Την αυγή μια χρυσής εποχής για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία υπόσχεται η πίεση που ασκεί η ηγεσία του ΝΑΤΟ για την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών των χωρών μελών στο 5% του ΑΕΠ.
Ο ΓΓ της Συμμαχίας, Μάρκ Ρούτε φαίνεται να έχει υιοθετήσει την πρόταση του Αμερικανού προέδρου Τραμπ , που καλεί τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ να δεσμευτούν για στρατιωτικές δαπάνες ύψους 5% . Μια πρόταση που επανέλαβε χθες στην Αττάλεια, ο επικεφαλής του Στέητ Ντηπάρτμεντ, Μάρκο Ρούμπιο, στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ ζήτησε πάντως ρητά να επιτευχθεί αυτό το επίπεδο στη σύνοδο κορυφής της Χάγης, στα τέλη Ιουνίου
Η Γερμανία πρωτοπορεί
Την πρόταση Ρούμπιο για 5% έκανε πάντως αμέσως δεκτή ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόχαν Βάντεφουλ, προκαλώντας πάντως αντιδράσεις μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών εταίρων του, στην κυβέρνηση του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς.
«Ένα ποσοστό 5% στις αμυντικές δαπάνες θα σήμαινε 225 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως ή το 48% του συνολικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού ,που πέρυσι ανήλθε σε 466 δισεκατομμύρια ευρώ», γράφει το γερμανικό δίκτυο n-tv. Πρόκειται για νούμερα που πριν από μερικούς μήνες θα ήταν πρακτικά αδιανόητα, αλλά πλέον θεωρούνται ρεαλιστικά, καθώς η Ευρώπη –και η Γερμανία μαζί επανεξοπλίζονται.
Για την ιστορία, κανένα κράτος μέλος του ΝΑΤΟ πληροί αυτό το ποσοστό, καθώς από τη σύνοδο κορυφής του 2014 στην Ουαλία, τα μέλη της Συμμαχίας είχαν αποφασίσει να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες στο 2% . Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καθυστερούσαν μάλιστα να εφαρμόσουν αυτή την απόφαση μέχρι τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Σε εκείνο το σημείο, τα περισσότερα κράτη άρχισαν να επανεπενδύουν στην άμυνα με ταχείς ρυθμούς.
Σήμερα, η χώρα μέλος που ξοδεύει τα περισσότερα για την άμυνα, είναι η Πολωνία, που ξεπερνά το 4% και ακολουθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες με 3,3%.
Με το ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού, ύψους 800 δισ. ευρώ, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε ότι η Ευρώπη στο σύνολό της θα πρέπει να στοχεύει σε ετήσιες αμυντικές δαπάνες ,ισοδύναμες με το 3,5% του ΑΕΠ .
Ευφορία στο χρηματιστήριο
Στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία πάντως, αυτές οι εξελίξεις έχουν πυροδοτήσει μια απίστευτη ευφορία, στην προοπτική ακόμη πιο μαζικών παραγγελιών από την εποχή του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω των νέων απαιτήσεων του ΝΑΤΟ.
Ο δείκτης EuroStoxx βιώνει ήδη αυτή την ευφορία, με τους κύριους παίκτες της πολεμικής βιομηχανίας να μονοπωλούν πρακτικά τις μεγαλύτερες αυξήσεις των μετοχών
Η γερμανική Rheinmettal είδε τη μετοχή της να καταγράφει κέρδη 5,12% , αμέσως μετά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια. Η μεγαλύτερη αμυντική βιομηχανία της ηπείρου, η βρετανική BAE Systems, σημείωσε επίσης άνοδο 2,82%.
Η ιταλική Leonardo, η τρίτη μεγαλύτερη αμυντική βιομηχανία στην Ευρώπη, είδε επίσης τη μετοχή της να ανεβαίνει κατά 3,91%, η σουηδική Saab 3,42% και η Kongsberg Gruppen ,3,24%.
Οι γαλλικοί γίγαντες των όπλων σημειώνουν επίσης ραγδαία άνοδο, αλλά με βραδύτερο ρυθμό: Η Thales έκλεισε χθες με κέρδη 2,25%, ενώ η Dassault διαπραγματεύθηκε πρακτικά αμετάβλητη.
«Πύραυλος δαπανών»
Η απαίτηση του 5% του ΑΕΠ για την άμυνα- πέρα από τις θετικές συνέπειες στην χρηματιστηριακή αγορά- θέτει πάντως σε μεγαλύτερο κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά των χωρών της ευρωζώνης.
Παρά την οικονομική ώθηση που φέρνει ο επανεξοπλισμός, η πραγματικότητα είναι ότι όλες οι χώρες είναι καταδικασμένες να ξοδεύουν περισσότερα σε μια εποχή που, για ορισμένες τουλάχιστον, η κατάσταση όσον αφορά τα ελλείμματα και τις δημόσιες δαπάνες είναι ήδη περίπλοκη.
Η Scope Ratings για παράδειγμα, θεωρεί ότι οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες «θα οδηγήσουν σε υψηλότερο δανεισμό και επιδείνωση της πορείας του χρέους προς το ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, και επομένως σε πιο αδύναμα πιστωτικά προφίλ των κρατών μελών, εκτός εάν οι κυβερνήσεις μειώσουν τις δαπάνες σε άλλους τομείς ή αυξήσουν τα έσοδα».
Η εταιρεία εξήγησε ότι «τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ θα πρέπει να διαθέτουν, κατά μέσο όρο, ένα επιπλέον 0,8% του ΑΕΠ κάθε χρόνο για να καλύψουν μια αύξηση 2% του ΑΕΠ στις αμυντικές δαπάνες».
Ο οίκος Fitch επίσης σχολίασε ότι οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες θα οδηγήσουν σε « μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρηματοδοτικές ανάγκες, δεδομένης της δυσκολίας να γίνουν ισοδύναμες περικοπές δαπανών, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, του υψηλότερου κόστους χρέους, των απαιτήσεων για αύξηση των κοινωνικών δαπανών και των πολιτικών προκλήσεων από ενδεχόμενη αύξηση της φορολογίας».