Γερές βάσεις, προκειμένου να πετύχει το 5ο συνεχόμενο κερδοφόρο έτος, έχει βάλει το Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο εισέρχεται στον πρώτο καλοκαιρινό μήνα με «προίκα» μια μέση απόδοση άνω του +24% από τις αρχές του έτους.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική αγορά, με βάση τα περισσότερα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία, δείχνει να έχει… διαγράψει τη μακρά περίοδο της οικονομικής κρίσης, καθώς Γενικός Δείκτης, συνολική κεφαλαιοποίηση και συναλλακτικός τζίρος έχουν «γυρίσει» στο 2010 ή και ακόμη νωρίτερα, δηλαδή πριν τις διαδοχικές περιπέτειες της χρεοκοπίας, των μνημονίων και του κορωνοϊού κ.α.
Βέβαια, οι ανορθογραφίες στη Λεωφόρο Αθηνών εξακολουθούν να «χαλάνε» το ιδανικό αφήγημα. Τα περιθώρια βελτίωσης παραμένουν μεγάλα. Ο αριθμός των Ελλήνων επενδυτών συνεχίζει να είναι αισθητά μικρότερος σε σχέση με τον αριθμό των ξένων επενδυτών. Ταυτόχρονα, είναι αρκετές οι μεγάλες ελληνικές εταιρείες, οι οποίες κρατούν κλειστό ή μισόκλειστο το «παράθυρο» για μια πιθανή εισαγωγή στο Χρηματιστήριο, στερώντας πολύτιμες «δυνάμεις» από μια επενδυτική κοινότητα, η οποία διψά για «φρέσκες», μεγάλες και δυναμικές εισηγμένες.
Ωστόσο, τα παραπάνω επ’ ουδενί μπορούν να επισκιάσουν την αναμφισβήτητη βελτίωση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, η οποία βλέπει τον Γενικό Δείκτη να φιγουράρει σε επίπεδα που αγνοούνταν από το 2010 (>1.800 μονάδες), τη συνολική αξία των μετοχών να ανέρχεται στα πέριξ των 125 δισ. ευρώ για πρώτη φορά από τις αρχές του 2008 και τον ημερήσιο τζίρο να εκτοξεύεται στα καλύτερα επίπεδα από το 2009, φλερτάροντας με τον μέσο όρο των 190 εκατ. ευρώ ημερησίως.
Εισηγμένες – Κερδοφορία: Ποιοι ανεβάζουν ταχύτητα, ποιοι πατούν φρένο
Το ράλι σε Γ.Δ. και Τράπεζες
Ο Γενικός Δείκτης αποχαιρέτησε τον Μάιο από την περιοχή των 1.830 μονάδων, κάτι το οποίο είχε να συμβεί από τον Μάιο του 2010, δηλαδή ακριβώς πριν μία 15ετία, όταν η Ελλάδα εισερχόταν στη μεγάλη περιπέτεια της οικονομικής κρίσης. Από τις αρχές του τρέχοντος έτους, η απόδοση της Αθήνας ξεπερνά το +24%, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι πρόκειται για μία από τις καλύτερες φετινές επιδόσεις παγκοσμίως. Εάν, μάλιστα, κάποιος είχε επενδύσει στο Χ.Α. την 1η Ιανουαρίου του 2021, τότε θα είχε αποκομίσει ένα μέσο όφελος της τάξης του +126%, ενώ αν είχε πράξει αναλόγως τον Μάρτιο του 2020, όταν η αγορά «έπιασε»… ναδίρ με αφορμή το lockdown του κορωνοϊού, τότε η σημερινή επιστροφή θα ξεπερνούσε το +278%.
