Skip to main content

Βασίλης Καλφάκης: «…ένας σκηνοθέτης πρώτα πρώτα οφείλει να είναι μανιακός αναγνώστης…»

Στο Θέατρο 104, υπό τους δυνατούς ήχους μπαλονιών που σκάνε, έκανε πρεμιέρα η παράσταση «Μαχαίρι στο κόκαλο» από την ομάδα Θεάτρου Ça Va, σε σκηνοθεσία Βασίλη Καλφάκη με τον ίδιο να πρωταγωνιστεί μαζί με τη Σάντρα Λειβαδάρα [στάση Μετρό: «Κεραμεικός»].

Το έργο-που θα ανέβει μόνο για οκτώ παραστάσεις- Σάββατο και Κυριακή στις 8.30 μ.μ.,  βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Κώστα Μουρσελά [1932-2017].

«Μισός αιώνας από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μισός αιώνας από τους αγώνες που οδηγούν στην Μεταπολίτευση. Μισός αιώνας από τότε που ο Κώστας Μουρσελάς βάζει το “Μαχαίρι στο κόκαλο” και γράφει για ανθρώπους που έχουν χάσει από καιρό το “ανθρώπινο” μέσα τους. Μέλη μιας κοινωνίας και αυτοί, “ζουν” απολαμβάνοντας τα λαμπρά χρόνια της “κοινωνικής ευημερίας”. Απολαμβάνουν και ανέρχονται αδιάκοπα», αναφέρει στην αρχή του Σκηνοθετικού του Σημειώματος, ο  Βασίλης Καλφάκης· μιλήσαμε μαζί του.

Τι σας γοήτευσε στο έργο του Μουρσελά και αποφασίσατε να το διασκευάσετε και να το ανεβάσετε;
«Αυτό που με γοήτευσε, εξαρχής,  στο έργο του,  είναι η αντίσταση του ανθρώπου απέναντι στη φόρα των πραγμάτων. Πόση αντοχή μπορεί να δείξει o κάθε άνθρωπος απέναντι στη φθορά και πόσο μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με τους άλλους,  χωρίς να υποχωρήσει η σκέψη του στην προσαρμογή και την μονοφωνία».

Πόσο σύγχρονος είναι ο Μουρσελάς σήμερα;
«Ο Μουρσελάς  συνέλαβε με οξύνοια πως η απόλυτη προσαρμογή του ανθρώπου στον χρηματοπιστωτικό πολιτισμό θα οδηγούσε σύντομα σ’ αυτό που ζούμε τώρα: οτιδήποτε να αγοράζεται. Κυριολεκτικά πια. Για παράδειγμα,  μιλάμε  σήμερα για τέχνες, παιδεία, πνευματική καλλιέργεια μόνο όσο αυτά λειτουργούν μέσα σε μηχανισμούς διαφήμισης και αγοράς. Στη δραματουργία του Μουρσελά,  βλέπουμε πάντα την  πορεία ενός ανθρώπου, ο οποίος  χάνει την αξιοπρέπειά του  μπροστά στο κυνήγι της επιτυχίας που επιβάλλεται ως σκοπός  ζωής. Κάτι που δεν θα το λέγαμε σύγχρονο μα και μελλοντικό».

Το έργο του είναι μία ανατομία της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, μία συνεχής πορεία που ξεκινά από τον διδακτικό κλαυσίγελο για να φτάσει σε ένα απόλυτα ειρωνικό και καυστικό σχόλιο. Εσείς το διαβάσατε μ’ αυτόν τον τρόπο;
«Δεν ξεφεύγεις εύκολα από τον συγγραφέα, όταν ο ίδιος έχει εστιάσει με έναν τόσο προσωπικό τρόπο πάνω στα ανθρώπινα δεινά. Η ειρωνεία και ο κλαυσίγελος διαπερνά όλο το έργο του. Κείμενα όπως το  “Κλειστόν λόγω μελαγχολίας”, “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά”, “Ο πόθος τρώει τα σωθικά”,  το αποδεικνύουν.  Αρχίζω να πιστεύω ότι  ένας συγγραφέας γράφει πάντα το ίδιο έργο θαυμάζοντας τις παραλλαγές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.  Η Ελένη και ο Λεωνίδας, το ζευγάρι του έργου, αποτελούν εκδοχές πάνω σε θέματα που τον απασχολούσαν  πάντα.  Απ’ την άλλη,  ένας σκηνοθέτης πρώτα πρώτα οφείλει να είναι ένας μανιακός αναγνώστης. Να επισκέπτεται το συγγραφικό έργο ως ένα εργαστήριο πολλαπλών και απροσδόκητων χημικών αντιδράσεων. Προσωπικά,   βρήκα  τους  τρόπους για να “διαβάσω” το “Μαχαίρι” μελετώντας  όλο και πιο πολύ Μουρσελά· τα υπόλοιπα θεατρικά, τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα».

Πόσο δύσκολο είναι για έναν καλλιτέχνη και να σκηνοθετεί και να πρωταγωνιστεί, παράλληλα, σε μια παράσταση;
«Πιστεύω πως η “δυσκολία” έγκειται πάντα μέχρι να βρεθεί στην πρόβα ένας μηχανισμός μέσα στον οποίο να λειτουργούν οι ηθοποιοί . Να μπορούν να παίζουν με όλα τα δοσμένα υλικά του έργου. Αυτό οφείλει να εφεύρει η σκηνοθεσία. Από εκεί και πέρα,  αφήνεσαι στο παιχνίδι· πόσο μάλλον  όταν έχεις έναν καλό συμπαίκτη».

