολιάζει η Leah Fahy, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics, τονίζοντας ότι η εφαρμογή αναμένεται να είναι δύσκολη.

Ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε στο Bloomberg ότι η απόφαση για τους κανόνες αυτούς θα ληφθεί τις επόμενες εβδομάδες – παρά το γεγονός ότι είχε ανακοινωθεί πως θα υπάρξει σαφήνεια πριν από την 1η Αυγούστου.

Αναταράξεις στη Νοτιοανατολική Ασία

Η αβεβαιότητα προκαλεί ήδη προβληματισμό σε βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία, που έχουν αναδειχθεί σε εναλλακτικούς προμηθευτές προϊόντων μετά την πρώτη εμπορική σύγκρουση ΗΠΑ–Κίνας.

Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες εξακολουθούν να εξαρτώνται έντονα από κινεζικές πρώτες ύλες. Στην Ταϊλάνδη, ο υφυπουργός Εμπορίου, Chantawit Tantasith, δήλωσε ότι ο δασμός 19% που επέβαλαν οι ΗΠΑ στα προϊόντα της χώρας διατηρεί ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς κινείται στο ίδιο επίπεδο με αυτό της Μαλαισίας, της Ινδονησίας και των Φιλιππίνων και είναι χαμηλότερος από του Βιετνάμ (20%).

Παρ’ όλα αυτά, αναγνώρισε ότι το θέμα της μεταφόρτωσης παραμένει άλυτο: «Πρέπει να περιμένουμε διευκρινίσεις από τις ΗΠΑ για τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και τους κανόνες καταγωγής», ανέφερε σε δήλωσή του την Παρασκευή.

Ο υπουργός Οικονομικών της Ταϊλάνδης, Pichai Chunhavajira, δήλωσε ότι για να χαρακτηριστεί ένα προϊόν «ταϊλανδέζικο», η τοπική προστιθέμενη αξία πρέπει να ξεπερνά το 40% — αλλά καμία σχετική συμφωνία δεν έχει ακόμη επιτευχθεί με τις ΗΠΑ.

Στο επίκεντρο και πάλι η Κίνα Αν και το Πεκίνο δεν κατονομάζεται, η ουσία είναι ξεκάθαρη: οι ΗΠΑ θεωρούν πως η Κίνα επιχειρεί να παρακάμψει τους δασμούς μέσω «διαμεσολαβητικών» χωρών και θέλουν να κλείσουν αυτό το παράθυρο.

«Η Κίνα θα αντιληφθεί σωστά ότι οι διατάξεις περί μεταφόρτωσης στρέφονται κατά των συμφερόντων της», δήλωσε ο Stephen Olson, πρώην Αμερικανός διαπραγματευτής εμπορίου, νυν συνεργάτης του ινστιτούτου ISEAS-Yusof Ishak στη Σιγκαπούρη. «Και αυτό αναπόφευκτα θα επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη».

Η τελική απόφαση για το εάν θα παραταθεί η «ανακωχή δασμών» με την Κίνα ή θα επανέλθει η πλήρης σύγκρουση αναμένεται μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, με τον Τραμπ να διατηρεί το τελευταίο λόγο.

Δύσκολη η επιβολή στην πράξη

Παρά τις απειλές, αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι η επιβολή των νέων κυρώσεων θα είναι δύσκολη και η αποτελεσματικότητά τους περιορισμένη. «Η εφαρμογή θα είναι πολύ δύσκολη», επανέλαβε η Fahy.

«Ακόμη κι αν μειωθούν οι απευθείας παρακάμψεις, η εμπορική εκτροπή θα συνεχίσει να περιορίζει την επίδραση των αμερικανικών δασμών στις συνολικές εξαγωγές της Κίνας».

Ουσιαστικά, το ερώτημα που αιωρείται είναι αν η Ουάσιγκτον έχει την τεχνική δυνατότητα και τη διοικητική επάρκεια να εφαρμόσει στην πράξη μια τέτοια περίπλοκη ρύθμιση σε μια παγκοσμιοποιημένη εφοδιαστική αλυσίδα.

Και την ίδια ώρα, οι επενδυτές ανησυχούν ότι αυτή η νέα δασμολογική επίθεση μπορεί να επιδεινώσει τις πληθωριστικές πιέσεις και να προκαλέσει νέα επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, καθώς η αβεβαιότητα σκιάζει ξανά τις αγορές.