Σ’ αυτήν την αναρρίχηση, φυσικά, βασικός «στυλοβάτης» της αγοράς είναι ο τραπεζικός δείκτης, ο οποίος έπειτα από την περίοδο των διαδοχικών ανακεφαλαιοποιήσεων, δείχνει να έχει ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Κι αυτό αποτυπώνεται όχι μόνο από το μεγάλο ράλι της τρέχουσας 5ετίας και την εισαγωγή δύο νέων «παιχτών» την τελευταία διετία (Optima Bank, Τράπεζα Κύπρου), αλλά κι από την έντονη κινητικότητα στα μετοχολόγια (π.χ. το deal της Alpha με τη UniCredit). Σήμερα, ο κλαδικός δείκτης φιγουράρει στην περιοχή των 1.840 μονάδων, οι οποίες αποτελούν το καλύτερο επίπεδο από το φθινόπωρο του 2015, όταν έλαβε χώρα ο τρίτος κύκλος κεφαλαιακής ενίσχυσης των συστημικών τραπεζών, οι οποίες εκείνη την περίοδο προσπαθούσαν να επουλώσουν τις ζημιές του δημοψηφίσματος και της παρ’ ολίγον εξόδου από το ευρώ. Με βάση το κλείσιμο του α’ 5μήνου, η φετινή απόδοση του τραπεζικού δείκτη ανέρχεται στο εντυπωσιακό +42%. Η αθροιστική άνοδος από την 1η Ιανουαρίου του 2021 υπολογίζεται σε +254%, ενώ η μεταβολή από τον Νοέμβριο του 2020, δηλαδή το ιστορικό χαμηλό, φθάνει το +678%.
Φυσικά, σε θετικό έδαφος βρίσκονται και οι υπόλοιποι δείκτες της Λεωφόρου Αθηνών, αν και η άνοδος επ’ ουδενί μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη των τραπεζών. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο FTSE Large Cap κερδίζει +28,2% από τις αρχές του 2025 και +136% από τις αρχές του 2021, ενώ ο FTSE Mid Cap αυξάνεται κατά +16,7% φέτος και κατά +146% τα τελευταία σχεδόν 4,5 χρόνια.
Κεφαλαιοποίηση – Τζίρος – ΑΕΠ
Πέραν της διαγραμματικής πορείας των δεικτών, ένδειξη της αισθητής αναβάθμισης του Χ.Α. αποτελεί και η συνολική κεφαλαιοποίηση, η οποία αυτήν τη στιγμή αριθμεί σε περίπου 125 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό αισθητά υψηλότερο σε σχέση με τα τέλη του 2024, όταν βρισκόταν στα 103,7 δισ. ευρώ. Για να βρούμε καλύτερη επίδοση θα πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο στις αρχές του 2008, δηλαδή πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers και το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Μάλιστα, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ του 2025 και του 2008. Σήμερα η επίδοση των 125 δισ. ευρώ επιτυγχάνεται με τον αριθμό των εισηγμένων να κυμαίνεται πέριξ του 150, ενώ τότε ξεπερνούσαν τις 200. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτήν τη στιγμή ο επενδυτής συναντά στο ταμπλό 25 εταιρείες με χρηματιστηριακή αξία άνω του 1 δισ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο μέσος ημερήσιος τζίρος, ο οποίος έπειτα από αρκετά χρόνια ισχνότητας φαίνεται να έχει ανακάμψει αισθητά, προσεγγίζοντας τις υπόλοιπες αγορές της Ευρώπης. Ο μέσος όρος του 2025 καθορίζεται σε 189,8 δισ. ευρώ ημερησίως, ένας αριθμός που συναντάται πριν 16 χρόνια, δηλαδή το 2009. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η φετινή χρονιά είναι μόλις η 3η συνεχόμενη, κατά την οποία η αξία των συναλλαγών ξεπερνά σταθερά το όριο των 100 εκατ. ευρώ ημερησίως. Σίγουρα, η προοπτική επιστροφής στις Αναπτυγμένες Αγορές είτε αυτό συμβεί εντός του 2025, είτε αυτό συμβεί το 2026, διαδραματίζει καίριο ρόλο σ’ αυτήν τη συναλλακτική αφύπνιση.
