Το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία γίνεται ολοένα και πιο μακρινό, παρά τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη.
Ήδη, ο Βλαντιμίρ Πούτιν υπέγραψε νέο διάταγμα που επιτρέπει στη ρωσική κυβέρνηση να ανακαλέσει τα δικαιώματα των μετόχων των αμυντικών εταιρειών εάν δεν εκπληρώσουν την κρατική αμυντική εντολή κατά τη διάρκεια στρατιωτικού νόμου. «Το διάταγμα εξουσιοδοτεί το ρωσικό Υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου να διορίσει έναν φορέα διαχείρισης σε πολλές επιχειρήσεις , που θα επιβλέπει την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων προς τη ρωσική κυβέρνηση», αναφέρουν ειδικοί του Ινστιτούτου Μελέτης Πολέμου (ISW).
Ο νέος κανονισμός ισχύει για τις ρωσικές εταιρείες πολιτικής αεροπορίας και ναυπηγικής, επιχειρήσεις στρατιωτικής ανάπτυξης και παραγωγής, καθώς και για κρατικούς υπεργολάβους.
«Ο Πούτιν πιθανότατα δημιουργεί νομικές προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στη ρωσική κυβέρνηση να κατάσχει τμήματα της ρωσικής οικονομίας σε περίπτωση που το Κρεμλίνο επιβάλει στρατιωτικό νόμο για να προετοιμάσει πλήρως τη χώρα για κατάσταση πολέμου», εκτιμούν οι ειδικοί του ISW και προσθέτουν: «Ο Πούτιν προετοιμάζει την οικονομία και την κοινωνία στη Ρωσία για έναν παρατεταμένο πόλεμο.»
Σε κάθε περίπτωση, η ρωσική οικονομία είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένη στον πόλεμο και έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα και λόγω των δυτικών κυρώσεων.
Στρατιωτικοποίηση της οικονομίας
Η αναλύτρια Ελίνα Ριμπάκοβα υποστηρίζει ότι ο φόβος του Πούτιν για οικονομική κατάρρευση θα μπορούσε να οδηγήσει το Κρεμλίνο σε σημαντική αύξηση της στρατιωτικοποίησης της οικονομίας.
H πολεμική οικονομία που επιβλήθηκε μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022 αποτελεί πλέον μια παγιωμένη πραγματικότητα, αλλά πάνω από την μελλοντική ανάπτυξη της χώρας, διαγράφεται η σκιά του πληθωρισμού και του διλήμματος σχετικά με την τιμή του πετρελαίου .
Τα έσοδα από τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου μειώθηκαν κατά 14% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2025, λόγω τόσο των χαμηλότερων τιμών όσο και των χαμηλότερων εξαγωγών», εκτιμά σε έκθεσή της η Κεντρική Τράπεζα της Φινλανδίας. Προσθέτει επίσης ότι συνολικά «η αξία των ρωσικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών συρρικνώθηκε κατά 4% σε ετήσια βάση μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου».
Η στρατιωτική ώθηση στις δημόσιες δαπάνες, η βιομηχανική μετατροπή προς την στρατιωτική παραγωγή, η ώθηση για επενδύσεις στα προάστια έχουν δημιουργήσει ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα μεταξύ 2022 και 2024 : οι μισθοί αυξήθηκαν περισσότερο από τον πληθωρισμό χάρη στη συνδυασμένη επίδραση των δαπανών της κυβέρνησης στην εγγενώς επεκτατική πολεμική οικονομία και της νομισματικής αυστηρότητας της Κεντρικής Τράπεζας.
Τα στοιχεία του 2024 έδειξαν ότι η ρωσική οικονομία αναπτύχθηκε κατά περισσότερο από 4% και όπως γράφουν οι Financial Times, σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης Levada, «το ποσοστό των Ρώσων που έχουν θετική άποψη για τα οικονομικά τους έχει ξεπεράσει αυτό που έχει αρνητική άποψη». Tα πραγματικά εισοδήματα αρχικά κατέρρευσαν μετά την εισβολή, αλλά ανέκαμψαν στα τέλη του 2022 και «άρχισαν να αυξάνονται με ρυθμούς που δεν έχουν παρατηρηθεί εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία», σύμφωνα με στοιχεία της Rosstat». Ακόμα και ο σωρευτικός πληθωρισμός περίπου 30% σε διάστημα τριών ετών δεν κατάφερε να διαβρώσει την άνοδο της αγοραστικής δύναμης.
Φθίνουσα ανάπτυξη
Σήμερα, ωστόσο, η σκιά της φθίνουσας ανάπτυξης πλανάται πάνω από τη Ρωσία. Η Μόσχα αναμένει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί και το 2025, αλλά με μειωμένο ρυθμό στο +2%, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μειώνει αυτήν την πρόβλεψη σε +1,5% φέτος και +0,9% το 2026.
