Οι Αμερικανοί δανειολήπτες έχουν στραφεί μαζικά στην Ευρώπη για να δανειστούν σε ευρώ. «Mεγάλες αμερικανικές εταιρείες προτιμούν να δανείζονται στην Ευρώπη επειδή επωφελούνται από τις χαμηλότερες αποδόσεις, αποφεύγοντας παράλληλα την αστάθεια του δολαρίου», τονίζουν στη Ναυτεμπορική, παράγοντες της αγοράς. «Η δυναμική του χρέους επιστρέφει στο προσκήνιο και θα διαδραματίσει ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στις χρηματοπιστωτικές αγορές», σημειώνουν οι ίδιες πηγές.
Αυτό που προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερη ανησυχία είναι τα δισεκατομμύρια τόκων που πρέπει να βρεθούν για να συνεχιστεί η αναχρηματοδότηση του χρέους των ΗΠΑ, που έχει ξεπεράσει τα 36,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. «Ως το φθινόπωρο λήγουν ομόλογα, αξίας κοντά στα 10 τρισεκατομμύρια δολάρια και θα πρέπει να ανανεωθούν. Και αυτός είναι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος του προέδρου Τραμπ, σήμερα», υποστηρίζουν οι παράγοντες της αγοράς. «Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί καθώς οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων αυξάνονται πολύ πιο γρήγορα από τις αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων. Η απόδοση των 30ετών αμερικανικών ομολόγων ξεπέρασε για άλλη μια φορά το όριο του 5%», εξηγούν.
Ο εμπορικός πόλεμος
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έβλεπαν συνήθως, υψηλές αποδόσεις στο χρέος τους, καθώς τα ομόλογά τους θεωρούνται ασφαλής επένδυση. Αλλά μετά την κήρυξη εμπορικού πολέμου από τον Τραμπ, οι αποδόσεις των ομολόγων απογειώθηκαν: Το 2024, οι Αμερικανοί δαπάνησαν πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια για να πληρώσουν τους τόκους του χρέους. Το «αγκάθι» είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εκδόσεων κρατικών ομολόγων, που πραγματοποιήθηκε από την προηγούμενη διοίκηση Μπάιντεν, ήταν βραχυπρόθεσμες: από 3 μήνες έως 1-2 χρόνια.
Η απόφαση του οίκου Moody’s να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα του αμερικανικού δημόσιου χρέους σε AΑ1 δεν εξέπληξε τις αγορές. «Η αξιοπιστία των αγορών ομολόγων των ΗΠΑ τίθεται υπό αμφισβήτηση, όπως και αυτή του δολαρίου», προσθέτουν οι ίδιες πηγές.
Το χρέος των ΗΠΑ ξεπέρασε για πρώτη φορά το όριο των 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, τον Φεβρουάριο του 2022. Τον Δεκέμβριο του 2023, ανήλθε σε 33,1 τρισεκατομμύρια δολάρια: Κάπου 30 τρισεκατομμύρια δολάρια κατέχονταν από το κοινό και 12,1 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ενδοκυβερνητικό χρέος.
Οι ξένοι κάτοχοι
Οι ξένοι κατέχουν το 33% του αμερικανικού εθνικού χρέους-κάπου οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια. Από αυτά, γύρω στα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια ανήκουν σε ξένες κυβερνήσεις και τα υπόλοιπα σε ξένους επενδυτές.
Μεταξύ των κατόχων κρατικού χρέους των ΗΠΑ, προηγείται η Ιαπωνία με 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια ή 17,7% και ακολουθούν η Κίνα με περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ή 15% και το Ηνωμένο Βασίλειο με 0,4 τρισεκατομμύρια δολάρια ή 6,2%.
Η Κίνα μειώνει σταθερά πάντως το μερίδιό της στο ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ, ακολουθώντας μια πολιτική αποδολαριοποίησης. Ένα sell-off από την Κίνα, στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να βλάψει τις Ηνωμένες Πολιτείες βραχυπρόθεσμα, αλλά και να προκαλέσει σοβαρή αστάθεια στην κινεζική και παγκόσμια οικονομία.
Το «Μεγάλο Ομορφο νομοσχέδιο»
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) εκτιμά επίσης ότι η εφαρμογή των τεράστιων φορολογικών περικοπών που προβλέπει το «Μεγάλο Ομορφο νομοσχέδιο» του προέδρου Τραμπ, θα αυξήσει το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ πάνω από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια. «Λογικά, το ανεξόφλητο χρέος θα αυξηθεί και οι δημοπρασίες ομολόγων θα πολλαπλασιαστούν, την ώρα που το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών αντιμετωπίζει ήδη ένα τείχος στην επιχείρηση αναχρηματοδότησης των ομολόγων, που λήγουν μέσα στη χρονιά», τονίζουν οι ίδιες πηγές. «Οι επενδυτές γίνονται όλο και περισσότερο επιφυλακτικοί, όπως έχουν δείξει οι πρόσφατες αποτυχίες δημοπρασιών ομολόγων στις ΗΠΑ. Αυτό έρχεται σε συνέχεια των εκτιμήσεων του CBO ότι το έλλειμμα των ΗΠΑ θα φτάσει το 9% του ΑΕΠ και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα μπορούσε να ανέλθει στο 145% την επόμενη δεκαετία».
Φυσικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τις βαθύτερες και πιο ρευστές χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και το δολάριο -το κύριο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο, σε ποσοστό 58%. Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι το δολάριο δεν επωφελήθηκε από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχέση με την Ευρώπη και έχασε έδαφος απέναντι στο ευρώ.
Η καμπύλη Laffer
Συνεργάτες του προέδρου Τραμπ στοιχηματίζουν πάντως στη θετική επίδραση της λεγόμενης καμπύλης Laffer, σύμφωνα με την οποία η μείωση των φόρων θα τονώσει την οικονομική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, θα οδηγήσει σε αυξημένα φορολογικά έσοδα. Η καμπύλη πήρε το όνομα της από τον Αρθουρ Λάφερ, ο οποίος την σχεδίασε το 1974 πάνω σε ένα χαρτομάντηλο για να επιχειρηματολογήσει στους δημοσιογράφους της Wall Street Journal, εναντίον της αύξησης των φόρων από τον τότε Πρόεδρο, Τζέραλντ Φορντ. Η καμπύλη Laffer δείχνει ότι υπάρχει ένας ιδανικός φορολογικός συντελεστής, ο οποίος μεγιστοποιεί τα κέρδη του κράτους από φόρους.
Αυτό το στοίχημα είναι αυτό στο οποίο βασίζεται εν μέρει η υπόσχεση του Τραμπ για μια χρυσή εποχή στην Αμερική. Αλλά είναι ένα στοίχημα που ανησυχεί πλέον ολοένα και περισσότερο τις αγορές ομολόγων. Η εμπιστοσύνη στην αμερικανική οικονομία υποχωρεί, με τους επενδυτές να πωλούν ομόλογα εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για τον αντίκτυπο των δασμών του Ντόναλντ Τραμπ.
«Ο Τραμπ έχει δίκιο όταν λέει ότι κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, τεράστια χρηματικά ποσά διοχετεύθηκαν στην οικονομία για δημόσιες επενδύσεις, που δημιούργησαν ρευστότητα και κάνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να φαίνονται πώς ήταν σε καλύτερη θέση από, για παράδειγμα, την Κίνα και την Ευρώπη», τονίζουν Αμερικανοί αναλυτές και προσθέτουν. « Ετσι όμως δημιουργήθηκε μια φούσκα που μπορεί να σκάσει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Τραμπ».