Η Ευρώπη είναι η πιο «σταθερή και προβλέψιμη» περιοχή για μακροπρόθεσμες επενδύσεις, τόνισε ο Πάτρικ Τόμσον, Διευθύνων Σύμβουλος της JP Morgan AM για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, σε ομιλία του στο Λονδίνο.
«Η ευρωπαϊκή αγορά κερδίζει έδαφος μεταξύ των θεσμικών επενδυτών», είπε ο Τόμσον, προσθέτοντας ότι « οι κοινές δημοσιονομικές πολιτικές και τα κίνητρα για τις ενώσεις συνταξιοδοτικών ταμείων προσελκύουν κεφάλαια από τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μεγαλύτερης αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας στην λεγόμενη περιοχή «Emea», το μετοχικό κεφάλαιο της Γηραιάς Ηπείρου βρίσκεται σε άνοδο, «Οι επενδύσεις στην Ευρώπη έχουν γίνει ξανά μια ανταγωνιστική στρατηγική», τόνισε, αλλά δεν παρέλειψε να επισημάνει την ανάγκη «να οριστεί μια συνέργεια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ,ακόμα και για πιο αποτελεσματική και σαφή επικοινωνία». Ένας στόχος για τον οποίο « η ενεργός ηγεσία γίνεται «καθοριστικός παράγοντας» για την προώθηση της αλλαγής».
Παρενέργειες της πολιτικής Τραμπ
Μετά από μια δεκαετία εστίασης στην αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά, χάρη στην έλξη της υψηλής τεχνολογίας, η Ευρώπη αρχίζει να προσελκύει επενδυτές, με τον Euro Stoxx 50 να σημειώνει άνοδο 10% φέτος, σε σύγκριση με απώλεια 0,64% για τον S&P 500.
« Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Ντόναλντ Τραμπ, υπήρξε μια αντιστροφή των προσδοκιών για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη λόγω της αβεβαιότητας που δημιούργησε η επιβολή δασμών στην Κίνα, οι οποίοι αργότερα χαλάρωσαν», τονίζουν παράγοντες της αγοράς. Αλλά δεν είναι μόνο οι δασμοί. Ο χρηματοοικονομικός κόσμος κοιτάζει προς την Ουάσινγκτον και είναι σοκαρισμένος. Το «Μεγάλο Ομορφο Νομοσχέδιο» του προέδρου Τραμπ για τη φορολογική μεταρρύθμιση εγκρίθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά οι αγορές αντιδρούν ανήσυχα. Οι επενδυτές παγκοσμίως φοβούνται ένα αυξανόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού των Ηνωμένων Πολιτειών με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες για το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα.
Ήδη, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ αυξήθηκαν απότομα και αυτό σημαίνει ότι πρέπει τώρα να πληρώνουν υψηλότερα επιτόκια για δάνεια.
Οι αποδόσεις των 30ετών αμερικανικών ομολόγων σκαρφάλωσαν στο 5,15% – το υψηλότερο επίπεδο εδώ και σχεδόν δύο χρόνια. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων αυξήθηκαν επίσης σημαντικά. Το δολάριο συνεχίζει να δέχεται πιέσεις – γι’ αυτό και οι χρηματοπιστωτικές αγορές συζητούν εδώ και καιρό: Μήπως το δολάριο χάνει τον ρόλο του ως το κορυφαίο νόμισμα στον κόσμο;
«Προειδοποιητικό σήμα»
Σε όλα αυτά προστέθηκε και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τον οίκο Moody`s, γεγονός που ενίσχυσε τις αμφιβολίες μεταξύ των επενδυτών ως προς το κατά πόσον τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου εξακολουθούν να είναι κατάλληλα ως «ασφαλή καταφύγια».
