Skip to main content

Η επανάσταση που ίσως σκάσει σαν φούσκα: Γιατί οι αγορές θυμίζουν 1929 και 2000

Η σημερινή φούσκα είναι μάλιστα ίσως 17 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του dot.com

Η εκρηκτική άνοδος των μετοχών τα τελευταία χρόνια συνοδεύεται από μια σειρά δεικτών που παραπέμπουν σε υπερβολή.

Οι αποτιμήσεις είναι ιδιαίτερα υψηλές, τα χαρτοφυλάκια συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό τίτλων, ενώ η κερδοσκοπία φαίνεται να επιστρέφει δυναμικά.

Ο Michael Hartnett, επικεφαλής στρατηγικής της Bank of America, επισημαίνει ότι «κάθε φούσκα στην Ιστορία έσπασε όταν οι κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής».

Σήμερα, καμία κεντρική τράπεζα δεν έχει αυξήσει τα επιτόκια το τελευταίο δίμηνο, γεγονός που δίνει «ανάσα» στις αγορές, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει την ψευδαίσθηση ασφάλειας.

Η υπερβολική ευφορία αποτυπώνεται και στις ροές κεφαλαίων: μέσα σε τρεις εβδομάδες, τα παγκόσμια ETFs μετοχών προσέλκυσαν 152 δισ. δολάρια.

Τα κεφάλαια που παραμένουν σε πιο συντηρητικά προϊόντα ρευστότητας βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την αξία της αγοράς μετοχών, γεγονός που φανερώνει ότι οι επενδυτές αναλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο ρίσκο.

Η σκιά του 1929

Ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό στατιστικό στοιχείο είναι ότι για πέντε συνεχόμενους μήνες, το χαμηλότερο επίπεδο του δείκτη S&P 500 καταγράφηκε την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης κάθε μήνα.

Η τελευταία φορά που παρατηρήθηκε αυτό το μοτίβο ήταν το 1928. Έναν χρόνο αργότερα ακολούθησε το κραχ του 1929.

Αν και ο Hartnett αποφεύγει να μιλήσει για «κορύφωση», η ιστορική μνήμη λειτουργεί σαν προειδοποιητικό καμπανάκι. Οι επενδυτές δεν μπορούν να αγνοούν ότι κάθε φορά που οι αγορές μοιάζουν «άτρωτες», η Ιστορία αποδεικνύεται αμείλικτη.

Η τεχνητή νοημοσύνη ως «μαύρη τρύπα» κεφαλαίου

Η επενδυτική έκρηξη στην τεχνητή νοημοσύνη είναι άνευ προηγουμένου. Μόνο το 2025, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες για κέντρα δεδομένων και εξοπλισμό εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 400 δισ. δολάρια — περισσότερα απ’ όσα δαπανήθηκαν συνολικά για το πρόγραμμα «Apollo» που οδήγησε τον άνθρωπο στη Σελήνη.

Για το 2026 και το 2027, οι προβλέψεις ανεβάζουν το ποσό πάνω από τα 500 δισ. ετησίως, ισοδύναμο με το ΑΕΠ μιας χώρας όπως η Σιγκαπούρη.

Ωστόσο, η πραγματική αγορά υπηρεσιών τεχνητής νοημοσύνης παραμένει μικροσκοπική: μόλις 12 δισ. δολάρια τον χρόνο, ποσό που παραπέμπει περισσότερο στο ΑΕΠ της Σομαλίας.

Το χάσμα ανάμεσα στην επένδυση και την απόδοση είναι τεράστιο, και για πολλούς αναλυτές αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα στρεβλής κατανομής πόρων.

Όταν το κόστος ξεπερνά το όφελος

Τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα έχουν φτάσει, σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς, σε σημείο κορεσμού.

Το κόστος ανάπτυξης εκτοξεύεται, ενώ οι βελτιώσεις είναι ελάχιστες. Το GPT-3 απαίτησε επένδυση περίπου 50 εκατ. δολαρίων, το GPT-4 πεντακόσια εκατομμύρια, ενώ το GPT-5 άγγιξε τα 5 δισ., χωρίς εμφανή ποιοτικό άλμα.

Παράλληλα, η χρήση τους από μεγάλες επιχειρήσεις δείχνει να επιβραδύνεται. Οι εφαρμογές συχνά δεν έχουν σαφές επιχειρηματικό μοντέλο, ενώ οι πάροχοι καταναλώνουν υπολογιστικούς πόρους που κοστίζουν περισσότερο απ’ ό,τι εισπράττουν.

Το αποτέλεσμα είναι μια βιομηχανία που κινδυνεύει να καταναλώνει κεφάλαιο αντί να το παράγει.

Οι ανησυχίες των κορυφαίων

Ο διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, Ντέιβιντ Σόλομον, προειδοποίησε πως «μέσα στους επόμενους 12 έως 24 μήνες είναι πιθανή μια σημαντική διόρθωση».