Δύο παράγοντες επηρεάζουν αυτή την πτώση των προβλέψεων: Αφενός, η πτώση των τιμών του πετρελαίου -στην οποία έχει συμβάλει η ίδια η Μόσχα ανοίγοντας την αγορά σε αυξημένη παραγωγή εντός του ΟΠΕΚ+.
Από την άλλη πλευρά, η πολεμική οικονομία έχει οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας και η Ρωσία ουσιαστικά πλησιάζει την πλήρη απασχόληση, με ποσοστό ανεργίας 2,5%. Αυτό μειώνει τα περιθώρια για μια επέκταση της παραγωγής και με το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας στο 21%, χωρίς νέες κολοσσιαίες ενέσεις δημόσιου χρήματος, θα είναι δύσκολο για τις εταιρείες να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν κεφαλαιουχικές επενδύσεις.
«Ο πόλεμος ήταν αναμφισβήτητα ένας κινητήριος παράγοντας για τις ρωσικές επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη, αλλά όπως κάθε έκτακτη περίσταση, η ενίσχυση της ανάπτυξης που δημιουργεί δεν μπορεί να είναι μόνιμη. Τώρα, με τα αλλαγμένα δομικά χαρακτηριστικά, η κατάσταση έχει φτάσει σε ένα όριο», εκτιμούν παράγοντες της αγοράς.
Προβλήματα και στον στρατό
Οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις επίσης, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη δυτική τεχνολογία ημιαγωγών – και ως εκ τούτου πλήττονται ιδιαίτερα σκληρά από τις δυτικές κυρώσεις. Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα της ρωσικής εταιρείας όπλων NPO VS, που εδρεύει στο Καζάν τα οποία αναλύθηκαν από την «Bild am Sonntag», ο ρωσικός στρατός ανησυχεί για την εξάρτησή του από δυτικούς κατασκευαστές μικροτσιπ όπως η Intel, η AMD και η Nvidia.
Η NPO VS θεωρείται κεντρικής σημασίας για τον εξοπλισμό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Οι ειδικοί ανησυχούν για αυτή την εξάρτηση της Ρωσίας. Τα ρωσικά τσιπ των εμπορικών σημάτων Elbrus και Baikal δεν αποτελούν επίσης εναλλακτική λύση σε σχέση με τους ημιαγωγούς από τις ΗΠΑ , έγραψε ένας Ρώσος αξιωματούχος στην αμυντική βιομηχανία, σε ένα απόρρητο, τετρασέλιδο σημείωμα, τον Μάρτιο του 2022. «Τα ρωσικά τσιπ είναι κατώτερα από τον ανταγωνισμό όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την ενεργειακή απόδοση και είναι επίσης σημαντικά πιο ακριβά». Το χάσμα είναι σημαντικό, καθώς η χώρα του υστερεί σε σχέση με τον ανταγωνισμό κατά τουλάχιστον δέκα χρόνια..
Λόγω των κυρώσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ, η Ρωσία δεν μπορεί να αγοράσει ημιαγωγούς απευθείας, αλλά αποκτά τα τσιπ έμμεσα ή από την Κίνα.
Ο ρόλος της Κίνας
Η ΕΕ θεωρεί μάλιστα την Κίνα ως βασικό παράγοντα στην παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Σύμφωνα με εμπιστευτική έκθεση του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, η οποία δημοσιεύτηκε στη Suddeutsche Zeitung, περίπου το 80% των παρακάμψεων των κυρώσεων ,οφείλεται σε κινεζικές ενέργειες. Η έκθεση βασίζεται σε δηλώσεις του Επιτρόπου Κυρώσεων της ΕΕ, Ντέιβιντ Ο’ Σάλιβαν, ο οποίος εξήγησε την κατάσταση στις Βρυξέλλες, στις αρχές Μαΐου. Η Κίνα απορρίπτει πάντως τους ισχυρισμούς περί παράκαμψης των κυρώσεων. Το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς ως «αβάσιμους» και «πολιτικά υποκινούμενους».
Ο Ο’ Σάλιβαν τόνισε ότι ενώ οι κυρώσεις ασκούν πίεση στη ρωσική οικονομία, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες στην εφαρμογή τους.
Εκτός από την Κίνα, το Καζακστάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Τουρκία, κατονομάστηκαν ως κρίσιμες χώρες μέσω των οποίων η Ρωσία λέγεται ότι παρακάμπτει τις κυρώσεις.
Η ΕΕ βλέπει πάντως και ένα ιδιαίτερο πρόβλημα στον ρόλο των Ευρωπαϊκών εταιρειών, οι οποίες λέγεται ότι εμπλέκονται στην παράκαμψη των κυρώσεων. Αυτό υπονομεύει τη διαπραγματευτική θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τρίτες χώρες με τις οποίες συζητούνται περαιτέρω περιοριστικά μέτρα.