Skip to main content

Οι ξένες εταιρείες αμφιβάλλουν για την πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας

REUTERS/Lisi Niesner/File Photo

Τα μεγαλύτερα ινστιτούτα στη Γερμανία έχουν μειώσει απότομα τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη

«Υπερβολική γραφειοκρατία, ξεπερασμένη ψηφιακή υποδομή, ενέργεια που είναι πολύ ακριβή και φόροι πολύ υψηλοί: Αυτές είναι οι συνήθεις κατηγορίες των ξένων εταιρειών όταν μιλάνε για τη Γερμανία εδώ και χρόνια»: Δεν πρόκειται για κακόβουλα σχόλια κάποιου αντι-γερμανικού εντύπου, αλλά για την άποψη της Hansdelsblatt – της μεγαλύτερης οικονομικής εφημερίδας στη Γερμανία.

Σε μια σπάνια δόση αυτοκριτικής, η γερμανική εφημερίδα λέει μάλιστα ότι «αυξάνονται οι αμφιβολίες μεταξύ των ξένων εταιρειών για την πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας»!

Παγκόσμιες εταιρείες όπως η Apple, η Nestle, η Sanofi και η Toyota, βασίζονταν ανέκαθεν σε ένα πράγμα στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης: την πολιτική σταθερότητα. Αυτό έχει πλέον τελειώσει, όπως δείχνει μια νέα έρευνα της KPMG για την Handelsblatt. Μόνο το 58% των 350 επικεφαλής οικονομικών διευθυντών (CFO) ξένων εταιρειών στη Γερμανία που ερωτήθηκαν, θεωρούν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης ως μία από τις πέντε πιο σταθερές πολιτικά χώρες της ΕΕ. Πριν από δύο χρόνια ήταν τέσσερις στους πέντε CFO (80%).

«Τι συμβαίνει στην οικονομία της Γερμανίας και γιατί η χώρα έχει επιβραδύνει;» διερωτάται η ιταλική La Stampa. «Η μεταποίηση καταρρέει: -1,6% τον Δεκέμβριο, τριπλάσιο από το αναμενόμενο. Η χειρότερη ανάπτυξη μεταξύ των G20 το 2024», γράφει η εφημερίδα του Τορίνου.

«Η γερμανική οικονομία έχει παραλύσει», συνοψίζει ο Γερμανός οικονομολόγος Τίμο Φολμερσάουζερ από το ινστιτούτο του Μονάχου (Ifo). «Τα υψηλά επιτόκια και οι αυξήσεις τιμών συνδυάζονται με την πολιτική λιτότητας της κυβέρνησης και την αδυναμία της παγκόσμιας οικονομίας. Περνάμε άλλη μια χειμερινή ύφεση», προσθέτει.

Τα μεγαλύτερα ινστιτούτα στη Γερμανία έχουν μειώσει άλλωστε απότομα τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη.

Για την ευρωπαϊκή ιστοσελίδα Atlantico, η γερμανική οικονομική κατάσταση δεν είναι καταστροφή. Είναι περισσότερο μια μεγάλη κρίση που οφείλεται σε στρατηγικό αδιέξοδο. «Ο όρος καταστροφή έχει περισσότερο νόημα όταν μιλάμε για τη Βενεζουέλα, την Αϊτή και ίσως τελικά τη Γαλλία», εκτιμά η ιστοσελίδα.

Σε αδιέξοδο

Η Γερμανία επλήγη από την ενεργειακή κρίση, που πυροδότησε η διακοπή του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου, λόγω της εισβολής της Μόσχας στην Ουκρανία. Στην κρίση συνέβαλε και η βιαστική εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας. «Οι Γερμανοί επένδυσαν 400 δισεκατομμύρια ευρώ για να αντικαταστήσουν την πυρηνική ενέργεια που εξακολουθούσε να λειτουργεί πολύ καλά και αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε αδιέξοδο», γράφει η Atlantico και εκτιμά ότι «για να ανακάμψει από αυτήν την εντελώς παράλογη ενεργειακή πολιτική, η Γερμανία θα αναγκαστεί να βυθίσει τα δημόσια οικονομικά της».

