Κι όμως. Εν μέσω φρενίτιδας με την AI αλλά και τις μετοχές των memes, επιστρέφουν και οι επιλεκτικοί επενδυτές (stock pickers). Υπάρχει όμως μία αντίφαση στην αγορά, που επηρεάζει τους πάντες.
Το ράλι στη Wall Street συνεχίζεται ενώ το δολάριο δέχεται σφυροκόπημα εν μέσω κρίσης εμπιστοσύνης έναντι των ΗΠΑ. Μπορεί αυτό να έχει συνέχεια; Ας δούμε αναλυτικά πώς έχουν τα πράγματα.
Οι περισσότεροι επενδυτές εγκαταλείπουν τα δημοφιλή funds που «καβαλούν» την τεχνητή νοημοσύνη και να στρέφονται ξανά στην ανάλυση ισολογισμών και αποτιμήσεων.
Η μεγάλη άνοδος των τεχνολογικών μετοχών –κυρίως των αποκαλούμενων «Magnificent Seven»– έχει αρχίσει να δημιουργεί αμφιβολίες για την ευστάθεια του ράλι, την ώρα που τα υψηλά επίπεδα αποτίμησης και η αυξανόμενη συναίνεση στις αγορές γεννούν ερωτήματα για το αν η ανοδική πορεία μπορεί να διατηρηθεί.
Αναζήτηση ευκαιριών
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Chase Goodman, 29χρονου αναλυτή αυτοκινητοβιομηχανίας στο Ντιτρόιτ, ο οποίος εγκατέλειψε τα ETF που βασίζονται στους δείκτες για να στραφεί σε μετοχές όπως η Photronics και η Medallion Financial. Όπως δηλώνει στη Wall Street Journal, ψάχνει πλέον «εταιρείες που είναι φθηνές» και δείχνει αποφασισμένος να αξιοποιήσει την υποτίμηση μετοχών που παραμένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η στροφή αυτή συνοδεύεται από μια σταδιακή αποσύνδεση των επιμέρους μετοχών του S&P 500, οι οποίες δεν κινούνται πια τόσο συγχρονισμένα όσο το προηγούμενο διάστημα. Σύμφωνα με τον Michael Kantrowitz, επικεφαλής στρατηγικής επενδύσεων της Piper Sandler, «δεν ήταν καιρός για stock pickers τους προηγούμενους μήνες — αλλά τώρα φαίνεται πως είναι». Φούσκα ή ευκαιρία; Ο φόβος μιας νέας φούσκας τύπου dot-com έχει αρχίσει να διαπερνά την αγορά.
Ο 57χρονος Sam Yocum, στέλεχος ιδιωτικού επενδυτικού κεφαλαίου στην Καλιφόρνια, επένδυσε πρόσφατα σε ενεργειακές εταιρείες όπως οι Duke Energy και Edison International, παρατηρώντας ότι «το κλίμα θυμίζει έντονα τα τέλη της δεκαετίας του ’90».
Υπερτιμημένη η αγορά
Η αποτίμηση του S&P 500 έχει φτάσει τις 22,5 φορές τα εκτιμώμενα κέρδη δωδεκαμήνου – σαφώς πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο των 18,8. Όπως επισημαίνει η Lisa Shalett της Morgan Stanley, η ακριβή αποτίμηση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη διόρθωση, «αλλά πρόκειται για μία μαζικά υπερτιμημένη αγορά». Άλλοι αναλυτές είναι πιο απαισιόδοξοι και χτυπούν καμπανάκι κινδύνου, επισημαίνοντας τις ομοιότητες με τη φούσκα του dot.com.
Παρά την αυξανόμενη προσοχή σε υποτιμημένες μετοχές, τα στοιχεία της Morningstar δείχνουν ότι οι καθαρές εισροές σε ETF με επίκεντρο την ανάπτυξη (growth ETFs) φτάνουν ήδη τα 47 δισ. δολάρια φέτος, έναντι μόλις 25 δισ. στα value ETFs.
