Η Ελλάδα είναι χώρα ιδανική για επενδύσεις, λέει η κυβέρνηση, και οι αρμόδιοι υπουργοί παραθέτουν τα στοιχεία τους, για να πείσουν, όχι τους ξένους, που έχουν καλύτερη πληροφόρηση, αλλά τους Έλληνες ψηφοφόρους που ακούνε πολλά, αλλά βλέπουν λίγα.
Στην κατάταξη της έκθεσης με τίτλο «Παγκόσμιος Δείκτης Επιχειρηματικής Πολυπλοκότητας για το 2025 (GBCI)», που συντάσσει το TMF Group, η Ελλάδα καταγράφει τον υψηλότερο βαθμό πολυπλοκότητας με επιδόσεις χειρότερες από χώρες όπως η Βολιβία, το Μεξικό, η Τουρκία, το Καζακστάν κ.ά. Στον ίδιο δείκτη, το 2022 ήμασταν στην έκτη θέση και στη δεύτερη θέση το 2023. Αυτός ο δείκτης μάς λέει, με απλά λόγια, ότι στη χώρα μας είναι δύσκολο να ανοίξεις μια επιχείρηση, όπως δύσκολο είναι και να την κλείσεις.
Αυτή η πραγματικότητα αποδίδεται στις διαρκείς και συνεχιζόμενες νομοθετικές αλλαγές, ιδιαίτερα στους τομείς της λογιστικής καταγραφής και της εταιρικής φορολογίας, καθώς και της διαχείρισης ανθρώπινων πόρων και μισθοδοσίας, που γίνονται ολοένα πιο πολύπλοκες και σύνθετες. Και δεν το λένε αντιπολιτευόμενα κόμματα, αλλά ένας διεθνής οργανισμός που δεν πρόκειται να βάλει υποψηφιότητα στις επόμενες εθνικές εκλογές… Το αστείο και η τραγική ειρωνεία εν προκειμένω είναι ότι εμείς φωνάζουμε σε όλους τους τόνους πως θέλουμε επενδύσεις, αλλά στην πράξη αλλάζουμε τα φώτα στους επενδυτές και σε όποιον τολμήσει να σκεφτεί να επενδύσει στη χώρα.
Αν τύχει και μπλέξει με δικαστήρια και χρήσεις γης, θα ασπρίσουν τα μαλλιά του ακούγοντας διαβεβαιώσεις από γραφειοκράτες οι οποίοι -με στιλ ληξιάρχου- θα του λένε ότι η υπόθεσή του εξετάζεται και τα παρόμοια.
Αντί να περιορίζουμε τη γραφειοκρατία (που θα μείωνε και τους δημοσίους υπαλλήλους), εμείς την αντικαθιστούμε με ψηφιακή πολυπλοκότητα, που ως εκ θαύματος αυξάνει τους υπαλλήλους του Δημοσίου. Ποιος αλήθεια θα επενδύσει ποτέ παραγωγικά στην Ελλάδα, υπό αυτές τις προϋποθέσεις; Όταν ο παραπάνω δείκτης λέει ξεκάθαρα ότι πρέπει να είναι κανείς τρελός για να επενδύσει στη χώρα μας, αφού σίγουρα θα χάσει τα χρήματά του; Και γι’ αυτό δεν επενδύονται χρήματα στην Ελλάδα, παρά μόνο για βραχυχρόνιες τοποθετήσεις (π.χ. ακίνητα) ή σε τομείς επιδοτούμενους, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Χωρίς επενδύσεις θα συνεχίσουμε να έχουμε τη μισή παραγωγικότητα της Ε.Ε., καθηλωμένα εισοδήματα και δημόσια έσοδα που θα προέρχονται από υπερφορολόγηση. Ο ΦΠΑ αυξήθηκε το 2024, μέσω του πληθωρισμού, κατά 55% σε σχέση με το 2019, όταν το πραγματικό ΑΕΠ στην ίδια σύγκριση ετών αυξήθηκε μόλις κατά 11,6%.
Ο τίτλος της έκθεσης περιέχει ακόμα και μια φράση διλημματικού χαρακτήρα (το «βουλιάζουμε ή κολυμπάμε;»), που είναι καίρια, ειδικά για την Ελλάδα, η οποία, αν συνεχίσει όπως πάει, σύντομα θα ξαναβρεθεί σε αδιέξοδα και θα αναρωτιόμαστε: τι έφταιξε; Εμείς φταίμε, είναι απλό!