Skip to main content

Ολο και περισσότεροι Γερμανοί αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα

Shutterstock

Η γερμανική οικονομία οδεύει φέτος σε μια τρίτη χρονιά οικονομικής συρρίκνωσης

Η αγορά εργασίας στη Γερμανία παραμένει στάσιμη: Ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε ελάχιστα τον Ιούνιο, κατά 5.000 στα 2.914.000. Σε σχέση με τον Ιούνιο πέρυσι, οι άνεργοι είναι σήμερα 188.000 περισσότεροι.

Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό εδώ και μια δεκαετία. Μόλις πριν από δύο χρόνια, υπήρχαν 500.000 λιγότεροι άνεργοι. «Η αγορά εργασίας συνεχίζει να δείχνει σημάδια οικονομικής αδυναμίας. Η ανεργία συνεχίζει να παρουσιάζει δυσμενείς τάσεις και η προθυμία των εταιρειών να προσλάβουν εργαζόμενους  παραμένει χαμηλή», λέει η Αντρέα Νάλες, επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης (BA).

«Η απασχόληση που υπόκειται σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης ουσιαστικά δεν αυξάνεται πλέον», προσθέτει η Νάλες, που αποφεύγει να ωραιοποιήσει την κατάσταση.

Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση έχει κοστίσει στη γερμανική βιομηχανία περισσότερες από 100.000 θέσεις εργασίας μέσα σε ένα χρόνο. Η αυτοκινητοβιομηχανία επλήγη περισσότερο, σύμφωνα με ανάλυση της συμβουλευτικής εταιρείας EY, καθώς υπήρξε καθαρή απώλεια περίπου 45.400 θέσεων εργασίας.

Η διαρθρωτική κρίση στην «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας, είναι ιδιαίτερα εμφανής σε μια μακροπρόθεσμη σύγκριση. Μεταξύ Μαΐου 2022 και Ιουνίου 2025, ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε πάνω από 650.000.

Μετά από δύο συνεχόμενα χρόνια ύφεσης, η γερμανική οικονομία οδεύει φέτος σε μια τρίτη χρονιά οικονομικής συρρίκνωσης.

«Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώνεται, οι Γερμανοί ζουν χειρότερα κάθε χρόνο, με μισθούς ανεπαρκείς για ένα αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού», λένε στη Ναυτεμπορική, οικονομολόγοι στο Βερολίνο.

Η νέας κυβέρνηση του καγκελάριου Φρίντριχ Μέρτς αποφάσισε βέβαια ότι ο κατώτατος μισθός στη Γερμανία πρόκειται να αυξηθεί σε δύο στάδια, από τα 12,82 ευρώ την ώρα που είναι σήμερα. Αρχικά στα 13,90  ευρώ την ώρα τον Ιανουάριο του επόμενου έτους και στη συνέχεια στα 14,60 ευρώ το 2027.  από τα 12,82 ευρώ που είναι σήμερα. Αν και λιγότερο από ό,τι είχε αρχικά συμφωνήσει ο κυβερνητικός συνασπισμός,  η αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου μπορεί να δυσκολέψει τις επιχειρήσεις να προσλάβουν προσωπικό ή και να τις αναγκάσει να περικόψουν θέσεις εργασίας ή να μειώσουν τις ώρες εργασίας. Ο κίνδυνος αυτός είναι ιδιαίτερα υψηλός για τις μικρές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους με χαμηλή ειδίκευση, οδηγώντας ενδεχομένως σε υψηλότερη ανεργία.

Περικοπές στα επιδόματα

«Οι ρωγμές στην αγορά εργασίας αποτελούν απόδειξη αυτού και όλο και περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται κάποιο είδος βοήθειας για να τα βγάλουν πέρα. Το Burgergeld εγκαινιάστηκε το 2005 ως επίδομα ανεργίας για τους μακροχρόνια ανέργους στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων Hartz στην αγορά εργασίας που ενέκρινε ο Σοσιαλδημοκράτης, πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Μέχρι τώρα, δικαιούνταν το επίδομα αυτό άτομα σε νόμιμη ηλικία εργασίας των οποίων το εισόδημα δεν υπερβαίνει το ελάχιστο όριο, για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών. Το επίδομα καλύπτει τη διατροφή, την ένδυση, τη στέγαση (συμπεριλαμβανομένου του ενοικίου και της θέρμανσης), την ασφάλιση υγείας και τη μείωση του κόστους μεταφοράς.

