Skip to main content

Η γενιά που «γέννησε» ένα κύμα αστέγων

REUTERS/Carlos Barria

Πώς η ύστερη φουρνιά των baby boomers γερνά στους δρόμους των ΗΠΑ – Μια κοινωνική βόμβα που σκάει με καθυστέρηση

Η μεγαλύτερη κρίση αστέγων στην τρίτη ηλικία που έχει καταγραφεί ποτέ δεν οφείλεται μόνο στη φτώχεια ή τις εξαρτήσεις. Έχει και ένα κοινό χαρακτηριστικό: αφορά μια συγκεκριμένη γενιά.

Σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ των New York Times οι baby boomers του δεύτερου μισού – άνθρωποι γεννημένοι από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα του ’60 – που πέρασαν τη ζωή τους στην κόψη της ανεργίας, της επισφάλειας και της εγκατάλειψης.

Σήμερα, καθώς έχουν χάσει και το τελευταίο στήριγμα – τους γονείς τους – βρίσκονται αντιμέτωποι με μια σκληρή αλήθεια: δεν έχουν πού να πάνε. Και για δεκάδες χιλιάδες από αυτούς, η μοναδική επιλογή είναι ο δρόμος.

Η πιο ευάλωτη γενιά

Οι άνθρωποι της ύστερης φουρνιάς των baby boomers –όσοι γεννήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα του ’60– έχουν ζήσει σε συνθήκες σκληρότερες από τις γενιές που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν. Μεγάλωσαν σε πυκνοκατοικημένες πόλεις, μπήκαν στην αγορά εργασίας σε περιόδους ύφεσης, δούλεψαν σε δουλειές χωρίς μέλλον και είδαν τους μισθούς τους να συμπιέζονται από τη μετάβαση σε μια μεταβιομηχανική οικονομία.

Σύμφωνα με μελέτες του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και του Boston University, οι άνθρωποι αυτής της γενιάς ήταν 1,5 έως και 2 φορές πιο πιθανό να μείνουν άστεγοι σε κάθε ηλικιακή φάση της ζωής τους – στα 30, στα 40, στα 50 και τώρα στα 60 τους. Και ενώ κάποτε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μπορούσε να τους συγκρατήσει στην τρίτη ηλικία, αυτό πλέον δεν αρκεί.

Μέσα σε τέσσερα χρόνια, ο αριθμός των αστέγων άνω των 65 ετών έχει αυξηθεί κατά 50%, ξεπερνώντας τους 70.000. Η απώλεια των γονέων, που προσέφεραν στέγη και ψυχική υποστήριξη, είναι συχνά η χαριστική βολή.

Όταν τελειώνει η στήριξη των γονιών

Οι New York Times παρουσιάζουν την περίπτωση του Άντονι Φόρεστ, ο οποίος έμεινε άστεγος στα 55 του, όταν η μητέρα του μεταφέρθηκε σε οίκο ευγηρίας. Μέχρι τότε, κοιμόταν στον καναπέ του διαμερίσματος που πλήρωνε εκείνη στην Ουάσιγκτον.

Όταν μια ανιψιά τον προειδοποίησε πως θα παραδώσει τα κλειδιά, μάζεψε ό,τι μπορούσε σε δύο σακούλες σκουπιδιών και γύρισε στη γειτονιά της παιδικής του ηλικίας. Κοιμήθηκε στο πάρκινγκ.

Αυτό το γεγονός σηματοδότησε την αρχή μιας παρατεταμένης περιόδου αστεγίας που διαρκεί πλέον 15 χρόνια. Ο ίδιος είναι σήμερα 70 ετών και ανήκει σε μια γενιά που καταγράφει σταθερά υψηλότερα ποσοστά αστέγων από οποιαδήποτε άλλη.

«Εγώ δεν έφταιγα – έφταιγε η εποχή»

Ο Άντονι Φόρεστ είναι παιδί μεταναστών από τη Βόρεια Καρολίνα. Η μητέρα του, Θέσι Γκριν, έφτασε στην Ουάσιγκτον το 1948 και εργάστηκε ως βοηθός νοσοκόμου και δασκάλα, δουλεύοντας μέχρι τα 79 της. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός ατμού. Σήκωσαν έξι παιδιά. Ο ένας έγινε φαρμακοποιός, ο άλλος δουλεύει στην πληροφορική. Ο Άντονι, τρίτος στη σειρά, δεν τα κατάφερε ποτέ. Δεν είχε υπομονή για το σχολείο, όπως λέει, και βγήκε στην αγορά εργασίας το 1974 – σε μία από τις χειρότερες περιόδους για νέους εργαζομένους.