Πολλά στοιχεία εξηγούν αυτά τα άσχημα αποτελέσματα: Πρώτον, η Γερμανία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές της, που αντιπροσωπεύουν το «μισό του ΑΕΠ», υπογραμμίζει η γαλλική Les Echos.

Το διεθνές πλαίσιο δεν ευνοεί τις επιχειρήσεις: «την κρίση του κορωνοϊού ακολούθησε η ρωσική εισβολή  στην Ουκρανία, η οποία προκάλεσε προσωρινά μια θεαματική αύξηση στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων», αναφέρει η Tagesschau. Και πιο πρόσφατα, «η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή δημιουργεί νέες αβεβαιότητες», αναφέρει η γερμανική εφημερίδα. «Ο προσανατολισμένος στις εξαγωγές μεταποιητικός τομέας της Γερμανίας έχει πληγεί από την απώλεια φθηνής ρωσικής ενέργειας και την επιβράδυνση της κινεζικής ζήτησης», εξηγούν οι Financial Times. Στη συνέχεια, «ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 5,9% κατά μέσο όρο το 2023»,σημειώνει η Le Monde. «Με την αύξηση των λογαριασμών ενέργειας και του κόστους δανεισμού, τα νοικοκυριά αναγκάστηκαν να μειώσουν τις δαπάνες τους», αναφέρει o Guardian.

Επιπλέον, οικονομολόγοι του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής και Οικονομικής Έρευνας του Ιδρύματος Hans Bockler καταγγέλλουν τη λιτότητα που εφαρμόζει η γερμανική κυβέρνηση. Σε συνέντευξή τους στο Der Spiegel, θεωρούν ότι το δημοσιονομικό φρένο χρέους «καθιστά πιο δύσκολες σημαντικές επενδύσεις στην προστασία του κλίματος και τις υποδομές».

Επιπλέον, «η οικονομία δεν αναπτύσσεται πλέον και οι επενδύσεις για το μέλλον μειώνονται. Το αποτέλεσμα είναι πολιτικές συγκρούσεις σε ολόκληρη τη χώρα», τονίζει ο Ούλριχ Κάτερ επικεφαλής οικονομολόγος της DekaBank.

Για τον Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας στην ολλανδική τράπεζα ING, το 2024 θα είναι όπως το 2023. «Δεν υπάρχει καμία επικείμενη ανάκαμψη και η οικονομία φαίνεται έτοιμη να αντιμετωπίσει την πρώτη ύφεση δύο ετών από τις αρχές της δεκαετίας του 2000».

«Ο δημόσιος κακός λύκος»

Το κλίμα έχει επιδεινωθεί επίσης λόγω της εμμονής του υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, για περικοπές δαπανών. Με επιστολή του προς όλα τα υπουργεία ο Λίντνερ ζητά να σφίξουν το ζωνάρι στους προϋπολογισμούς για το 2025, διχάζοντας τον ίδιο τον κυβερνητικό συνασπισμό.

Η Γερμανία έχει πάντως να αντιμετωπίσει ένα υψηλό δημοσιονομικό κενό, το οποίο θα ξεπεράσει τα 25 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο για την επόμενη χρονιά.

Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν όμως ότι για το γερμανικό πρόβλημα τη μεγαλύτερη ευθύνη έχει ο νεοφιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ. «Όλα πρέπει να θυσιαστούν στις επικίνδυνες νεοφιλελεύθερες εμμονές του», λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Κριστιάν Σεβανό. Και το θέμα είναι ότι οι πολιτικές αυτές πληγώνουν όλη την ΕΕ. «Δεν είναι καν ένα νεοφιλελεύθερο εγχείρημα γερμανικού τύπου στο οποίο η δημόσια εξουσία οργανώνει τις δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα. Η Ευρώπη είναι απλώς μια καθαρή αγορά, κατά τον τρόπο της Θάτσερ, στην οποία τα αγαθά, οι υπηρεσίες και το κεφάλαιο πρέπει να μπορούν να κυκλοφορούν χωρίς σύνορα και χωρίς έλεγχο. Ας μην ψάχνουμε όμως άλλες εξηγήσεις, για τον Λίντνερ, ο “κακός λύκος του δημοσίου” ρυθμίζει υπερβολικά την οικονομία»…