Αυτό που συμβαίνει σήμερα με το δολάριο και την αμερικανική πολιτική ηγεσία φέρνει ανησυχητικά flashback από το φθινόπωρο του 1987.
Τότε η Wall Street κατέρρευσε σε μια μόνο μέρα 22,6%, στη μεγαλύτερη μονοήμερη πτώση στην ιστορία της. Και ενώ οι στατιστικές συσχετίσεις μεταξύ του δείκτη δολαρίου (DXY) και των μετοχών μπορεί να είναι ασθενείς, οι πολιτικές ομοιότητες είναι εκκωφαντικές.
Την περασμένη εβδομάδα, το δολάριο σημείωσε την καλύτερη επίδοσή του από τον Οκτώβριο του 2022.
Ο δείκτης Δολαρίου DXY, ύστερα από ένα καταστροφικό πρώτο εξάμηνο, με απώλειες σχεδόν 11% (τις μεγαλύτερες από τη δημιουργία του δείκτη), ανέκαμψε. Ωστόσο, όπως παρατηρούν αναλυτές της αγοράς, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το πολιτικό και νομισματικό περιβάλλον που συνοδεύει τις διακυμάνσεις του δολαρίου.
Όταν η πολιτική πιέζει τη Fed
Ο πρόεδρος Τραμπ, στην έναρξη της δεύτερης θητείας του, επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο πίεσης που εφάρμοσε και η κυβέρνηση Ρέιγκαν το 1987, όπως παρατηρεί και το Market Watch.
Τότε, ο υπουργός Οικονομικών Τζέιμς Μπέικερ καλούσε ανοιχτά τη Fed να μειώσει επιθετικά τα επιτόκια, ώστε να αποδυναμωθεί περαιτέρω το δολάριο και να στηριχθεί η οικονομία.
Οι αγορές θεώρησαν ότι το τίμημα για μια νομισματική υποτίμηση ήταν πολύ υψηλό: φόβοι για νομισματικό πόλεμο, αβεβαιότητα και τελικά κατάρρευση των μετοχών.
Σήμερα, η κυβέρνηση Τραμπ στέλνει παρόμοια σήματα. Με τη ρητορική της κατά της ανεξαρτησίας της Fed και τις επίμονες εκκλήσεις για μείωση επιτοκίων, επιχειρεί να υποσκάψει το δολάριο ώστε να ενισχύσει τις εξαγωγές και να βελτιώσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Όμως οι αγορές δεν ξεχνούν ότι τέτοιες παρεμβάσεις μπορεί να γυρίσουν μπούμερανγκ.
Μπορεί το δολάριο να προβλέψει την κρίση;
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι μακροχρόνιες μελέτες δείχνουν ότι ο δείκτης DXY δεν αποτελεί το πιο αξιόπιστο προγνωστικό εργαλείο για τα εταιρικά κέρδη ή την πορεία των μετοχών.
Όμως, υπάρχουν στιγμές που οι πολιτικές αποφάσεις συνδυάζονται με νομισματικές εντάσεις και προκαλούν ρήγματα εμπιστοσύνης. Και η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι σε τέτοιες στιγμές η αγορά είναι ιδιαίτερα ευάλωτη.
Η UBS και η ING προειδοποιούν ότι μια επιθετική αποδυνάμωση του δολαρίου, ειδικά εάν συνοδευτεί από δασμούς, πολιτική αβεβαιότητα και παρεμβάσεις στη νομισματική πολιτική, μπορεί να οδηγήσει σε νέα φυγή από τα ριψοκίνδυνα assets. Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ οι αποτιμήσεις των μετοχών βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά.
Επανάληψη του σκηνικού;
Ο οικονομικός σχολιαστής Randall Forsyth του Barron’s υπενθυμίζει ότι η «Μαύρη Δευτέρα» του 1987 ξεκίνησε από τον φόβο ενός νομισματικού πολέμου: η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιθυμούσε φθηνότερο δολάριο, οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες αντιδρούσαν και οι επενδυτές άρχισαν να εγκαταλείπουν τις μετοχές. Κάτι ανάλογο φαίνεται να προβάλλει στον ορίζοντα σήμερα.
Το 1987, το δολάριο είχε χάσει 7% από την αρχή του έτους. Το 2025, η πορεία του είναι ευμετάβλητη, με μεγάλες απώλειες να διαδέχονται ξαφνικές ανακάμψεις. Η ουσία δεν βρίσκεται στα νούμερα, αλλά στη στρατηγική. Και όταν αυτή η στρατηγική βασίζεται σε πίεση προς τη Fed, δασμολογικές συγκρούσεις και πολιτική αβεβαιότητα, το σκηνικό μοιάζει τρομακτικά γνώριμο.