Η πτώση του δολαρίου έχει προκαλέσει ένα κύμα επιπτώσεων στις αγορές, ενώ προκαλεί ποικίλα συναισθήματα, από ανακούφιση έως αμηχανία, διλήμματα και ισχυρό πονοκέφαλο, στις κεντρικές τράπεζες ανά τον πλανήτη.
Η αβεβαιότητα γύρω από τη χάραξη πολιτικής στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε φυγή από το αμερικανικό νόμισμα και τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα τις τελευταίες εβδομάδες, με τον δείκτη του δολαρίου να έχει υποχωρήσει πάνω από 9% από την αρχή του έτους. Οι ειδικοί προβλέπουν περαιτέρω αποδυνάμωση.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Bank of America σε παγκόσμιους διαχειριστές κεφαλαίων, το 61% των συμμετεχόντων αναμένει περαιτέρω υποτίμηση του δολαρίου στους επόμενους 12 μήνες — η πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη από μεγάλους επενδυτές εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες.
Η έξοδος από τα αμερικανικά assets υποδηλώνει μια ευρύτερη κρίση εμπιστοσύνης στην αμερικανική πολιτική. Αλλά το ερώτημα είναι πώς επηρεάζει τρίτες χώρες.
«Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες θα ήταν ευχαριστημένες με πτώση 10%-20% του δολαρίου», λέει στο CNBC ο Άνταμ Μπάτον, επικεφαλής αναλυτής συναλλάγματος στο ForexLive. Η πτώση του αμερικανικού νομίσματος έχει οδηγήσει σε ενίσχυση άλλων νομισμάτων — κυρίως των «ασφαλών καταφυγίων» όπως το ιαπωνικό γεν, το ελβετικό φράγκο και το ευρώ. Από τις αρχές του έτους, το γιεν έχει ενισχυθεί πάνω από 10% έναντι του δολαρίου, ενώ το φράγκο και το ευρώ έχουν σημειώσει άνοδο περίπου 11%.
Άλλα νομίσματα που έχουν επίσης ενισχυθεί είναι το μεξικανικό πέσο (+5,5%), το καναδικό δολάριο (+4%), το πολωνικό ζλότι (+9%) και το ρούβλι (+22%).
Ωστόσο, ορισμένα νομίσματα αναδυόμενων αγορών έχουν αποδυναμωθεί παρά την πτώση του δολαρίου: το βιετναμέζικο ντονγκ και η ινδονησιακή ρουπία άγγιξαν ιστορικά χαμηλά μέσα στον Απρίλιο, ενώ και η τουρκική λίρα κατέγραψε νέο χαμηλό ρεκόρ. Το κινεζικό γιουάν επίσης έπεσε σε ιστορικό χαμηλό αλλά στη συνέχεια ανέκαμψε.
Τα καλά και τα κακά
Η υποχώρηση του δολαρίου μειώνει το πραγματικό βάρος του χρέους σε χώρες με υψηλό δανεισμό σε δολάρια. Επίσης, μια ισχυρότερη τοπική ισοτιμία καθιστά τις εισαγωγές φθηνότερες, περιορίζοντας τον πληθωρισμό και προσφέροντας χώρο στις κεντρικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια για να ενισχύσουν την ανάπτυξη.
«Η πρόσφατη πώληση του δολαρίου προσφέρει “ανάσα” στις κεντρικές τράπεζες ώστε να μειώσουν τα επιτόκια», λέει ο Μπάτον.
Όμως, όπως σημειώνει ο Τόμας Ρουπφ της VP Bank, μια ισχυρότερη ισοτιμία μπορεί να περιορίσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών — κάτι κρίσιμο σε μια συγκυρία όπου οι ΗΠΑ επανέρχονται με τιμωρητικούς δασμούς και η Ασία είναι ο κύριος παραγωγός αγαθών παγκοσμίως.
Κάπως έτσι η φημολογία στην αγορά που θέλει για παράδειγμα το Πεκίνο να επιτρέπει (ή και να ενθαρρύνει) την υποτίμηση γιουάν είναι ιδιαίτερα έντονη.