Συστήστε μας τον Λεωνίδα; Ποιος είναι ο ήρωας που ζωντανεύετε στη σκηνή του Θεάτρου 104;
«“Εμφανίσιμος άνθρωπος. Έχει μια γοητεία. Και τραγικός και γελοίος. Μπασταρδεμένος αστός. Πρώην προλετάριος”.  Μ’ αυτές τις γραμμές,  περιγράφει το πρόσωπο ο Κώστας Μουρσελάς. Αυτό είναι και για μένα. Ένας υβριδικός χαρακτήρας που φέρει  μέσα του στοιχεία ανοίκεια μεταξύ τους. Αλλάζει θέλοντας μόνο να πλησιάσει την επιτυχία και “σκοτώνει”  έτσι  καθετί αυθεντικό μέσα του. Για να παραφράσουμε και το τραγούδι, ο Λεωνίδας  γι’ αλλού κίνησε… γι’ αλλού… κι αλλού η ζωή τον πάει. Βέβαια, τώρα, θα μου πείτε τι ζωή είναι αυτή…».

Ο Λεωνίδας θυσιάζει πολλά στον βωμό της επαγγελματικής εξέλιξης. Έχετε αισθανθεί ποτέ ότι ξεπερνάτε τα όριά σας για να επιτύχετε κάτι επαγγελματικά;
«Ο Λεωνίδας δεν θυσιάζει πολλά στον βωμό της επαγγελματικής εξέλιξης. Εν αγνοία του, θυσιάζει τα πάντα. Μένει μόνος του και τυφλωμένος από “κατασκευασμένες” ανάγκες. Προσωπικά, έχω αισθανθεί να ξεπερνάω τα όρια, προσπαθώντας να διαμορφώσω τη σκέψη μου γύρω από τον άνθρωπο· με διαβάσματα, με παραστάσεις που στήσαμε με αξιόλογους συνεργάτες. Αυτά, βέβαια, είναι μικρές κουκίδες στον χάρτη.  Ο αιώνας μας, μέχρι τώρα, έχει να δώσει μία περιχαράκωση του ανθρώπου στους τέσσερις τοίχους του, με μια ανοιχτή οθόνη και σωρηδόν ειδοποιήσεις. Και είναι δύσκολο αυτό. Ειδικά σε μια κοινωνία,  η οποία ξεπερνάει καθημερινά τα όρια του μίσους και αντιμετωπίζει τον συνάνθρωπο  σαν “κομμάτι” κρέας».

«Μισός αιώνας από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μισός αιώνας από τους αγώνες που οδηγούν στην Μεταπολίτευση» διαβάζουμε στο δελτίο Τύπου. Τι έχει αλλάξει από τότε και τι παραμένει ίδιο;
«Προφανώς,  ό,τι γίνεται μουσειακής χρήσεως  γρήγορα  χάνει τη δυναμική του στο παρόν. Το Πολυτεχνείο ανήκει στην ιστορία αλλά,  δυστυχώς,  για πολύ κόσμο αποτελεί  πια μια αργία μέσα σ’ όλες. Την ίδια στιγμή, όμως, ανατροφοδοτεί τη σκέψη μας κριτικά σε σχέση με το τι ζητήθηκε μετά τη δικτατορία, τι επιτεύχθηκε και τι διατηρήθηκε ως πρόταγμα ανθρωπισμού. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι το σύνθημα ήταν “Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία” και αναρωτιέμαι, στον καιρό μιας πανίσχυρης και συνάμα απορρυθμισμένης αγοράς: πόσο ψωμί, πόση παιδεία και πόση ελευθερία μάς αναλογεί. Διότι η συζήτηση, πλέον, είναι γύρω από τα ποσοστά».

Με ποιο συναίσθημα θέλετε να φεύγουν οι θεατές από την παράσταση;
«Αναφέρατε τον κλαυσίγελο πριν. Με ενδιαφέρει πολύ αυτή η οριακή περιοχή για  τους θεατές ενώ  παρακολουθούν  την παράσταση».

Επόμενα επαγγελματικά σχέδια..
«Θα συμμετέχω στο  ολοκαίνουργιο θεατρικό έργο του Chris Cooper με τίτλο: “Στα Όρια”,  το όποιο σκηνοθετεί για το Εθνικό  Θέατρο η Σοφία Βγενοπούλου. Χαρά μεγάλη.  Ένα έργο γραμμένο για οριακές συναντήσεις επί σκηνής,  όπου δύο διαφορετικοί κόσμοι εφάπτονται με τρόπο ξεχωριστό. Ήδη ξεκινήσαμε να δουλεύουμε  μια ομάδα  πολύτιμων συνεργατών και είμαστε γεμάτοι προσδοκίες για τη συνάντησή μας με τον κοινό».

Ταυτότητα Παράστασης

Διασκευή – σκηνοθεσία: Βασίλης Καλφάκης
Μουσική: Ανρί Κεργκομάρ
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Σιέτου
Επιμέλεια σκηνικών-κοστουμιών: Ηλιάνα Μπαφέρου
Φωτισμοί: Βασίλης Γιαννακόπουλος
Φωτογραφίες-trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας.
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν: Σάντρα Λειβαδάρα και Βασίλης Καλφάκης.

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Σάββατο και Κυριακή στις 20:30· από 16 Σεπτεμβρίου και για 8 παραστάσεις.

Κατά τη διάρκεια της παράστασης ακούγονται δυνατοί ήχοι από σπάσιμο μπαλονιών.