Skip to main content

Το μεγάλο ξεπούλημα του Δολαρίου: Η «ολλανδική ασθένεια» και η απώλεια ενός προνομίου

Το δολάριο δέχεται επίθεση... από μέσα

Το δολάριο, για δεκαετίες ο ακρογωνιαίος λίθος του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, δείχνει σημάδια τριγμού. Από τα μέσα Ιανουαρίου έχει υποχωρήσει πάνω από 9% έναντι ενός καλαθιού ισχυρών νομισμάτων, με το 40% αυτής της πτώσης να καταγράφεται μετά την 1η Απριλίου.

Ακόμα και καθώς οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου ανεβαίνουν, οι επενδυτές φαίνεται να εγκαταλείπουν το «ασφαλές καταφύγιο» της αμερικανικής αγοράς. Μια τέτοια απόκλιση μεταξύ αποδόσεων και νομίσματος αποτελεί σημάδι αυξημένου ρίσκου – και αυτός ο κίνδυνος σήμερα λέγεται πολιτική αβεβαιότητα στις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση Τραμπ, με την επιθετική εμπορική πολιτική, την απειλή ελέγχου επί της Fed και τις εξωφρενικές δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, έχει διαβρώσει βασικούς πυλώνες της αμερικανικής αξιοπιστίας. Η εικόνα των ΗΠΑ ως δύναμης σταθερότητας, θεσμικής σοβαρότητας και φιλόξενου προορισμού για το ξένο κεφάλαιο δέχεται πλήγμα. Ξένοι επενδυτές –ιδίως ιδιώτες διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων που δεν «πειθαναγκάζονται» από τη διπλωματία ή τους δασμούς– φέρονται να ξεφορτώνονται μαζικά δολάρια. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή.

Μια κρίση φτιαγμένη στον Λευκό Οίκο

Το θεμέλιο αυτής της κρίσης είναι πολιτικό. Η επαναφορά της κυβέρνησης Τραμπ συνοδεύτηκε από μια χαοτική αναθέρμανση του εμπορικού πολέμου, επιβολή δασμών χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική και εξαγγελίες που θυμίζουν περισσότερο αυτοσχεδιασμό παρά χάραξη πολιτικής.

Παράλληλα, το Κογκρέσο ενέκρινε έναν προϋπολογισμό που, σύμφωνα με το CRFB, προσθέτει 5,8 τρισ. δολάρια στο έλλειμμα μέσα στην επόμενη δεκαετία – ποσό που υπερβαίνει το κόστος των περικοπών φόρων του πρώτου όρου Τραμπ, τις δαπάνες για την πανδημία και το πακέτο Μπάιντεν μαζί.

Η υπερχρέωση αυτή έρχεται ενώ το δημόσιο χρέος πλησιάζει το 120% του ΑΕΠ και οι ανάγκες αναχρηματοδότησης αγγίζουν τα 9 τρισ. μέσα σε έναν χρόνο.

Το παραμικρό τράνταγμα στην εμπιστοσύνη των αγορών μπορεί να πυροδοτήσει ένα σπιράλ ανόδου επιτοκίων, δημοσιονομικής ασφυξίας και ευρύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι κίνδυνοι δεν είναι υποθετικοί· είναι ήδη εμφανείς στο πριμ κινδύνου που απαιτούν οι επενδυτές για τα αμερικανικά ομόλογα.

Η κεντρική τράπεζα υπό πίεση

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα δέχεται πλέον ανοιχτά πολιτικές πιέσεις. Ο πρόεδρος Τραμπ ζητά επίμονα μείωση επιτοκίων, απειλεί τον πρόεδρο της Fed Τζερόμ Πάουελ και φλερτάρει με την ιδέα διορισμού πιο “συμμορφωμένων” προσώπων στην ηγεσία της τράπεζας.

Οι επενδυτές ανησυχούν ότι η ανεξαρτησία της Fed –ένας ακρογωνιαίος λίθος της νομισματικής σταθερότητας– μπορεί να καταρρεύσει. Αν η Fed αρχίσει να αγοράζει κρατικό χρέος για να στηρίξει τις αγορές, υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι χρηματοδοτεί άμεσα το έλλειμμα, υπονομεύοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη.

Η κυριαρχία του δολαρίου έχει επιτρέψει στις ΗΠΑ να διατηρούν χαμηλό κόστος δανεισμού και να ασκούν πίεση σε χώρες όπως η Ρωσία και το Ιράν μέσω οικονομικών κυρώσεων. Όμως αυτό το «εξωφρενικό προνόμιο» αρχίζει να φθείρεται.

Η Κίνα, ενισχυόμενη από την αμερικανική αβεβαιότητα, στήνει το δικό της παράλληλο σύστημα: διμερείς συμφωνίες σε γουάν με χώρες όπως η Βραζιλία και η Ρωσία, χορηγήσεις ρευστότητας σε κεντρικές τράπεζες φιλικών κρατών, προσπάθεια διεθνοποίησης του νομίσματός της. Η αποδυνάμωση της εμπιστοσύνης στο δολάριο ενισχύει την κινεζική στρατηγική.

Η παγίδα του οικονομικού εθνικισμού

Όπως εξηγεί σε ανάλυσή του το Chatham House κάποιοι εντός της κυβέρνησης Τραμπ, όπως ο Στιβ Μίραν ή ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς, βλέπουν την κυριαρχία του δολαρίου ως κατάρα – μια «ολλανδική ασθένεια» που κρατά το δολάριο τεχνητά υψηλό και την αμερικανική βιομηχανία μη ανταγωνιστική.

Υποστηρίζουν ότι η αποδυνάμωση του νομίσματος θα μειώσει το εμπορικό έλλειμμα και θα επαναφέρει τις εργοστασιακές θέσεις εργασίας. Όμως η ιδέα ότι η Αμερική μπορεί να αποσυρθεί από το διεθνές νομισματικό σύστημα χωρίς σοβαρές συνέπειες για την παγκόσμια σταθερότητα είναι παραπλανητική – και επικίνδυνη.

Ορισμένοι οικονομολόγοι, όπως ο Μπάρι Άιχενγκριν του Berkeley, θυμούνται τη στερλίνα το 1956 και το Σουέζ. Τότε, η βρετανική πολιτική αποσταθεροποίηση και η απώλεια διεθνούς κύρους οδήγησαν στο τέλος της παγκόσμιας κυριαρχίας του βρετανικού νομίσματος.

Αν ο Τραμπ συνεχίσει να αμφισβητεί θεμελιώδεις αρχές της νομισματικής αξιοπιστίας –ανεξαρτησία της Fed, συνέπεια στη δημοσιονομική πολιτική, σεβασμός στο διεθνές δίκαιο– το δολάριο μπορεί να γνωρίσει μια αντίστοιχη μοίρα.

Η απώλεια της εμπιστοσύνης δεν γίνεται απαραίτητα με θόρυβο. Συχνά είναι αργή, διαβρωτική και δύσκολα αναστρέψιμη. Αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: αύξηση κόστους δανεισμού, αστάθεια στις αγορές, απώλεια παγκόσμιας επιρροής. Και η τραγωδία είναι ότι αυτή η εξέλιξη δεν είναι προϊόν κάποιου εξωτερικού σοκ, αλλά αυτοπροκαλούμενη.