Σε επίπεδα που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε διαμορφώνεται ο ημερήσιος τζίρος στο Χ.Α., ο οποίος παρότι διανύουμε τον Αύγουστο, δηλαδή έναν από τους πλέον «νεκρούς» μήνες του έτους, συνεχίζει να προσφέρει μπόλικο… ψωμί στους επενδυτές.
Τα στοιχεία είναι απολύτως ενδεικτικά, καθώς στις μέχρι στιγμής 15 συνεδριάσεις ο μέσος όρος των συναλλαγών κυμαίνεται άνω των 215 εκατ. ευρώ. Ας έχουμε υπόψη ότι ο αντίστοιχος μέσος όρος του περσινού Αυγούστου ήταν μόλις 109,5 εκατ. ευρώ, ενώ για να συναντήσουμε επίδοση άνω των 200 εκατ. ευρώ τον συγκεκριμένο μήνα θα πρέπει να γυρίσουμε στην προ κρίσης εποχή.
Το ευχάριστο φαινόμενο των «φουσκωμένων» συναλλακτικών αξιών, φυσικά, δεν είναι ανεξήγητο. Αντίθετα, έχει μια συγκεκριμένη ερμηνεία, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο «αφήγημα» της ελληνικής αγοράς. Μιας ελληνικής αγοράς, η οποία δείχνει έτοιμη να αλλάξει… πίστα. Οι μεγάλες αποδόσεις του ’25, οι οποίες δημιουργούν την αίσθηση του FOMO (fear of missing out), τα διαδοχικά εταιρικά deals, τα οποία διατηρούν ζωηρό το ενδιαφέρον, η αθρόα εισροή ξένων κεφαλαίων, η οποία έστω και καθυστερημένα αρχίζει να παρασέρνει και τους Έλληνες, και κυρίως η προοπτική αναβάθμισης στις Αναπτυγμένες Αγορές (χωρίς να παραβλέπουμε και τις προοπτικές από τον πιθανό «γάμο» της ΕΧΑΕ με τη Euronext) αποτελούν τους βασικούς λόγους πίσω από την εκτίναξη του ενδιαφέροντος.
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι παρότι το Χ.Α. τυπικά συνεχίζει να συγκαταλέγεται στις Αναδυόμενες Αγορές, ουσιαστικά διανύει μια περίοδο μετάβασης, κατά την οποία ολοένα και περισσότερα ξένα funds αρχίζουν να τοποθετούνται, θέλοντας να προκαταλάβουν τις εξελίξεις – είτε αυτές έρθουν τους αμέσως επόμενους μήνες, είτε μετατεθούν για το α’ εξάμηνο του 2026. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι αναλυτές παρατηρούν ότι η Λεωφόρος Αθηνών εδώ και μερικούς μήνες συμπεριφέρεται σαν ήδη να ανήκει στην «οικογένεια» των ώριμων αγορών. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι ο μέσος ημερήσιος τζίρος για το 2025 (Ιανουάριος – Ιούλιος) ανέρχεται σε 202,3 εκατ. ευρώ, ένα ποσό το οποίο είναι αυξημένο κατά 44,8% σε σχέση με πέρυσι (139,7 εκατ. ευρώ ο μέσος όρος του 2024).
Μάλιστα, τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι εφόσον οι αριθμοί συνεχίσουν να ευδοκιμούν στο εναπομείναν 4μηνο του έτους, τότε το 2025 δεν αποκλείεται να αποτελέσει την καλύτερη χρονιά (από άποψη τζίρου) από το μακρινό 2009, όταν ο μέσος όρος του 12μήνου είχε διαμορφωθεί στα 205,1 εκατ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι το ιστορικό ρεκόρ ανήκει στο 2008, με τον ημερήσιο τζίρο να καθορίζεται στα 314,6 εκατ. ευρώ. Βέβαια, μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική εποχή, κατά την οποία οι οικονομικές συνθήκες, το momentum της αγοράς και ο αριθμός των εισηγμένων εταιρειών ήταν εντελώς διαφορετικά.
Διασπορά ενδιαφέροντος
Είναι λογικό οι συστημικές τράπεζες και τα υπόλοιπα «χαρτιά» του MSCI Standard Greece να έχουν τη μερίδα του λέοντος σ’ αυτό το «παιχνίδι», αξιοποιώντας τη μεγαλύτερη ορατότητα προς το επενδυτικό κοινό. Ωστόσο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε το γεγονός ότι σταδιακά καταγράφεται μια διασπορά του ενδιαφέροντος σ’ όλο το μήκος και το εύρος του ταμπλό, με αποτέλεσμα ο αυξημένος τζίρος να συνιστά σημείο κατατεθέν των περισσότερων «χαρτιών». Μάλιστα, αυτό ισχύει και για μετοχές οι οποίες είτε είναι λιγότερο δημοφιλείς είτε είναι εκτός… μόδας.
Προσπαθώντας να βρούμε τα αίτια που γεννούν τη διάχυση, καταλήγουμε σε δύο βασικές παραμέτρους: 1) τα κυοφορούμενα επιχειρηματικά deals, τα οποία μαγνητίζουν το ενδιαφέρον των επενδυτών, όπως βλέπουμε ήδη να έχει συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις το τελευταίο χρονικό διάστημα και 2) την προσπάθεια ορισμένων traders να αναζητήσουν ένα νέο ελπιδοφόρο-κρυφό «play» προς τέρψη υψηλότερων αποδόσεων. Γι’ αυτό τον λόγο, βλέπουμε αρκετά συχνά «ξεχασμένες» εισηγμένες με ικανοποιητικά θεμελιώδη μεγέθη να έρχονται ξανά στο προσκήνιο.
