Skip to main content

Σε ποια μέτωπα θα κριθεί η φετινή «μάχη» με τον πληθωρισμό

«Στοίχημα» η συγκράτηση του τιμάριθμου στο 2,8% για το διάστημα Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου 2025

Στο… νήμα θα κριθεί η φετινή μάχη με τον πληθωρισμό, με την προσπάθεια της κυβέρνησης να επικεντρώνεται στη συγκράτηση του μέσου ετήσιου ρυθμού μεταβολής στο 2,6% ή και λίγο χαμηλότερα.

Το ποσοστό 2,6% αποτελεί τον αναθεωρημένο στόχο για φέτος, καθώς αποτυπώθηκε στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού. Για να «βγει» αυτό το νούμερο, θα πρέπει ο μέσος πληθωρισμός στο διάστημα Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου να συγκρατηθεί στο 2,8%.

Οποιοδήποτε ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό το όριο θα ανεβάσει το μέσο ετήσιο ποσοστό μεταβολής πάνω από το 2,6%, ενώ σε περίπτωση καλύτερης επίδοσης θα δούμε τη χρονιά να κλείνει και λίγο χαμηλότερα. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης του αισιόδοξου σεναρίου, που προβλέπει μέσο πληθωρισμό στο τελευταίο τρίμηνο στο επίπεδο του 1,9% (αυτό ήταν και το κλείσιμο του Σεπτεμβρίου), το 2026 θα κλείσει οριακά χαμηλότερα από το 2,4%. Ήδη στην αγορά εμφανίζονται αντίρροπες δυνάμεις.

Από τη μία η συγκυρία με τις τιμές της ενέργειας -κυρίως του φυσικού αερίου και του πετρελαίου- είναι θετική και η έναρξη της χειμερινής περιόδου από αύριο Τετάρτη αναμένεται να γίνει με αισθητά χαμηλότερες τιμές σε σχέση με πέρυσι. Από την άλλη, τα σκαμπανεβάσματα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι συνεχή και ήδη η μέση τιμή του Οκτωβρίου διαμορφώνεται μέχρι στιγμής υψηλότερα σε σχέση με τον Σεπτέμβριο αλλά και τον Αύγουστο, γεγονός που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο αυξήσεων στις τιμές λιανικής του ηλεκτρικού ρεύματος.

Το μεγάλο πρόβλημα

Ο… ελέφαντας στο δωμάτιο παραμένει το ενοίκιο της κύριας κατοικίας, ενώ στο πεδίο των ειδών πρώτης ανάγκης έχουμε διπλή εικόνα: από τη μία την ενεργοποίηση των μειώσεων τιμών στο ράφι για 1.000 επιλεγμένα προϊόντα ως αποτέλεσμα της σχετικής συμφωνίας του υπουργείου Ανάπτυξης με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τους προμηθευτές τους, και από την άλλη την αναζωπύρωση έντονων πληθωριστικών πιέσεων σε πολλά είδη πρώτης ανάγκης, κυρίως σε καφέ, κρέατα, ψάρια και σοκαλοτοειδή.

Η συγκράτηση του δείκτη τιμών καταναλωτή εντός των προβλεπόμενων ορίων ή και χαμηλότερα δεν έχει να κάνει με την ψυχολογία της αγοράς και των καταναλωτών. Σειρά οικονομικών δεικτών, που επηρεάζουν άμεσα τη ζωή των πολιτών, επηρεάζονται αυτόματα.

Πρώτον, οι αυξήσεις στις συντάξεις. Το ποσοστό για το 2026 έχει κλειδώσει στο 2,4% (επειδή το άθροισμα της προβλεπόμενης ανάπτυξης και του πληθωρισμού βγαίνει στο 4,8% και το ποσοστό αύξησης της σύνταξης είναι το 50% αυτού του ποσοστού), αλλά αν ο πληθωρισμός αλλάξει, θα παραμείνουν εκκρεμότητες που θα πρέπει να διευθετηθούν στο τέλος του 2026.

Δεύτερον, το ποσοστό αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών για 1,4 εκατ. ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, καθώς αυτές αναπροσαρμόζονται αυτόματα με βάση τον εθνικό δείκτη τιμών καταναλωτή. Και τρίτον, το ποσοστό αύξησης των ενοικίων, καθώς, ως γνωστόν, η νόμιμη αναπροσαρμογή των μισθωμάτων γίνεται με βάση το 75% του πληθωρισμού. Από εκεί και πέρα, βέβαια, το πιο σημαντικό για τον καταναλωτή είναι ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός αύξησης του κόστους ζωής του.

Η αγορά ενέργειας

Με τη διεθνή τιμή του πετρελαίου μπρεντ να παραμένει κάτω από τα 65 δολάρια το βαρέλι και το ευρώ να παραμένει ενισχυμένο έναντι του αμερικανικού νομίσματος, οι καταναλωτές θα αποκτήσουν από αύριο τη δυνατότητα να αγοράσουν πετρέλαιο θέρμανσης με τιμή που μπορεί να πέσει και κάτω από 1,1 ευρώ το λίτρο στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Η πτώση σε σχέση με πέρυσι είναι της τάξεως του 7%-8%. Αντίστοιχα, μειωμένη είναι και η τιμή του φυσικού αερίου, με την πτώση να υπολογίζεται σε περίπου ένα λεπτό του ευρώ ανά κιλοβατώρα (από τα περίπου 8 λεπτά πέρυσι, στα 7 λεπτά φέτος). Το ηλεκτρικό ρεύμα για τον Οκτώβριο πωλείται φθηνότερα σε σχέση με πέρυσι.

Με τη συγκράτηση της πράσινης κιλοβατώρας στα 13 λεπτά, υπάρχει μείωση σε σχέση με τον περσινό Οκτώβριο που είχε τιμή πώλησης 15 λεπτά. Το ερώτημα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Μέχρι στιγμής, η μέση τιμή χονδρικής για τον Οκτώβριο κινείται πάνω από τα 108 ευρώ η μεγαβατώρα, καταγράφοντας νέα αύξηση συγκριτικά με τον Σεπτέμβριο. Είναι αμφίβολο αν οι εταιρείες -και εφόσον συνεχιστεί αυτή η κατάσταση- θα μπορέσουν να απορροφήσουν και αυτές τις μεταβολές.