Το  2024 , περίπου 826.000 εργαζόμενοι εξαρτώνταν από το επίδομα Burgergeld. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει μια αύξηση περίπου κατά 30.000 από το 2023. «Το πιο ανησυχητικό, είναι ότι για πρώτη φορά, ο αριθμός των Γερμανών εργαζομένων που χρειάζονται τέτοια βοήθεια έχει αυξηθεί από το 2015».

«Μεγάλο μέρος των νέων θέσεων εργασίας προήλθε από μερική απασχόληση και χαμηλόμισθες δουλειές», διευκρινίζουν οι αναλυτές της ING σε σημείωμα προς τους πελάτες. Μεταξύ εκείνων που χρειάζονται το συμπληρωματικό εισόδημα για να «επιβιώσουν», «πρέπει να αναγνωριστεί ότι η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων δεν εργάζεται πλήρους απασχόλησης. Οι περισσότεροι βρίσκονται σε κατάρτιση ή εργάζονται μερικής απασχόλησης», λέει ο Χόλγκερ Σέφερ, ανώτερος οικονομολόγος για την οικονομία της αγοράς εργασίας στο Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο (IW) στην Κολωνία. « Ο κατώτατος μισθός δεν θα είναι χρήσιμος σε αυτές τις περιπτώσεις , επειδή ο λόγος που οι άνθρωποι δεν μπορούν να κερδίσουν τα προς το ζην με το εισόδημά τους δεν οφείλεται στους χαμηλούς ωριαίους μισθούς, αλλά στην έλλειψη ωρών εργασίας», σημειώνει σε έκθεση που δημοσιεύτηκε από την DW. Τα στοιχεία το επιβεβαιώνουν: από τους 826.000 εργαζόμενους που λαμβάνουν επιδόματα, μόνο περίπου 81.000 εργάζονται πλήρους απασχόλησης.

Απέτυχε το μοντέλο

Το πάλαι ποτέ επιτυχημένο Γερμανικό μοντέλο εξαγωγών υψηλής προστιθέμενης αξίας, που διήρκεσε δεκαετίες, έχει αποτύχει. «Εχει υποκύψει σε μια Κίνα, που από πελάτης της Γερμανίας, έχει μετατραπεί σε σκληρό εμπορικό ανταγωνιστή. Και την ίδια ώρα, η χώρα αντιμετωπίζει τις δασμολογικές απειλές του προέδρου Τραμπ», τονίζουν παράγοντες της αγοράς.

Η γερμανική οικονομία δέχθηκε επίσης μεγάλο πλήγμα τα τελευταία τρία χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καθώς η ΕΕ αποφάσισε να επιβάλει κυρώσεις στη Μόσχα, διακόπτοντας τη ροή φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου. «Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων   έχει οδηγήσει σε μια υπαρξιακή κρίση τη βιομηχανία, ειδικά την αυτοκινητοβιομηχανία, που έχει σαν «λεκές» σε όλους τους τομείς της οικονομίας», τονίζουν οι ίδιες πηγές

Γιγαντιαίες γερμανικές εταιρείες κλείνουν εργοστάσια ή  περικόπτουν συνεχώς θέσεις εργασίας, βυθίζοντας χιλιάδες πολίτες σε κατάσταση απελπισίας . Η κατανάλωση δεν αυξάνεται και οι Γερμανοί, που αγωνίζονται όλο και περισσότερο να τα βγάλουν πέρα, επενδύουν ό,τι μπορούν σε αποταμιεύσεις. Η πιο ανθρώπινη αντίδραση στην αβεβαιότητα.