Ωστόσο, επενδυτές όπως ο Angel Diaz, 64 ετών, εγκαταλείπουν σταδιακά τις μεγάλες τεχνολογικές μετοχές που κάποτε αποτελούσαν πάνω από το ήμισυ του χαρτοφυλακίου τους, επιλέγοντας πιο σταθερές εταιρείες με μέρισμα, όπως η Two Harbors και η AES. «Στη φάση που βρίσκομαι, η σταθερότητα μετρά περισσότερο από την ανάπτυξη», δηλώνει.
Το κλίμα στα ύψη
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Goldman Sachs (QuickPoll), το επενδυτικό κλίμα επιστρέφει στα υψηλά του Ιανουαρίου 2025, όταν κυριαρχούσε η αντίληψη της «αμερικανικής εξαιρετικότητας». Το 66% των θεσμικών επενδυτών δηλώνει ότι θα διατηρήσει ή θα αυξήσει τη θέση του στις «Magnificent Seven», παρότι τον Απρίλιο αυτές οι μετοχές δέχθηκαν πίεση από τις εμπορικές εντάσεις και τον ανταγωνισμό από κινεζικές εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης.
Όπως σχολιάζει ο Oscar Ostlund, επικεφαλής στρατηγικής περιεχομένου της Goldman Sachs, «το αφήγημα για τις Magnificent Seven είναι πάλι τόσο ισχυρό όσο στις αρχές του 2024». Ανοδικό το κλίμα και για το S&P 500 Το 51% των συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνει «bullish» για τον S&P 500, έναντι 32% που δηλώνει «bearish».
Ένας από τους βασικούς λόγους είναι η προσδοκία πιο ήπιας στάσης από τη Fed και η πιθανότητα ταχύτερων μειώσεων επιτοκίων.
Άλλος παράγοντας είναι η εκτίμηση ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αποκλιμακώνονται – κάτι που οδηγεί τους επενδυτές στο να θεωρούν πως τα τιμολόγια της κυβέρνησης Τραμπ ενσωματώνονται πλέον στις αποτιμήσεις ως «νέα κανονικότητα».
Πτώση στο δολάριο – η μεγάλη αντίφαση
Την ίδια ώρα, οι προσδοκίες για το δολάριο είναι αντίθετες. Το 2025, το αμερικανικό νόμισμα έχει χάσει ήδη 11% έναντι του ευρώ και 6,4% έναντι του γεν, ενώ το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ πλησιάζει το ιστορικό υψηλό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Goldman Sachs διαπιστώνει ότι οι «αρκούδες» του δολαρίου ξεπερνούν πλέον τους «ταύρους» σε αναλογία 7:1 – την πιο έντονη ασυμμετρία που έχει καταγράψει η εταιρεία εδώ και μία δεκαετία. Το παράδοξο, όπως σχολιάζει ο Brian Garrett της GS, είναι ότι η αισιοδοξία για την ανάπτυξη των ΗΠΑ –που συνήθως στηρίζει το δολάριο– συνυπάρχει με τη μεγαλύτερη απαισιοδοξία για την ισοτιμία του. Πρόκειται για «αποσύνδεση» που έχει σημειωθεί μόλις τρεις φορές από το 2016.
Προειδοποίηση για αντιστροφή
Οι αναλυτές της Goldman Sachs προειδοποιούν ότι το τόσο υψηλό consensus για συνέχεια της ανόδου των μετοχών – ενώ το αμερικανκό νόμισμα αποδυναμώνεται – ενέχει κινδύνους.
«Όταν όλοι βλέπουν προς την ίδια κατεύθυνση, αρκούν δύο-τρία δεδομένα για να αρχίσει η αμφισβήτηση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Garrett. Συνεπώς, σε μια τόσο ευθυγραμμισμένη αγορά, ακόμη και ήσσονος σημασίας καταλύτες μπορεί να προκαλέσουν απότομες ανατροπές.