Η Πρίγια Μίσρα, διαχειρίστρια χαρτοφυλακίου στην JP Morgan, δήλωσε στο Bloomberg: «Η αγορά ομολόγων στέλνει ένα προειδοποιητικό σήμα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν μπορούν πλέον να αγνοούν το πρόβλημα». ΟΙ γενικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί: το εθνικό χρέος ξεπερνά πλέον τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια και ανέρχεται περίπου, στο 120% του ΑΕΠ. Για την ιστορία, στα τέλη του 2016, το χρέος των ΗΠΑ ήταν ακόμη κάτω από τα 14 τρισεκατομμύρια δολάρια
Εφέτος, μόνο το βάρος των τόκων του κράτους εκτιμάται σε 880 δισεκατομμύρια δολάρια – περισσότερα από ολόκληρο τον αμυντικό προϋπολογισμό.
Το «Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο» προβλέπει μόνιμες μειώσεις φόρων-ειδικά για τους πλούσιους. Τα άτομα με χαμηλό εισόδημα ωφελούνται μόνο σε μικρό βαθμό. Για παράδειγμα, τα φιλοδωρήματα θα πρέπει να είναι αφορολόγητα. Αλλά το αποτέλεσμα είναι μικρό, επειδή πολλοί φτωχότεροι πολίτες των ΗΠΑ δεν πληρώνουν σχεδόν καθόλου φόρους ούτως ή άλλως. Οι παρατηρητές προειδοποιούν μάλιστα ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά θα μπορούσαν να καταλήξουν να επιβαρύνονται περισσότερο.
«Η ελάφρυνση της φορολογίας που θέλει ο Τραμπ, θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω το τεράστιο χρέος.Οι αγορές είχαν ήδη αντιδράσει σε ανάλογες πολιτικές, στο παρελθόν. Τη δεκαετία του 1990, η αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων είχε αναγκάσει τον τότε πρόεδρο Μπιλ Κλίντον να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις», υπενθυμίζουν Αμερικανοί αναλυτές.
Διαφοροποίηση στα χαρτοφυλάκια
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι επενδυτικές εταιρείες, όπως η JP Morgan, θέλουν να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους και θεωρούν την Ευρώπη ως «πολύ ελκυστικό μέρος για επενδύσεις». Κάτι που μεταφράζεται στο ότι οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων βιώνουν «έντονο ενδιαφέρον» για ευρωπαϊκά επενδυτικά προϊόντα. «Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν έναν πολύ σαφή στόχο οικονομικής ανάπτυξης, όπως ήδη αρχίζει να φαίνεται στη Γερμανία» με το πρόγραμμα επενδύσεων στην άμυνα και τις υποδομές», λέει ο Πάτρικ Τόμσον.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Κάρεν Γουόρντ , επικεφαλής στρατηγικής αγοράς για την Ευρώπη στην JP Morgan, τονίζει: «Ίσως τα τελευταία χρόνια υπήρξε υπερβολική αισιοδοξία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και υπερβολική απαισιοδοξία για την Ευρώπη. Αλλά η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να ξοδέψει πολλά χρήματα πολύ γρήγορα». Στο πλαίσιο αυτό-προσθέτει- πρέπει να παρακολουθείται ο τρόπος με τον οποίο η Ευρώπη επανατοποθετείται στη νέα διεθνή τάξη μετά την αποπαγκοσμιοποίηση.
Στελέχη της JP Morgan τονίζουν επίσης ότι, εκτός από τα προγραμματισμένα επενδυτικά προγράμματα, ένας άλλος καταλύτης για την ανάπτυξη θα είναι το μεγάλο ποσό αποταμιεύσεων που έχουν οι Ευρωπαίοι. Οι προτιμώμενες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων τους είναι οι τραπεζικές δραστηριότητες, η τεχνολογία και οι μικρές κεφαλαιοποιήσεις .
Ο Πάτρικ Τόμσον πρόσθεσε ότι σε ένα πλαίσιο έντονων παγκόσμιων αλλαγών και αστάθειας όπως σήμερα, «είναι απαραίτητο να υιοθετήσουμε μια ενεργή προσέγγιση διαχείρισης, καθώς τα μοντέλα του παρελθόντος δεν εγγυώνται πάντα τα ίδια αποτελέσματα για το μέλλον».