Skip to main content

Η Κίνα αίρει το εμπάργκο στη Boeing μετά την ανακωχή με ΗΠΑ

Σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg το Πεκίνο έχει αρχίσει να ενημερώνει τις αεροπορικές της χώρας ότι μπορούν να επαναλάβουν τις παραλαβές αεροσκαφών

Η Κίνα ήρε την απαγόρευση στις παραδόσεις αεροσκαφών Boeing, σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το Bloomberg. H κίνηση έρχεται μετά την πρόσφατη συμφωνία αποκλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία προβλέπει σημαντική μείωση των δασμών εκατέρωθεν.

Όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, οι κινεζικές αρχές έχουν αρχίσει να ενημερώνουν αυτή την εβδομάδα τις εγχώριες αεροπορικές εταιρείες και τις αρμόδιες υπηρεσίες ότι μπορούν να επαναλάβουν τις παραλαβές αμερικανικών αεροσκαφών. Κάθε εταιρεία θα έχει τη διακριτική ευχέρεια να οργανώσει την παράδοση με βάση τις δικές της ανάγκες και όρους.

Η επανέναρξη των παραδόσεων συνιστά άμεση τόνωση για τη Boeing, η οποία είχε βρεθεί στο επίκεντρο του σκληρού μπρα ντε φερ μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Η πρόσφατη συμφωνία προβλέπει μείωση των αμερικανικών δασμών στα κινεζικά προϊόντα από 145% στο 30% για περίοδο 90 ημερών, ενώ η Κίνα μειώνει τους δικούς της δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα από 125% στο 10% και αποσύρει σειρά αντίμετρων που είχε επιβάλει από τις 2 Απριλίου.

Ωστόσο, η χαλάρωση των περιορισμών μπορεί να αποδειχθεί προσωρινή, εάν δεν υπάρξει συνολική διευθέτηση του εμπορικού πολέμου εντός του τριμήνου.

Ισχυρό πλήγμα

Η Boeing είχε πληγεί σοβαρά από τις σκληρές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στους βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, οι οποίες οδήγησαν σε σκληρές κινεζικές αντίμετρα. Τα αεροσκάφη της αμερικανικής εταιρείας κατέστησαν ασύμφορα για τις κινεζικές εταιρείες, ενώ το Πεκίνο έδωσε εντολή για πάγωμα των παραδόσεων.

Σημάδια αποκλιμάκωσης άρχισαν να διαφαίνονται στα τέλη Απριλίου, όταν το Πεκίνο εξέφρασε προθυμία να υποστηρίξει «κανονική συνεργασία» με τις αμερικανικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της άρσης πρόσθετων δασμών σε εισαγωγές όπως ιατρικός εξοπλισμός, χημικά προϊόντα και μισθώσεις αεροσκαφών.

Μια δύσκολη επιστροφή

Παρά την άρση της απαγόρευσης, δεν είναι σαφές πότε ακριβώς θα μπορέσουν οι κινεζικές εταιρείες να παραλάβουν τα αεροσκάφη που χρειάζονται. Εκπρόσωπος της Boeing αρνήθηκε να σχολιάσει, ενώ δεν υπήρξε άμεση ανταπόκριση από τη Διοίκηση Πολιτικής Αεροπορίας της Κίνας (CAAC).

Ορισμένα αεροσκάφη είχαν επιστραφεί στις ΗΠΑ μετά την άρνηση παραλαβής από τους κινεζικούς πελάτες. Η Boeing είχε ήδη προειδοποιήσει ότι εξετάζει την πώληση αυτών των αεροσκαφών σε άλλες αγορές. Η προοπτική διαθέσιμων 737 Max είχε προκαλέσει ενδιαφέρον από Ινδία, Μαλαισία και Σαουδική Αραβία, καθώς αεροπορικές εταιρείες έσπευδαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία.

Με περίπου 50 αεροσκάφη να έχουν προγραμματιστεί για παράδοση στην Κίνα μέσα στο 2025, η άρση της απαγόρευσης εξοικονομεί στη Boeing χρόνο και κόστος εντοπισμού νέων αγοραστών και διασφαλίζει σημαντικές εισπράξεις μόλις ολοκληρωθούν οι παραδόσεις.

Η Κίνα αναμένεται να καλύψει το 20% της παγκόσμιας ζήτησης σε αεροσκάφη την επόμενη εικοσαετία. Το 2018, σχεδόν το 25% της παραγωγής της Boeing κατέληγε στην κινεζική αγορά. Ωστόσο, λόγω των εμπορικών εντάσεων και εσωτερικών κρίσεων, η Boeing δεν έχει εξασφαλίσει σημαντικές νέες παραγγελίες από την Κίνα τα τελευταία χρόνια.

Η Κίνα ήταν η πρώτη χώρα που καθηλώνει τα 737 Max το 2019, έπειτα από δύο φονικά δυστυχήματα. Οι αντιπαραθέσεις με την κυβέρνηση Μπάιντεν αλλά και με την πρώτη θητεία Τραμπ ώθησαν πολλούς κινέζους αγοραστές προς την Airbus. Το 2024, η Boeing υπέστη νέο πλήγμα αξιοπιστίας όταν καπάκι πόρτας σε αεροσκάφος της εκτινάχθηκε εν πτήσει, προκαλώντας διεθνή ανησυχία.

Η Boeing σε ρόλο γεωπολιτικού παίχτη

Ο ρόλος της Boeing στις παγκόσμιες εμπορικές σχέσεις γίνεται όλο και πιο πολιτικός. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία περιλαμβάνει παραγγελία της British Airways για 32 αεροσκάφη 787-10 Dreamliner αξίας 10 δισ. δολαρίων.

Η αποκατάσταση της σχέσης με την Κίνα ενισχύει τις προσπάθειες της Boeing να ανακάμψει σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, ωστόσο η σταθερότητα παραμένει εύθραυστη όσο οι δασμοί και οι γεωπολιτικές εντάσεις καραδοκούν.