Όπως εξήγησε ο Solomon, «όταν οι επενδυτές είναι ενθουσιασμένοι, βλέπουν μόνο τις ευκαιρίες και παραβλέπουν τους κινδύνους».

Ο Τζεφ Μπέζος μίλησε για «βιομηχανική φούσκα», ενώ ο βετεράνος επενδυτής Leon Cooperman και αναλυτές της Saxo Bank συγκρίνουν τη σημερινή εικόνα με τις μεγάλες κερδοσκοπικές μανίες του παρελθόντος.

Φούσκα πολλαπλάσιας έντασης;

Οι επενδυτικοί οίκοι δίνουν διαφορετικές κατευθύνσεις. Η Bank of America προτείνει στρατηγική «διπλού άκρου»: τοποθετήσεις σε μετοχές τεχνητής νοημοσύνης και πρώτες ύλες από τη μία πλευρά, και σε εμπορεύματα από την άλλη, εκτιμώντας ότι η τεχνολογική έκρηξη θα αυξήσει κατακόρυφα τη ζήτηση για ενέργεια και μέταλλα.

Αντίθετα, η MacroStrategy συμβουλεύει ενίσχυση θέσεων σε αναδυόμενες αγορές, όπως η Ινδία και το Βιετνάμ, καθώς και σε χρυσό και κρατικά ομόλογα μικρής διάρκειας.

Η MacroStrategy είναι άκρως απαισιόδοξη για την κατάσταση στην αμερικανκή αγορά. Σε σημείωμά της προς θεσμικούς επενδυτές υποστηρίζει ότι η σημερινή «έκρηξη» της τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι απλώς μια νέα εκδοχή της φούσκας του διαδικτύου στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αλλά ένα φαινόμενο πολλαπλάσιας έντασης.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, αν μετρηθεί η στρεβλή κατανομή κεφαλαίου (με βάση την προσέγγιση του Σουηδού οικονομολόγου Knut Wicksell), η παρούσα φούσκα είναι 17 φορές μεγαλύτερη από τη dot-com και 4 φορές μεγαλύτερη από τη φούσκα της αγοράς στεγαστικών δανείων το 2008.

Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι οι επενδύσεις σε τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς υπερβολικές, αλλά ενδέχεται να απειλούν τη σταθερότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αν οι προσδοκίες διαψευστούν

Το χάσμα ανάμεσα σε Wall Street και Main Street

Η εικόνα στην αμερικανική οικονομία αποτυπώνει την ανισότητα. Οι μετοχές εταιρειών πολυτελείας, όπως η Ferrari, καταγράφουν υψηλές αποδόσεις, ενώ τίτλοι που απευθύνονται σε καταναλωτές χαμηλότερων εισοδημάτων, όπως η Dollar General, υποχωρούν.

Η Bank of America εκτιμά ότι η χρηματιστηριακή περιουσία είναι σήμερα έξι φορές μεγαλύτερη από το μέγεθος της πραγματικής οικονομίας. Η Wall Street δείχνει να κινείται με ταχύτητα που η Main Street αδυνατεί να ακολουθήσει, ενισχύοντας τις κοινωνικές ανισότητες και τη δυσαρέσκεια.

Αν το πάρτι τελειώσει

Το πιο απαισιόδοξο σενάριο μιλά για κίνδυνο αποπληθωριστικής ύφεσης. Αν η «φούσκα» σκάσει, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και η κυβέρνηση Τραμπ θα δυσκολευτούν να στηρίξουν την οικονομία. Μια πιθανή στρατηγική θα ήταν η υποτίμηση του δολαρίου, ώστε να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή και η απασχόληση.

Ο οικονομολόγος Paul Kedrosky παρομοιάζει την τρέχουσα κατάσταση με το τηλεπικοινωνιακό «μπουμ» της δεκαετίας του ’90, το οποίο απορρόφησε τεράστιους πόρους και άφησε την υπόλοιπη οικονομία χωρίς κεφάλαιο. Η ιστορία, όπως σημειώνει, δείχνει ότι τέτοιες υπερβολές αργά ή γρήγορα οδηγούν σε βίαιη προσαρμογή.

Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αποδειχθεί η σημαντικότερη τεχνολογία του 21ου αιώνα. Όμως, όπως συνέβη με τους σιδηρόδρομους τον 19ο αιώνα και το διαδίκτυο στο τέλος του 20ού, η πορεία της ίσως περάσει πρώτα μέσα από μια φούσκα που θα σκάσει.

Το ερώτημα δεν είναι αν η τεχνολογία θα αλλάξει τον κόσμο. Είναι πόσο ομαλή — ή πόσο οδυνηρή — θα είναι η διαδρομή των αγορών μέχρι να ξεχωρίσουν οι πραγματικοί νικητές.