Φυσικά, όπως συμβαίνει σε κάθε bull market, μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, με αποτέλεσμα να μην απουσιάζουν και τα φαινόμενα εκτόξευσης του τζίρου σε μετοχές κυρίως της μικρής ή της πολύ μικρής κεφαλαιοποίησης χωρίς κάποιον ουσιαστικό λόγο.
Ρεκόρ στις μερίδες
Πάντως, το «ζωηρό» ενδιαφέρον των επενδυτών αποτυπώνεται και σε μια σειρά επιμέρους ποιοτικών στοιχείων, τα οποία δείχνουν ότι το ελληνικό χρηματιστήριο σταδιακά μετατρέπεται εκ νέου σε πόλο έλξης κεφαλαίων.
Είναι ενδεικτικό ότι ο αριθμός των ενεργών μερίδων, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Ιούλιος ’25), ανέρχεται πλέον σε 33.764, καταγράφοντας άνοδο κατά 50% σε σχέση με τον προηγούμενο 12μηνο (Ιούλιος ’24).
Για να συναντήσουμε υψηλότερο αριθμό από τον σημερινό θα πρέπει να γυρίσουμε στο… δυσάρεστο (από πλευράς εμπειριών) 2015, όταν ο αριθμός των ενεργών μερίδων πριν από τα capital controls και το προσωρινό κλείσιμο του Χ.Α. έφθανε τις 33.912. Βέβαια, εκείνη την περίοδο οι επενδυτές έκαναν… ουρά για να αποχωρήσουν, ενώ σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Γι’ αυτόν τον λόγο, εξάλλου, βλέπουμε τις φετινές αθροιστικές καθαρές εισροές στο Χ.Α. να ξεπερνούν τα 421 εκατ. ευρώ για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου ’25.
Η «εισβολή» των ξένων
Η μεγαλύτερη ώθηση, όπως είναι εύλογο, έχει προέλθει από το εξωτερικό, καθώς η εικόνα των ελληνικών assets έχει ανακτήσει την αίγλη της στη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό των ξένων στον ημερήσιο τζίρο ανέρχεται στο 64,1% (στοιχεία Ιουλίου ’25), έχοντας αυξηθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στο 2025 (54,6% τον Δεκέμβριο ’24). Ακόμη μεγαλύτερη είναι η κυριαρχία όσον αφορά την αξία των μεριδίων τα οποία ελέγχονται από ξένα χέρια. Εδώ το ποσοστό φθάνει στο 71,09% από 65,3% στα τέλη του προηγούμενου έτους. Αυτό, εν ολίγοις, σημαίνει ότι από τα περίπου 148 δισ. ευρώ της συνολικής κεφαλαιοποίησης, τα 105 δισ. ευρώ ανήκουν σε επενδυτές από το εξωτερικό.
Ενδιαφέρον, φυσικά, έχει και η χώρα προέλευσης αυτών των επενδυτών. Τα δεδομένα δείχνουν ότι 19,8 δισ. ευρώ βρίσκονται σε αμερικανικά χέρια και 11 δισ. ευρώ σε βρετανικά χέρια. Τα αντίστοιχα νούμερα στα τέλη του 2024 ανέρχονταν σε 13,6 και 3,3 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, κάτι που μεταφράζεται σε μια αθροιστική άνοδο 13,9 δισ. ευρώ (+6,2 οι Αμερικανοί και +7,7 οι Βρετανοί) μέσα στο 7μηνο του 2025. Οι αδερφοί Κύπριοι, από την πλευρά τους, ελέγχουν μερίδια ύψους 10,4 δισ. ευρώ (από 9 δισ. ευρώ πέρυσι), ενώ το χαρτοφυλάκιο των Γερμανών αποτιμάται σε 7,2 δισ. ευρώ έναντι 5,9 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος. Αξιοσημείωτες τοποθετήσεις διαθέτουν, τέλος, οι επενδυτές από το Λουξεμβούργο (5,8 δισ. ευρώ), την Ολλανδία (3,3 δισ. ευρώ), την Τσεχία (2,6 δισ. ευρώ), τα Νησιά Κέιμαν (2,5 δισ. ευρώ), την Ιρλανδία (2,4 δισ. ευρώ), τη Γαλλία (1,6 δισ. ευρώ), την Ελβετία (1,5 δισ. ευρώ), τον Καναδά (1,5 δισ. ευρώ), τη Νορβηγία (1,1 δισ. ευρώ), τη Σιγκαπούρη (0,9 δισ. ευρώ), το Χονγκ Κονγκ (0,8 δισ. ευρώ) κ.ά.
Βέβαια, ας σημειώσουμε ότι η αύξηση της αξίας στα χαρτοφυλάκια των ξένων έχει διττή ερμηνεία, καθώς αφενός συνιστά απόρροια των νέων εισροών, αφετέρου προέρχεται από το ράλι των τιμών, το οποίο έχει προσδώσει έξτρα ώθηση. Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος είναι εντυπωσιακή στις περισσότερες των περιπτώσεων.