Skip to main content

«Μπλε» ευρωομόλογα ως «αντίδοτο» στα αμερικανικά: Η Ευρώπη δοκιμάζει τη μεγάλη ιδέα

Η Ευρώπη για πρώτη φορά εδώ και χρόνια έχει τη δυνατότητα να τραβήξει επάνω της το επενδυτικό ενδιαφέρον εκείνων που γυρίζουν την πλάτη στο αμερικανικό ενεργητικό

Την ώρα που οι επενδυτές εμφανίζονται ολοένα και πιο επιφυλακτικοί απέναντι στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, η Ευρώπη φαίνεται να αποκτά μια σπάνια ευκαιρία: να δημιουργήσει έναν ελκυστικό, εναλλακτικό «ασφαλή προορισμό» για τα διεθνή κεφάλαια.

Το πρόβλημα είναι ότι τα λεγόμενα «κοινά» ευρωπαϊκά ομόλογα είναι ακόμη λίγα. Και το μεγάλο στοίχημα της ΕΕ είναι να χτίσει κλίμακα και βάθος, όπως εξηγεί σε ανάλυσή του το Reuters. Ορισμένες ριζοσπαστικές ιδέες επιστρέφουν ξανά στο προσκήνιο.

Καθώς η παγκόσμια ανησυχία για τη μονομερή αμερικανική πολιτική αυξάνεται και οι διαχειριστές κεφαλαίων προσπαθούν να ισορροπήσουν την υπερέκθεσή τους σε δολάριο, μετοχές και ομόλογα ΗΠΑ, η Ευρώπη μπορεί – για πρώτη φορά εδώ και χρόνια – να τραβήξει επενδυτικό ενδιαφέρον. Όχι μόνο από το εξωτερικό, αλλά και από τους δικούς της αποταμιευτές.

Για πολλούς – συμπεριλαμβανομένων οικονομολόγων της ΕΚΤ – το βασικό βήμα είναι η επέκταση της βάσης «ασφαλών» επενδύσεων μέσω κοινών κρατικών ομολόγων, που θα εκδίδονται από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και θα υποστηρίζονται από κοινού.

Το ταμπού έσπασε

Η ιδέα των κοινών ομολόγων είχε επί χρόνια την αντίσταση της Γερμανίας και άλλων «σκληρών» του Βορρά, λόγω του φόβου ότι τα υπερχρεωμένα κράτη θα «καβαλήσουν» τις πλάτες των δημοσιονομικά φειδωλών χωρών. Ωστόσο, το ταμπού έσπασε με την πανδημία και την έκδοση των ομολόγων ανάκαμψης του Next Generation EU.

Το ζήτημα σήμερα είναι ποσοτικό: ακόμη και μετά την έκδοση όλων των εργαλείων κοινού χρέους – όπως τα ομόλογα της ΕΤΕπ και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας – το συνολικό ύψος τους μόλις ξεπερνά το 1 τρισ. ευρώ. Πολύ λίγο για να ανταγωνιστεί τα Treasuries των ΗΠΑ ή να αποτελέσει πραγματικό «ασφαλές καταφύγιο» για τα μεγαλύτερα επενδυτικά funds.

Ωστόσο, κάτι αλλάζει στο Βερολίνο. Η στάση της Γερμανίας απέναντι στη δημοσιονομική στήριξη με δανεισμό αλλά και στην ευρωπαϊκή ενοποίηση στον τομέα της άμυνας έχει μετατοπιστεί σημαντικά μέσα στο 2025. Και νέες προτάσεις για την έκδοση ευρωομολόγων επιστρέφουν στο τραπέζι.

Μία από αυτές έρχεται από δύο βαριά ονόματα: τον πρώην επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ και τον Άνχελ Ουμπίντε της Citadel. Στην πρόταση που δημοσίευσαν την περασμένη εβδομάδα μέσω του Peterson Institute, εισηγούνται τη μετατροπή έως και του 25% του χρέους κάθε χώρας σε «μπλε» ευρωομόλογα – κοινά, εγγυημένα και ανώτερης εξασφάλισης.