Έχοντας αυτά στα υπόψη, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά και σε ακόμη έναν δείκτη, ο οποίος έρχεται να επιβεβαιώσει την προσπάθεια επιστροφής της ελληνικής αγοράς στα προ Lehman Brothers επίπεδα. Ο λόγος για την αντιστοιχία Κεφαλαιοποίηση/ΑΕΠ, η οποία αντικατοπτρίζει την αναλογία μεταξύ της αξίας της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή συμπυκνώνεται στην έννοια του ΑΕΠ, και της αξίας του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Σήμερα, η αντιστοιχία κυμαίνεται κοντά στην περιοχή του 50%, έχοντας γεφυρώσει σε μεγάλο βαθμό το «κενό» με τις ευρωπαϊκές αγορές, οι οποίες «παίζουν» πέριξ του 70%. Αυτό, βέβαια, καταδεικνύει και τα περιθώρια για περαιτέρω βελτίωση της Αθήνας.
Ξένοι επενδυτές
Η αναγέννηση της ελληνικής αγοράς, όπως είναι εύλογο, έχει στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στις ροές κεφαλαίων από ξένους επενδύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 2021 έως και σήμερα οι εισροές έχουν ξεπεράσει το 1,3 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα η συμμετοχή των ξένων επενδυτών στην κεφαλαιοποίηση να φθάνει στο 68,1% και στον ημερήσιο τζίρο στο 61,5%, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τους Έλληνες (31,9% και 39,5% αντίστοιχα), οι οποίοι δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι έχουν περιοριστεί σε συμπληρωματικό ρόλο.
Από τους ξένους επενδυτές, τώρα, τα διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν ότι, με βάση την αξία χαρτοφυλακίου μερίδων, το 24,8% ανήκει σε Αμερικανούς πελάτες. Δηλαδή σχεδόν 1/4 όσον αφορά το «κομμάτι» των ξένων μετοχικών μερίδων. Ακολουθεί η Κύπρος με 16,1%, η Γερμανία με 10,1%, το Λουξεμβούργο με 7,3%, το Ηνωμένο Βασίλειο με 5,7%, η Ολλανδία με 5,7% και η Τσεχία επίσης με 5,7%. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στα μετοχολόγια των ελληνικών εισηγμένων βρίσκονται επενδυτές από τα Νησιά Καϋμάν, από το Μπαρμπάντος, από τις Βερμούδες, από τις Παρθένες Νήσους, από το Κουβέιτ κ.α.
Τέλος, βελτίωση παρατηρείται και στον αριθμό των ενεργών επενδυτών (Ελλήνων και ξένων), ο οποίος για φέτος διαμορφώνεται σε 27.718. Ωστόσο, είναι σαφές ότι τα περιθώρια βελτίωσης παραμένουν σημαντικά μεγάλα, κάτι το οποίο αποτελεί και διαχρονικό στοίχημα για κάθε διοίκηση της ΕΧΑΕ τα τελευταία χρόνια.
Η διαχρονική κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. (τιμές Δεκεμβρίου)
• 124,8 δισ. ευρώ 2025*
• 103,7 δισ. ευρώ 2024
• 87,9 δισ. ευρώ 2023
• 65,8 δισ. ευρώ 2022
• 66,0 δισ. ευρώ 2021
• 53,8 δισ. ευρώ 2020
• 61,2 δισ. ευρώ 2019
• 44,8 δισ. ευρώ 2018
• 54,0 δισ. ευρώ 2017
• 45,1 δισ. ευρώ 2016
• 46,7 δισ. ευρώ 2015
• 52,9 δισ. ευρώ 2014
• 66,5 δισ. ευρώ 2013
• 33,7 δισ. ευρώ 2012
• 26,7 δισ. ευρώ 2011
• 54,3 δισ. ευρώ 2010
• 84,1 δισ. ευρώ 2009
• 69,0 δισ. ευρώ 2008
• 124,5 δισ. ευρώ 2008**
*τιμή Μαΐου
**τιμή Αυγούστου