Δούλεψε ως λαντζιέρης, καθαριστής, βοηθός σε γηροκομεία και μουσεία. Ήταν εργασίες χαμηλόμισθες, χωρίς σταθερό ωράριο, σε μια οικονομία που δεν χρειαζόταν πια ανειδίκευτους. Δεν είχε ποτέ δικό του σπίτι. Και όταν τραυματίστηκε σοβαρά από μεθυσμένο οδηγό, τα πράγματα έγιναν μη αναστρέψιμα.

Οι εξαρτήσεις και η πτώση της γειτονιάς

Η γειτονιά όπου μεγάλωσε, η Shaw, ήταν κάποτε βιτρίνα της μαύρης αστικής τάξης στην Ουάσιγκτον. Στη δεκαετία του ’80, όμως, η επέλαση του crack τη μετέτρεψε σε πεδίο παρακμής και βίας. Ο ίδιος βρέθηκε μπλεγμένος με ναρκωτικά, καταδικάστηκε για μικροαδικήματα και εθίστηκε για δεκαετίες. Όταν έπεσε και το τελευταίο στήριγμα –η μητέρα του– δεν υπήρχε κανείς να τον δεχτεί. Τα αδέλφια του τον φοβούνταν λόγω των εξαρτήσεών του, και η αγορά στέγης ήταν απαγορευτικά ακριβή. Ακόμη κι αν δούλευε πλήρως αμειβόμενος με τον βασικό μισθό, τα 3/4 του μισθού θα πήγαιναν σε ένα φτηνό ενοίκιο.

Έτσι, άρχισε να κοιμάται σε πάρκινγκ, παγκάκια, σχολικά σκαλοπάτια, εγκαταλειμμένα κτήρια. Κάποια στιγμή έμενε δωρεάν σε ένα σπίτι με αντάλλαγμα καθαριότητα, ώσπου η σύντροφός του έκλεψε από άλλους ενοίκους και εκδιώχθηκαν. Σε άλλη φάση, βρήκε έναν φίλο με κλειδιά σε άδειο οικοδόμημα και έστησαν δικό τους «ξενοδοχείο». Το αποκαλούσαν «Abando-minium».

Γερνώντας χωρίς στέγη – και χωρίς υγεία

Η καθημερινότητα στον δρόμο τον έχει εξουθενώσει. Πολλές μέρες κάθεται στην ίδια γωνία της 9ης Οδού, με ένα κουτάκι μπύρας στο χέρι, χαμογελαστός και ταλαιπωρημένος. Οι ντόπιοι τον λένε «δήμαρχο». Έχασε τα περισσότερα δόντια του, έχει πρησμένα δάχτυλα, ασταθές βάδισμα και συχνές πτώσεις. Πέρυσι έσπασε τον αστράγαλό του και πέρασε μήνες σε κέντρο αποκατάστασης.

Όπως δείχνουν οι έρευνες, οι άστεγοι της γενιάς του έχουν βιολογική φθορά ισοδύναμη με ανθρώπους 20 χρόνια μεγαλύτερους – από γνωσιακή εξασθένηση μέχρι ανικανότητα βάδισης. Οι περισσότεροι πεθαίνουν νωρίτερα και κοστίζουν στο σύστημα υγείας πολλαπλάσια από τους συνομήλικούς τους που έχουν στέγη.

Δομική αποτυχία

Η περίπτωσή του δεν είναι μοναδική. Χιλιάδες συνομήλικοί του, κυρίως άνδρες που εργάστηκαν σε χαμηλόμισθες δουλειές και έμειναν σε σπίτια των γονιών τους για δεκαετίες, βρέθηκαν στον δρόμο όταν εκείνοι πέθαναν. Το 13% των ανθρώπων άνω των 50 που έγιναν άστεγοι, δήλωσε πως ο θάνατος συγγενούς ή φίλου ήταν το καθοριστικό γεγονός.

Όπως λέει η δρ. Μάργκοτ Κάσελ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, «αυτές οι ιστορίες είναι ίδιες ξανά και ξανά: άνδρες που τα έβγαζαν πέρα ζώντας με τη μαμά τους».

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ατομικές αποτυχίες, αλλά με μια δομική, γενεακή αδικία. «Όταν ένα ολόκληρο γενεακό σύνολο εμφανίζει τέτοια σταθερή ευαλωτότητα, τότε δεν φταίει το άτομο», λέει στους NYT ο κοινωνιολόγος Κάλχαϊν. «Φταίνε οι κοινωνικές συνθήκες που έζησε ως ομάδα».