Ένα όπλο με κινδύνους
Ο Νικ Ρις της Monex Europe σημειώνει ότι αρκετές αναδυόμενες αγορές της Ασίας θα βάλουν ξανά στο τραπέζι την προοπτική υποτίμησης του νομίσματός τους, αν και οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να κινηθούν προσεκτικά για να αποφύγουν φυγή κεφαλαίων και νομισματικές κρίσεις.
«Οι αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν υψηλό πληθωρισμό, χρέος και κινδύνους φυγής κεφαλαίων — γεγονός που καθιστά την υποτίμηση επικίνδυνη», εξηγεί ο Ουαέλ Μακαρέμ της Exness στο CNBC. Επιπλέον, η υποτίμηση μπορεί να θεωρηθεί εμπορικό μέτρο από τις ΗΠΑ, προκαλώντας αντίποινα.
Η Fitch Ratings εκτιμά ότι οι περισσότερες αναδυόμενες αγορές θα διστάσουν να μειώσουν τα επιτόκια, καθώς αυτό θα επιβάρυνε τα δανεισμένα σε δολάρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Παράλληλα, ένα πιο αδύναμο νόμισμα μπορεί να οδηγήσει σε εκροές κεφαλαίων λόγω χαμηλότερων επιτοκίων έναντι των ΗΠΑ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ινδονησία, που πιθανότατα θα αποφύγει τη μείωση επιτοκίων λόγω της αστάθειας του νομίσματός της, ενώ η Κορέα και η Ινδία ίσως έχουν περισσότερο περιθώριο, σύμφωνα με τη Fitch.
Προς το παρόν, αποφεύγεται ο νομισματικός πόλεμος
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αξιοποίησε τη μείωση του πληθωρισμού για να μειώσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης τον Απρίλιο, δηλώνοντας ότι «οι περισσότερες μετρήσεις του υποκείμενου πληθωρισμού δείχνουν ότι θα σταθεροποιηθεί γύρω στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα».
Η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα, που παλεύει με ένα ισχυρό φράγκο για πάνω από 15 χρόνια, αποτελεί επίσης χαρακτηριστική περίπτωση: οι εξαγωγές της αντιστοιχούν στο 75% του ΑΕΠ, και ένα δυνατό φράγκο κάνει τα ελβετικά προϊόντα ακριβότερα στο εξωτερικό. Εάν συνεχιστεί η εισροή κεφαλαίων, η τράπεζα ίσως υποχρεωθεί να προχωρήσει σε δραστικά μέτρα για υποτίμηση, λέει ο Μπάτον.
Ωστόσο, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες αποφεύγουν προς το παρόν την υποτίμηση, φοβούμενες την αύξηση του πληθωρισμού. Η υποχώρηση των νομισμάτων τους, σε συνδυασμό με τους δασμούς των ΗΠΑ, θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τις πληθωριστικές πιέσεις, αποτρέποντας οποιοδήποτε σχέδιο εθελοντικής υποτίμησης.
Η ικανότητα μιας χώρας να υποτιμήσει εξαρτάται από το μέγεθος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της, την έκθεσή της στο εξωτερικό χρέος, το εμπορικό της ισοζύγιο και την ευαισθησία της στις εισαγόμενες τιμές.
«Οι εξαγωγικές οικονομίες με υψηλά αποθέματα και χαμηλή εξάρτηση από ξένο χρέος έχουν περισσότερο περιθώριο για υποτίμηση — όμως ακόμα και αυτές προχωρούν προσεκτικά», σημειώνει ο ΜακΚένα της Wells Fargo.
Η γενική τάση στις παγκόσμιες διαπραγματεύσεις θα είναι καθοριστική. Εάν επικρατήσει η διάθεση για εμπορικές συμφωνίες και μείωση των δασμών, τότε οι κεντρικές τράπεζες δεν θα έχουν ισχυρό κίνητρο να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους. Αντιθέτως, σε περίπτωση όξυνσης των εμπορικών εντάσεων, η επιστροφή σε πιο προστατευτικά μέτρα μπορεί να οδηγήσει σε νομισματικές συγκρούσεις.
«Για την ώρα, όμως, η επικρατούσα επιλογή είναι η αποφυγή ενός νομισματικού πολέμου που θα προσέθετε περαιτέρω αστάθεια στην παγκόσμια και τοπική οικονομία», καταλήγει ο ΜακΚένα.