Το σχέδιο δεν εστιάζει στην κατανομή πιστωτικού κινδύνου – που είχε «παγώσει» κάθε συζήτηση πριν μια δεκαετία – αλλά στη δημιουργία μιας ελκυστικής και ρευστής αγοράς που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τους αμερικανικούς τίτλους.

«Η εκτίμησή μας, βασισμένη σε συζητήσεις με την αγορά, είναι ότι η ανταλλαγή εθνικού χρέους με μπλε ευρωομόλογα έως 25% του ΑΕΠ μπορεί να επαρκεί για λόγους ρευστότητας χωρίς να εγείρει ανησυχίες για την ασφάλεια του εργαλείου», γράφουν οι συγγραφείς.

Ένα άλμα 5 τρισ. ευρώ

Πρόκειται για μια κοσμογονική αλλαγή. Σήμερα, τα κοινά ευρωπαϊκά ομόλογα περιορίζονται στο 1 τρισ. ευρώ, ενώ ακόμη και προτάσεις για κοινό χρέος για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας δεν μεταβάλλουν δραστικά τα μεγέθη. Ολόκληρη η αγορά των γερμανικών Bunds αγγίζει τα 2,5 τρισ. ευρώ. Αντίθετα, η αγορά των Treasuries φτάνει τα 28 τρισ. δολάρια.

Το σχέδιο Μπλανσάρ–Ουμπίντε προβλέπει τη δημιουργία μιας αρχικής αγοράς «μπλε» ευρωομολόγων ύψους περίπου 5 τρισ. ευρώ, με δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης μέσω διαρκούς αναχρηματοδότησης, διαμόρφωσης καμπύλης αποδόσεων, ανάπτυξης αγοράς futures και αποδοχής από την ΕΚΤ στις πράξεις επαναγοράς.

Το κείμενο αναφέρεται και σε νομικά και λειτουργικά ζητήματα: από το πώς θα εξυπηρετείται το χρέος κεντρικά, μέχρι το πώς θα διατηρηθεί το κόστος χρηματοδότησης στα ίδια επίπεδα με το σημερινό, με τα πλεονεκτήματα του κοινού τίτλου να μειώνουν σταδιακά τα spreads.

Η σημασία της «κυριαρχίας»

Ένα κρίσιμο σημείο είναι να θεωρούνται αυτά τα ομόλογα εθνικά και όχι υπερεθνικά – ώστε να ενταχθούν σε δείκτες κρατικών ομολόγων και να προσελκύσουν επενδυτές που δεσμεύονται από τέτοια benchmarks.

Η πρόταση εκτιμά ότι μετά την ανταλλαγή, το συνολικό χρέος της Ευρωζώνης θα διαμορφωθεί στο 60% του ΑΕΠ – το όριο που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Σημαντικά χαμηλότερο από το 87% που καταγράφηκε πέρυσι ή το σχεδόν 100% των ΗΠΑ. Ακόμη και με την άνοδο του γερμανικού χρέους λόγω της νέας δημοσιονομικής επέκτασης, οι τέσσερις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία) θα κινούνται γύρω από το ίδιο όριο.

«Γνωρίζουμε ότι κάθε μεγάλη θεσμική αλλαγή, όπως η δημιουργία ενός νέου χρηματοοικονομικού εργαλείου ή μιας νέας αγοράς, εμπεριέχει κινδύνους και ερωτήματα. Αλλά πιστεύουμε ότι η αδράνεια απέναντι στις γαιοστρατηγικές ανατροπές που ζούμε θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνη», γράφουν οι συντάκτες.

Το σχέδιο φαντάζει φιλόδοξο – ίσως και απρόσιτο για πολλούς. Ακόμη και αν η Γερμανία μαλακώσει, θα απαιτηθούν χρόνος, συναινέσεις και τεχνική δουλειά.

Όμως, με δεδομένες τις τεράστιες ανάγκες επενδύσεων, επανεξοπλισμού και ενεργειακής αναβάθμισης που αντιμετωπίζει η ΕΕ, τέτοιες ιδέες δεν μπορούν πλέον να απορρίπτονται ως ουτοπία.