Skip to main content

ΑΑΔΕ: Κάνει φύλλο και φτερό τραπεζικούς λογαριασμούς, δάνεια, κάρτες

Στόχος να εντοπίσει κρυφά εισοδήματα με έμμεσους ελέγχους

Το «όπλο» των έμμεσων τεχνικών ελέγχου επιστρατεύει και πάλι ο ελεγκτικός μηχανισμός εντατικοποιώντας τους ελέγχους για την αποκάλυψη «κρυφών» εισοδημάτων, στο πλαίσιο του γενικότερου σχεδίου δράσης περιορισμού της φοροδιαφυγής από «ύποπτους» επαγγελματικούς κλάδους.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο «κυνήγι» της παραοικονομίας που στερεί από το Δημόσιο σημαντικά έσοδα, τα οποία θα μπορούσαν να γεμίσουν ακόμη περισσότερο τον «κουμπαρά» από τον «πόλεμο» της φοροδιαφυγής, ώστε να υπάρξουν νέες φορολογικές παρεμβάσεις υπέρ της μεσαίας τάξης αλλά και των ευάλωτων ομάδων το επόμενο έτος, λίγο πριν από τις κρίσιμες εκλογές του 2027.

Με αμείωτη ένταση

Στο πλαίσιο αυτό έχει δοθεί εντολή όπως συνεχιστούν με αμείωτη ένταση οι διασταυρώσεις εισοδημάτων για τον προσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων επιτηδευματιών και φυσικών προσώπων με δραστηριότητες που πάντα έμπαιναν στον «πειρασμό» να μην εμφανίζουν όλα τα εισοδήματά τους.

Επισημαίνεται ότι οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου προσδιορίζουν έμμεσα το εισόδημα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, με τη χρήση μάλιστα οποιουδήποτε διαθέσιμου στοιχείου βάσει του οποίου μπορεί να στοιχειοθετηθεί η απόκρυψη φορολογητέας ύλης.

Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι όποιος «μπει» στο «στόχαστρο» του ελεγκτικού μηχανισμού, οι φορολογικές αρχές θα κάνουν «φύλλο και φτερό» τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, τις επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τη λήψη και αποπληρωμή δανείων, ψηφιακές πλατφόρμες, χρήση καρτών, ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα, ανταλλαγή πληροφοριών με φορολογικές διοικήσεις άλλων χωρών, κτηματολογικά γραφεία, συμβολαιογράφους, από επενδεδυμένα κεφάλαια σε επιχειρήσεις, από τη συναλλακτική δράση των επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχει (αντικείμενο δραστηριότητας, αγορές, πωλήσεις, μικτό κέρδος, τρόπος τήρησης φορολογικών αρχείων της επιχείρησης) και πληροφορίες και στοιχεία από τρίτους.

Επισημαίνεται ότι οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου καθορίζονται από το άρθρο 27 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ΚΦΔ) και είναι οι ακόλουθες:

1. της αρχής των αναλογιών,

2. της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου,

3. της καθαρής θέσης του φορολογούμενου,

4. της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.

Ειδικότερα, με τη μέθοδο της αρχής των αναλογιών προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα με βάση ποσοστά και δείκτες (και ιδίως με βάση το πραγματικό περιθώριο μικτού κέρδους) που θεωρούνται αξιόπιστα, βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής και προέρχονται είτε από την ίδια την επιχείρηση είτε από τρίτες πηγές.

Για την εφαρμογή της τεχνικής της αρχής των αναλογιών, μετά την ανάλυση των πωλήσεων και/ή του κόστους των πωλήσεων, προσδιορίζεται μια αξιόπιστη αναλογία (σχέση) η οποία εφαρμόζεται σε μία, γνωστή εκ των προτέρων, βάση (ενδεικτικά στο κόστος πωληθέντων) και έτσι προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα του φορολογούμενου.

Αξιοπιστία

Η ορθότητα του αποτελέσματος της τεχνικής αυτής βασίζεται στην αξιοπιστία των αναλογιών που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης. Ειδικότερα:

α) Κύρια πηγή πληροφοριών πρέπει να είναι η ίδια η επιχείρηση. Έτσι ο έλεγχος για τον καθορισμό των αναλογιών (ποσοστών), που θα εφαρμοστούν για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα, εξαντλεί τη δυνατότητα δημιουργίας αναλογιών με βάση τα πραγματικά δεδομένα της επιχείρησης (κόστος, δαπάνες, τιμές πώλησης κ.λπ.), στοιχεία τα οποία προκύπτουν αφενός από τα λογιστικά αρχεία του φορολογουμένου και αφετέρου από κάθε είδους διαθέσιμα στοιχεία, καθώς και πληροφορίες και διευκρινίσεις που θα παρασχεθούν είτε από τον ίδιο τον ελεγχόμενο είτε από τρίτες πηγές. Συνεπώς, το πραγματικό περιθώριο μικτού κέρδους δύναται να προσδιοριστεί συγκρίνοντας τιμολόγια αγορών με τιμολόγια πωλήσεων ή αναλύοντας τιμοκαταλόγους ή τιμές ραφιών ή ερευνώντας αρχεία αποθήκης και βιβλία παραγγελιών ή και άλλες συναφείς πληροφορίες.

β) Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατός ο καθορισμός των αναλογιών σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση, ποσοστά και δείκτες δύνανται να προκύψουν και με βάση δεδομένα ομοειδών επιχειρήσεων. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος δύναται να αναπροσαρμόζει τα εν λόγω ποσοστά και τους δείκτες, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της ελεγχόμενης επιχείρησης και ιδίως τον τύπο του εμπορεύματος, τη γεωγραφική θέση της επιχείρησης, το μέγεθός της, την ελεγχόμενη φορολογική περίοδο, τη γενικότερη εμπορική πολιτική, ώστε οι αναλογίες που τελικά θα εφαρμοστούν για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα να ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά του ελεγχόμενου προσώπου.

γ) Για την επαλήθευση του κόστους πωληθέντων, ο έλεγχος συνεκτιμά στοιχεία αντισυμβαλλόμενων, υφιστάμενες παραβάσεις, τεχνικές προδιαγραφές κ.λπ. Κατά την εφαρμογή της τεχνικής της αρχής των αναλογιών, για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα, δύναται να χρησιμοποιηθούν διάφορες αναλογίες (ποσοστά ή δείκτες), όπως ενδεικτικά η αναλογία περιθωρίου μικτού κέρδους – πωλήσεων, η αναλογία περιθωρίου μικτού κέρδους – κόστους, η αναλογία κόστους πωληθέντων – πωλήσεων, η αναλογία καθαρής τιμής πώλησης – τιμής κόστους κ.λπ., οι οποίες εφαρμόζονται επί του συνολικού κόστους ώστε να προσδιοριστούν τα έσοδα. Τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα που προσδιορίζονται με βάση τις προαναφερόμενες έμμεσες τεχνικές ελέγχου συνιστούν τα τελικά έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον είναι μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα δηλωθέντα.

Εφόσον τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα του ελεγχόμενου προσώπου προσδιορίζονται με τις έμμεσες μεθόδους της παρούσας, τότε ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα για κάθε φορολογικό έτος θεωρείται το σύνολο των, προσδιορισθέντων με τις έμμεσες μεθόδους της παρούσας, εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα μετά την αφαίρεση των επιχειρηματικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις.