Skip to main content

Ο Τραμπ γίνεται… Ερντογάν και η Wall Street αναδυόμενη αγορά

Το Barrons εξηγεί ποιες κινήσεις του Τραμπ ωθούν τους επενδυτές να βλέπουν τη Wall Street σταδιακά ως...αναδυόμενη αγορά

Οι επενδυτές είχαν μάθει να αντιμετωπίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως το «ασφαλές λιμάνι» του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Μια ανεπτυγμένη αγορά, με ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, ισχυρό κράτος δικαίου και σταθερούς θεσμούς. Ωστόσο, όπως προειδοποιούν ολοένα και περισσότεροι οικονομολόγοι και στρατηγικοί αναλυτές, η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ μοιάζει να αλλοιώνει αυτά τα δεδομένα.

Οι κινήσεις του Αμερικανού προέδρου θυμίζουν πλέον σε ανησυχητικό βαθμό τις πρακτικές ηγετών σε αναδυόμενες αγορές – από την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έως την Αργεντινή.

Πίεσε, χλεύασε, απείλησε με καρατόμηση τον Τζερόμ Πάουελ, απαιτώντας μειώσεις επιτοκίων, θυμίζοντας έντονα τον Τούρκο πρόεδρο. Προειδοποίησε δικαστές να μην εμποδίσουν τους δασμούς, απέλυσε την επικεφαλής του Γραφείου Εργασιακών Στατιστικών έπειτα από δυσμενείς αναθεωρήσεις στα στοιχεία απασχόλησης, ζήτησε την αποπομπή του CEO της Intel και απαίτησε πρωτοφανείς παραχωρήσεις από ξένες εταιρείες και κυβερνήσεις που θέλουν πρόσβαση στην αμερικανική αγορά.

«Αυτό που ήταν κανόνας σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες, αρχίζει να γίνεται ο νέος κανόνας και στις ΗΠΑ», σχολιάζει στο Barron’s ο Έσγουαρ Πράσαντ, πρώην στέλεχος του ΔΝΤ και νυν καθηγητής στο Cornell. «Ο τριπλός πυλώνας της υπεροχής του δολαρίου – κράτος δικαίου, θεσμικά αντίβαρα, ανεξαρτησία της Fed – υπονομεύεται συστηματικά».

Η ψευδαίσθηση της ευφορίας

Παρά τις ανησυχίες, η Wall Street δείχνει μέχρι στιγμής ανεπηρέαστη. Ο S&P 500 και οι υπόλοιποι δείκτες σκαρφαλώνουν σε νέα ιστορικά υψηλά, με τις αγορές να τρέφονται από την αισιοδοξία γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη και τις φοροελαφρύνσεις.

Ωστόσο, όπως προειδοποιούν αναλυτές, η φούσκα της ευφορίας μπορεί να σκάσει γρήγορα, ειδικά εάν οι επενδυτές αρχίσουν να αμφισβητούν την ανθεκτικότητα των αμερικανικών θεσμών ή την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής.

Η ανησυχία για το διογκούμενο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος των 37 τρισ. δολαρίων μεγαλώνει. Η Ουάσιγκτον στηρίζεται σε ξένους επενδυτές για να χρηματοδοτήσει τη δαπανηρή ατζέντα της, αλλά εκείνοι ίσως απαιτήσουν υψηλότερη απόδοση για να παραμείνουν.

Οι «χρυσές μετοχές» και το κινεζικό μοντέλο

Αίσθηση προκάλεσε η απόφαση του Λευκού Οίκου να αποκτήσει «χρυσές μετοχές» στη συμφωνία εξαγοράς της U.S. Steel από τη Nippon Steel – μια πρακτική που παραπέμπει άμεσα στο κινεζικό μοντέλο κρατικού ελέγχου επιχειρήσεων.

Στο Πεκίνο, αντίστοιχες κινήσεις έγιναν σε κολοσσούς όπως η Alibaba και η Tencent, προκαλώντας πανικό στις αγορές και εξαΰλωση δισεκατομμυρίων σε χρηματιστηριακή αξία. Παράλληλα, οι προσωπικές παρεμβάσεις του Τραμπ σε εταιρείες – από τις πιέσεις στη Walmart να μην αυξήσει τιμές λόγω δασμών, μέχρι τις απαιτήσεις για απομάκρυνση οικονομολόγων που εκφράζουν «ανεπιθύμητες» απόψεις – ενισχύουν την εικόνα μιας κυβέρνησης που λειτουργεί περισσότερο ως επιχειρηματικός όμιλος παρά ως κράτος με διαχωρισμένες εξουσίες.

Η «σκιά» Ερντογάν

Οι αναλογίες με την Τουρκία είναι αναπόφευκτες. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέλυσε τρεις διοικητές της κεντρικής τράπεζας μέσα σε δύο χρόνια, επειδή αρνούνταν να εφαρμόσουν την ανορθόδοξη πολιτική του περί μείωσης επιτοκίων για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Το αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη του πληθωρισμού στο 85% και μια κρίση που τελικά ανάγκασε τον ίδιο σε στροφή 180 μοιρών.

Αντίστοιχα, οι πιέσεις του Τραμπ στη Fed δεν έχουν ακόμα προκαλέσει άμεσο θεσμικό ρήγμα – χάρη στη σύνθεση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς. Ωστόσο, η αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της ενισχύει τη δυσπιστία.

Όπως παρατηρεί ο Τόρστεν Σλοκ της Apollo Global, «ακόμη και το γεγονός ότι συζητάμε αν η Fed θα αντέξει τις πιέσεις είναι από μόνο του ανησυχητικό για τους επενδυτές».

Το μέλλον της αμερικανικής «εξαίρεσης»

Για δεκαετίες, οι ΗΠΑ απολάμβαναν το προνόμιο να δανείζονται φθηνότερα χάρη στο καθεστώς του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Όμως, η στροφή πολλών χωρών στη διαφοροποίηση – με χρυσό, γιεν ή γουάν – δείχνει ότι αυτό το «δώρο» ίσως συρρικνώνεται.

Ακόμη και αν το δολάριο παραμείνει κυρίαρχο, η σταδιακή απομείωση του πλεονεκτήματος θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος δανεισμού των ΗΠΑ και να πιέσει την ανάπτυξη. Οι επενδυτές μπορεί να συνεχίσουν να ποντάρουν στο αμερικανικό τεχνολογικό θαύμα και στη δυναμική της AI.

Αλλά αν οι ΗΠΑ αρχίσουν να θυμίζουν ολοένα και περισσότερο τις αναδυόμενες αγορές που άλλοτε επέκριναν, το «ασφαλές λιμάνι» μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο ταραγμένο απ’ όσο νομίζαμε.