Μπορεί η Euronext, αυτήν την περίοδο, να έχει ως βασικό στόχο την «απόβαση» στη Λεωφόρο Αθηνών, αλλά ο μεγαλύτερος χρηματιστηριακός όμιλος της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια έχει κάνει… εκστρατεία σε αρκετές πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου -άλλοτε επιτυχημένες, άλλο αποτυχημένες.
Το σίγουρο είναι ότι πλέον έχει συγκροτήσει ένα δίκτυο επτά διαφορικών αγορών, το οποίο δεν αποκλείεται μέσα στους επόμενους μήνες να αυξηθεί περαιτέρω, εφόσον οι μέτοχοι της ΕΧΑΕ πουν το «ναι» στη δημόσια πρόταση σε ποσοστό μεγαλύτερο του 67%.
Η Euronext δημιουργήθηκε στην «αυγή» του 20ου αιώνα -και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2000- μετά τη συμφωνίας συνένωσης των Χρηματιστηρίων του Παρισιού, του Άμστερνταμ και των Βρυξελλών, συγκροτώντας τον πρώτο πανευρωπαϊκό χρηματιστηριακό πάροχο. Το 2002 ακολούθησε η προσθήκη της Λισαβόνας, η οποία έγινε ο 4ος κρίκος της αλυσίδας.
Έπειτα από μια… στάση ορισμένων ετών, στην οποία μεσολάβησε ο πρόσκαιρος «γάμος» με το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (Euronext και NYSE συγχωνεύτηκαν το 2007, αλλά πήραν «διαζύγιο» το 2014), ο πανευρωπαϊκός «πρωταθλητής» ξεκίνησε εκ νέου την «απόβαση» σε νέες αγορές της Γηραιάς Ηπείρου.
Χρηματιστήριο: Ποιες μετοχές «έλαμψαν» στο κατακαλόκαιρο – Οι «πρωταθλητές» του Ιουλίου
Ιρλανδία το 2018, Νορβηγία το 2019 και Ιταλία το 2021 αποτέλεσαν μερικά από τα σημαντικότερα deals της Euronext, τα οποία σήμερα έχουν δημιουργήσει έναν «γίγαντα», ο οποίος πέρυσι είχε τζίρο 1,6 δισ. ευρώ, προσαρμοσμένα EBITDA 1 δισ. ευρώ και καθαρή κερδοφορία 585 εκατ. ευρώ. Το όφελος των παραπάνω εξαγορών στα οικονομικά μεγέθη του χρηματιστηριακού Ομίλου είναι κάτι παραπάνω από αυταπόδεικτο, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι πριν τον νέο κύκλο εξαγορών τα αντίστοιχα νούμερα ανέρχονται σε 532 εκατ. ευρώ, 297 εκατ. ευρώ και 241 εκατ. ευρώ (στοιχεία 2017).
Όμως, τα δεδομένα μαρτυρούν μια αμφίδρομη σχέση, καθώς από τις εξαγορές φαίνεται ότι ωφελήθηκαν και οι αγορές των τριών προαναφερόμενων χωρών. Κι αυτό αποτυπώνεται τόσο σε επίπεδο ποσοστιαίας μεταβολής, όσο και σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης. Φυσικά, σ’ αυτό έχει διαδραματίσει ρόλο και το γεγονός της ευρύτερης ανοδικής κίνησης των μετοχών παγκοσμίως, οι οποίες τους τελευταίους μήνες φιγουράρουν στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, έχοντας αφήσει οριστικά στο παρελθόν τη μεγάλη «βουτιά» της πανδημικής περιόδου.
Tι έχει συμβεί σε Μιλάνο, Όσλο και Δουβλίνο
Ας πάρουμε για παράδειγμα το Χρηματιστήριο του Μιλάνου, το οποίο πέρασε στο χαρτοφυλάκιο της Euronext το 2021. Από εκείνη τη χρονιά έως και χθες, η συνολική απόδοση του βασικού δείκτη (FTSE MIB) ανέρχεται στο +70%, την ίδια στιγμή που η αθροιστική κεφαλαιοποίηση, συμπεριλαμβανομένης και της Εναλλακτικής Αγοράς, έχει βελτιωθεί από τα 607 δισ. ευρώ στα 947 δισ. ευρώ, αντανακλώντας μια αύξηση 340 δισ. ευρώ σε μία 4ετία. Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των εισηγμένων αυξήθηκε κατά +8% ή αλλιώς κατά 30 εταιρείες, καθώς από τις 377 πλέον ανέρχονται στις 407.
Όσον αφορά το Χρηματιστήριο του Όσλο, το οποίο εντάχθηκε στο δυναμικό της Euronext το 2019, η άνοδος του βασικού δείκτη στην τελευταία 6ετία υπολογίζεται στο +92%, κάτι το οποίο έχει ανεβάσει την αποτίμηση των εισηγμένων εταιρειών σε 353 δισ. ευρώ έναντι 233 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2018, δηλαδή λίγο πριν την επίμαχη εξαγορά. Πρόκειται για μια βελτίωση της τάξης των 120 δισ. ευρώ ή αλλιώς +51%. Βελτίωση κατεγράφη και όσον αφορά τις νέες εισαγωγές, καθώς από τις 276 διαπραγματεύσιμες μετοχές πλέον το ταμπλό της Νορβηγίας περιλαμβάνει 310 διαφορετικούς κωδικούς (+12% ή αλλιώς 34 επιπλέον εισηγμένες).
Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, η οποία ας έχουμε υπόψη ότι είναι μια αγορά μικρότερη της ελληνικής, αλλά και μια αγορά με αρκετές ιδιαιτερότητες, το deal του 2018 έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής σε μια άνοδο του βασικού δείκτη κατά +70%. Ωστόσο, σ’ αντίθεση με το Μιλάνο και το Όσλο, όπου η αύξηση συνοδεύτηκε από βελτιωμένες αποτιμήσεις και μεγαλύτερο αριθμό εισηγμένων, η εξαγορά από τη Euronext δεν έχει λειτουργήσει ευεργετικά σ’ αυτό το μέτωπο, δεδομένου ότι τόσο ο αριθμός των εισηγμένων (από 29 σε 27), όσο κυρίως η συνολική αποτίμηση (από 126 σε 96 δισ. ευρώ) έχουν καταγράψει αξιοσημείωτη κάμψη.
Ευ. Μυτιληναίος: Ένα ζηλευτό story, που έχτισε… περιουσίες – Αποδόσεις +962% στην τελευταία 15ετία