Οι διεθνείς αγορές ομολόγων εκπέμπουν SOS. Από τη Γαλλία έως την Ιαπωνία και από τη Βρετανία έως τις ΗΠΑ η απότομη άνοδος των αποδόσεων επαναφέρει στο προσκήνιο τους φόβους για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Αναλυτές της Deutsche Bank μιλούν για έναν «αργό αλλά αμείλικτο φαύλο κύκλο»: οι υψηλότερες αποδόσεις αυξάνουν το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους, ενώ οι αμφιβολίες για τη δυνατότητα μείωσης των ελλειμμάτων ωθούν τους επενδυτές να απαιτούν ακόμη υψηλότερο risk premium.
Ρεκόρ σε μακροπρόθεσμες λήξεις
Μολονότι στο τέλος της εβδομάδας οι αποδόσεις υποχώρησαν ελαφρά, είχαν προηγηθεί ιστορικά υψηλά: Το 30ετές ιαπωνικό ομόλογο είδε την απόδοσή του να εκτινάσσεται σε νέο ρεκόρ, το βρετανικό 30ετές σε υψηλό 27ετίας. Η απόδοση του αμερικανικού 30ετούς ξεπέρασε το 5% για πρώτη φορά από τον Ιούλιο.
Οι κινήσεις αυτές ανησυχούν τις αγορές, καθώς οι μακροχρόνιες αποδόσεις συνδέονται άμεσα με επιτόκια στεγαστικών δανείων και το κόστος χρηματοδότησης επιχειρήσεων.
Αναλυτές όπως ο James Carter του W1M Fund προειδοποιούν ότι η άνοδος στο 30ετές αμερικανικό ομόλογο είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, λόγω της σημασίας του για τα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η πίεση έχει ενταθεί από τις παρεμβάσεις του προέδρου Τραμπ στη Fed, οι οποίες θεωρούνται αντιφατικές. Στην Ευρώπη, οι αποδόσεις επιβαρύνουν ήδη τις μετοχές, καθώς οι επενδυτές στρέφονται σε «ασφαλέστερα» στοιχεία ενεργητικού με υψηλότερη απόδοση. Δεν θα αργήσει η πίεση και σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού να περάσει από την αγορά στα νοικοκυριά μέσω των στεγαστικών δανείων.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η Kate Marshall (Hargreaves Lansdown), η συσχέτιση δεν είναι πάντα ξεκάθαρη: σε κάποιες φάσεις του 2025 μετοχές και αποδόσεις κινούνταν ανοδικά ταυτόχρονα.
Ανάσα για τις εταιρείες – Αλλά με κόστος
Στην αγορά εταιρικών ομολόγων, οι υψηλές αποδόσεις έχουν διπλό αποτέλεσμα: αυξάνουν τη ζήτηση για τίτλους, μειώνουν την προσφορά καθώς οι εταιρείες διστάζουν να εκδώσουν νέο χρέος.
Όπως σημειώνει ο Viktor Hjort της BNP Paribas, αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη πειθαρχία στα εταιρικά ισοζύγια.
Ωστόσο, ο Kallum Pickering της Peel Hunt προειδοποιεί ότι η πραγματική οικονομία πιέζεται: τα υψηλά επιτόκια περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες, αποθαρρύνουν ιδιωτικές επενδύσεις και διατηρούν την αβεβαιότητα.
Η αμερικανική πρόκληση
Η συζήτηση είναι ιδιαίτερα έντονη στις ΗΠΑ, όπου οι αποδόσεις του 30ετούς ξεπέρασαν το 5% λίγο πριν από την απόφαση δικαστηρίου να κρίνει παράνομους τους περισσότερους δασμούς Τραμπ – εξέλιξη που δημιουργεί τον κίνδυνο επιστροφής δισεκατομμυρίων στο Δημόσιο ταμείο.
Ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτς προειδοποίησε ότι οι αγορές δεν έχουν ακόμη αποτιμήσει πλήρως τη δημοσιονομική εικόνα, ενώ αμφισβήτησε το επιχείρημα ότι τα έσοδα από δασμούς θα καλύψουν το έλλειμμα.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρώην επικεφαλής του CEA Τζέισον Φέρμαν τόνισε ότι η κυβέρνηση έχει «κλειδώσει» μια πορεία ελλείμματος άνω του 6% του ΑΕΠ.
Η «χρυσή ασπίδα» που χάθηκε
Προστίθεται και μια νέα διάσταση: η μελέτη του NBER δείχνει ότι το λεγόμενο convenience yield των αμερικανικών Treasuries —δηλαδή το πλεονέκτημα ασφάλειας και ρευστότητας που τα καθιστούσε διαχρονικά πόλο έλξης— έχει χαθεί.
Από θετικό, έχει γίνει αρνητικό, με κόστος εκατοντάδων δισ. δολαρίων σε πρόσθετες πληρωμές τόκων για το Δημόσιο. Με το χρέος των ΗΠΑ να έχει εκτιναχθεί στα 37 τρισ. δολάρια, κάθε νέα αύξηση δανεισμού μεταφράζεται σε δυσβάσταχτο κόστος εξυπηρέτησης.
Οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές, καθώς τα δημοσιονομικά βάρη, οι εμπορικές εντάσεις και η αβεβαιότητα για τις κεντρικές τράπεζες διαμορφώνουν ένα περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας.
Το ερώτημα για τους επενδυτές είναι αν η άνοδος των αποδόσεων αποτελεί παροδικό επεισόδιο ή αν εγκαινιάζει μια νέα εποχή, όπου το κόστος δανεισμού θα παραμένει διαρκώς υψηλότερο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά.