Skip to main content

Το τέλος της οικονομίας της αρπαχτής

Καρότσι για ψώνια και AI - Τεχνητή Νοημοσύνη

Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού το «παιχνίδι» γίνεται λίγο πιο δίκαιο, παρατηρεί ο Economist

Πολλοί αντιλαμβάνονται την Τεχνητή Νοημοσύνη ως μία «απειλητική» επανάσταση. Αν ξέρεις, όμως, να τη χρησιμοποιείς σωστά, μπορείς να εξοικονομήσεις χρόνο και χρήμα. Να έχεις έναν βοηθό, που θα αποτρέπει την εξαπάτησή σου.

Ο Economist δίνει ορισμένα παραδείγματα. Πριν υπογράψεις ένα συμβόλαιο για καινούργιο αυτοκίνητο, αρκεί να ανεβάσεις τη φωτογραφία του στο ChatGPT και θα σου πει για τα «ψιλά γράμματα» που πρέπει να προσέξεις.

Αν στάζει η βρύση στο μπάνιο, ένα chatbot μπορεί να εντοπίσει το πρόβλημα —συχνά φθηνότερα από έναν υδραυλικό. Ακόμα και οι γονείς ενός ανήσυχου μωρού μπορούν να πάρουν απαντήσεις μέσα σε δευτερόλεπτα, αντί να περιμένουν ραντεβού με παιδίατρο.

Αθροιστικά, όλα αυτά συνθέτουν όντως μια επανάσταση, αλλά όχι απειλητική. Καθώς η AI περνά στην καθημερινότητα, εξαλείφει μία από τις πιο διαχρονικές στρεβλώσεις του καπιταλισμού — το πληροφοριακό προβάδισμα των πωλητών και των μεσαζόντων έναντι των καταναλωτών.

«Όταν ο καθένας έχει έναν «ιδιοφυή σύμβουλο» στην τσέπη του, οι πιθανότητες να πέσει θύμα παραπλάνησης μειώνονται δραματικά. Και μαζί, βελτιώνεται η συνολική αποτελεσματικότητα της οικονομίας», σημειώνει ο Economist και διαμηνύει πως η εποχή της «οικονομίας της αρπαχτής» φαίνεται να πλησιάζει στο τέλος της.

Από τα αυτοκίνητα του Akerlof στην εποχή του ChatGPT

Οι πληροφοριακές ανισορροπίες υπάρχουν από τότε που υπάρχουν αγορές. Στη μεσαιωνική Αγγλία οι παντοπώλες χρησιμοποιούσαν ψεύτικες ζυγαριές και οι ταβερνιάρηδες έβαζαν αλάτι στην μπίρα για να αυξήσουν τη δίψα των πελατών.

Το 1970, ο νομπελίστας οικονομολόγος George Akerlof περιέγραψε αυτό το φαινόμενο μέσα από το περίφημο άρθρο του για την αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων: όταν ο αγοραστής δεν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό αυτοκίνητο από εκείνο με τις κρυφές βλάβες, υποθέτει το χειρότερο.

Έτσι, οι αξιόπιστοι πωλητές αποσύρονται, η ποιότητα πέφτει και η αγορά συρρικνώνεται.

Το διαδίκτυο έκανε το «στήσιμο» πελατών δυσκολότερο. Με υπηρεσίες όπως το Carfax, οι αγοραστές μπορούν να ελέγχουν το ιστορικό ενός οχήματος. Οι εφαρμογές Uber και Lyft εμπόδισαν τους ταξιτζήδες να πηγαίνουν «τον μακρύ δρόμο». Το Tripadvisor καθοδήγησε τους τουρίστες στα καλά εστιατόρια — αφήνοντας πίσω δεκάδες «παγίδες».

Οι αγορές έγιναν πιο διαφανείς – αλλά όχι αρκετά

Στις αρχές του 2000, πολλοί πίστεψαν ότι το φαινόμενο είχε τελειώσει.
«Η τελειότητα της πληροφορίας είναι κοντά», δήλωνε το 2007 ο Τζεφ Μπέζος της Amazon. Οικονομολόγοι όπως οι Τάιλερ Κόουεν και Άλεξ Ταμπαρόκ διαβεβαίωναν ότι η θεωρία των «ασύμμετρων πληροφοριών» είχε ξεπεραστεί.

Κι όμως, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Economist, περίπου το 25% της καταναλωτικής δαπάνης στις ΗΠΑ εξακολουθεί να κατευθύνεται σε αγαθά και υπηρεσίες όπου οι καταναλωτές δεν γνωρίζουν αρκετά — από την υγεία μέχρι τις ανακαινίσεις σπιτιών.

Η οικοδομή είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες δεν ξέρουν τι σημαίνει HVAC ή πώς να κρίνουν μια βαφή, κι έτσι πέφτουν θύματα κακών επαγγελματιών.

Το ίδιο ισχύει για μεσίτες που αποκρύπτουν ελαττώματα, γιατρους που προτείνουν ακριβότερες θεραπείες, ή δικηγόρους που δίνουν κακές συμβουλές χωρίς να το αντιλαμβάνεται εγκαίρως ο πελάτης.

Το κόστος της αδιαφάνειας

Σύμφωνα με μελέτη των Susan Woodward και Robert Hall (Stanford), οι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ χάνουν κατά μέσο όρο πάνω από 1.000 δολάρια επειδή δεν ψάχνουν αρκετά για καλύτερους όρους. Άλλοι χάνουν πολλές χιλιάδες μη αναχρηματοδοτώντας έγκαιρα τα δάνειά τους όταν πέφτουν τα επιτόκια.

Στην ιατρική, έκθεση του Journal of the American Medical Association (2019) υπολόγισε ότι το αμερικανικό σύστημα υγείας σπαταλά έως 100 δισ. δολάρια τον χρόνο σε περιττές θεραπείες.

Στη Βρετανία, κυβερνητική έρευνα του 2024 εκτίμησε ότι οι πολίτες χάνουν περίπου 2,5% του ΑΕΠ ετησίως αγοράζοντας κακής ποιότητας προϊόντα ή ξοδεύοντας αμέτρητες ώρες σε παράπονα και αντικαταστάσεις.

Το νέο «όπλο» του καταναλωτή

Η επόμενη γενιά startups επιχειρεί να διορθώσει αυτές τις στρεβλώσεις.
Η CarEdge χρησιμοποιεί έναν διαπραγματευτή AI για να παζαρεύει με τις αντιπροσωπείες.
Η Pruvo επανακρατά αυτόματα ξενοδοχεία όταν πέφτει η τιμή.

Και, φυσικά, τα μεγάλα μοντέλα γλώσσας όπως το ChatGPT και το Claude επιτρέπουν σε όλο και περισσότερους να λαμβάνουν νομικές ή οικονομικές συμβουλές σε δευτερόλεπτα.

Όπως σημειώνει το δημοφιλές προφίλ Financial Dystopia στο X, «το νέο στερεότυπο λέει πως κανένας Gen Z δεν αγοράζει αυτοκίνητο χωρίς να περάσει πρώτα το συμβόλαιο από το ChatGPT».

Κι όταν τα πράγματα στραβώσουν, οι ίδιοι καταναλωτές χρησιμοποιούν πλέον chatbots για να ζητήσουν αποζημιώσεις.

Έρευνα του Stanford έδειξε ότι ήδη το 18% των παραπόνων στον χρηματοπιστωτικό τομέα γράφεται με τη βοήθεια AI – και τα αιτήματα αυτά έχουν υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας.

Πιο «έξυπνοι» αγοραστές – αλλά και πιο «έξυπνοι» πωλητές

Το αν η τεχνητή νοημοσύνη θα εξαλείψει οριστικά τις αρπαχτές εκ μέρους των πωλητών εξαρτάται από δύο παράγοντες.

  • Πρώτον, από το πόσο σωστά τη χρησιμοποιούν οι καταναλωτές. Η τυφλή αντιγραφή των απαντήσεων ενός chatbot είναι άχρηστη αν δεν υπάρχει κρίση και γνώση. Έρευνες δείχνουν πάντως ότι οι άνθρωποι μπορούν να «εκτιμήσουν έξυπνα» την ποιότητα των αλγοριθμικών συμβουλών.
  • Δεύτερον, από το πώς θα αντιδράσουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Οι πωλητές ήδη εξοπλίζονται με δικά τους εργαλεία AI. Αν σήμερα πείσεις τον υδραυλικό να ρίξει την τιμή, αύριο μπορεί να έχει το δικό του bot που θα του υπολογίζει πόσο περισσότερο να σου χρεώσει.

Η νέα τάση ονομάζεται “generative engine optimisation” — δηλαδή η χρήση της AI για τη διαμόρφωση περιεχομένου που ευνοεί ένα προϊόν ή υπηρεσία μέσα στα chatbots.

Ίσως στο μέλλον χρειαστούν «διαιτητές AI», ανεξάρτητα μοντέλα που θα αποφασίζουν αμερόληπτα για διαφορές μεταξύ πελατών και παρόχων.

Το τέλος του ανυποψίαστου καταναλωτή

Όπως κι αν εξελιχθεί η μάχη, ένα είναι σίγουρο: η εποχή του «καταναλωτή που δεν ξέρει» τελειώνει.

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν καταργεί μόνο τη μεσολάβηση και την αδιαφάνεια· αλλάζει ριζικά τη σχέση γνώσης, ισχύος και εμπιστοσύνης στην αγορά.

Και αυτό —ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού— κάνει το «παιχνίδι» λίγο πιο δίκαιο, παρατηρεί ο Economist.