Skip to main content

Ομόλογα: Η αγορά αντιμετωπίζει την Ελλάδα σαν να έχει ήδη βγει από τα «σκουπίδια»

Οι επενδυτές προεξοφλούν την έξοδο από το junk και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, σχολιάζει σε ανάλυσή του το Reuters. Τι λέει στη Ν η επικεφαλής αξιολογήσεων της DBRS

Όταν το 2010 η Ελλάδα έφτασε στο χείλος του γκρεμού και μπήκε στα δεσμά του μνημονίου, οι οίκοι αξιολόγησης την έστειλαν στα «σκουπίδια». Δραστικές υποβαθμίσεις οδήγησαν την πιστοληπτική ικανότητα βαθιά στο junk, όπως είναι γνωστή η κατηγορία των σκουπιδιών. Επί 13 χρόνια – και με τη χώρα να έχει να αντιμετωπίσει αλλεπάλληλες κρίσεις – το ελληνικό αξιόχρεο δεν κατέφερε να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα (investment grade). Τώρα είναι πια πολύ κοντά σε αυτό, όπως έχουν επισημάνει τα τελευταία 24ωρα επενδυτικοί οίκοι και οίκοι αξιολόγησης.

Οι αναλυτές των οίκων δεν θέλουν να βιαστούν. Η χρηματοπιστωτική κρίση, η κρίση χρέους, η πανδημία τους έχει μάθει να τηρούν στάση αναμονής ακόμη και όταν τα πράγματα μοιάζουν με βεβαιότητα προδιαγεγραμμένα. Έτσι η αναβάθμιση θα έρθει πιθανότατα μετά και τις δεύτερες κάλπες της 25ης Ιουνίου. Οι επενδυτές όμως δεν φημίζονται για την υπομονή τους. Για αυτό και είναι έτοιμοι να δώσουν την «αναβάθμιση» στα ελληνικά ομόλογα από τώρα. Η σαρωτική νίκη της ΝΔ στις εκλογές της 21ης Μαΐου και η ισχυρή προοπτική για αυτοδυναμία στην επόμενη Βουλή σημαίνουν για την αγορά συνέχιση της δημοσιονομικής και ευρύτερα οικονομικής πολιτικής, χωρίς εκπλήξεις. Και η σταθερότητα σε έναν κόσμο διαρκούς αστάθειας επιβραβεύεται.

Υπό τις συνθήκες αυτές αναλυτές σε τράπεζες που διαπραγματεύονται το ελληνικό χρέος σχολίασαν χαρακτηριστικά στο Reuters πως «τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται ήδη σαν να έχουν ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα». Η τιμή τους έχει επιδοθεί σε μετεκλογικό ράλι και η απόδοσή τους είναι πλέον χαμηλότερη από εκείνη των ιταλικών. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι και οι 3 μεγάλοι οίκοι έχουν τοποθετήσει το αξιόχρεο της Ιταλίας – τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του ευρώ – στην επενδυτική βαθμίδα. Εντούτοις η απόδοση του ελληνικού 10ετους (έχοντας υποχωρήσει κατά περίπου 15 μονάδες βάσης από τις εκλογές ) είναι στο 3,9% και του αντίστοιχου ιταλικού 10ετους στο 4,4%. Η απόσταση των 50 μονάδων βάσης είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί τουλάχιστον από το 1999, σύμφωνα με στοιχεία της Refinitiv.

«Θα έλεγα ότι η αναβάθμιση αποτυπώνεται ήδη στην τιμή τους. Δεν περιμένουμε έτσι να δούμε πολύ μεγάλες κινήσεις στον απόηχο της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας» σημειώνει στο Reuters ο Ζαν Κριστόφ Ματσάδο, στρατηγικός αναλυτής της BNP Paribas. Η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα υπολογίζεται ότι θα μπορούσε να έρθει τον Οκτώβριο κατά την προγραμματισμένη αξιολόγηση από τον S&P. Αυτό πιστεύει και η Societe Generale επικαλούμενη την περίπτωση της Πορτογαλίας το 2017. Δεν αποκλείεται να προβεί σε αυτό το βήμα νωρίτερα, τον Αύγουστο, ένας μικρότερος οίκος, ο Scope Ratings- αν και όλα τα βλέμματα είναι πρωτίστως στραμμένα στις κινήσεις των τριών μεγάλων (Moody’s, Fitch, S&P).

DBRS: Οι δύο παράγοντες που φέρνουν την επενδυτική βαθμίδα

«Θεωρούμε ότι οι εκλογές της Κυριακής δίνουν ένα σήμα συνέχειας της πολιτικής. Τώρα εάν το αποτέλεσμα της δεύτερης κάλπης είναι αυτοδυναμία της ΝΔ, θα σηματοδοτήσει μία ισχυρή εντολή του εκλογικού σώματος για διατήρηση των σχεδίων οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής» σχολίασε στη Ναυτεμπορική η Nichola James, co-head of global sovereign ratings στον οίκο  DBRS.

Σημείωσε δε πως «εδώ και καιρό διατυπώνουμε την άποψη ότι το αξιόχρεο της Ελλάδας, οπυ είναι σήμερα στο BB (high), μία κλίμακα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν κάτι από τα ακόλουθα ή ένας συνδυασμός τους, συμβεί: 1) διατήρηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσων που ενισχύουν τις επενδύσεις και κατά συνέπεια βελτιώνουν τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, 2) διατήρηση της δέσμευσης στη δημοσιονομική προσαρμογή, που θα κρατήσει το δημόσιο χρέος σε πτωτική τροχιά».

«Αν λοιπόν έχουμε μία κυβέρνηση πλειοψηφίας, που θα φέρει ακόμη μία περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα, και θα ανανεώσει τη δέσμευση σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, θα ήταν ένας παράγοντας για περαιτέρω βελτίωση στο πιστοληπτικό προφίλ» κατέληξε.