Skip to main content

Από 210% στο 137% του ΑΕΠ: Πώς μειώνεται το ελληνικό χρέος χρόνο με τον χρόνο

Την ώρα που άλλες χώρες της Ευρώπης βλέπουν το χρέος τους να φουσκώνει

Η εποχή που το υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδας πρωταγωνιστούσε στα πρωτοσέλιδα όλου του κόσμου έχει παρέλθει.

Ωστόσο, θα μπορούσε να αποτελέσει πρώτο θέμα συζήτησης όμως αυτή τη φορά για την εντυπωσιακή πτωτική πορεία που καταγράφει τα τελευταία χρόνια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, με βάση το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2026, το επόμενο έτος θα υποχωρήσει στο 137,6% του ΑΕΠ, από τα ιστορικά υψηλά κοντά στο 210% το 2020 και λίγο κάτω από τα επίπεδα του 147,8% που κατεγράφη το 2010, όταν η Ελλάδα έλαβε το πρώτο πακέτο διάσωσης.

Την ίδια ώρα, άλλες ευρωπαϊκές χώρες βλέπουν το δημόσιο χρέος τους να ακολουθεί ανοδική πορεία. Τελευταία περίπτωση η Γαλλία η οποία εδώ και καιρό βρίσκεται σε πολιτική κρίση με τελευταίο «επεισόδιο» μία ακόμα παραίτηση του πρωθυπουργού της χώρας λίγες ημέρες μετά το διορισμό του. Ζήτημα το οποίο δεν περνά αδιάφορο από τις αγορές. Η γαλλική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη, δείχνει αδύναμη να συγκρατήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα ενισχύοντας το κίνδυνο περαιτέρω αύξησης του δημόσιου χρέους.  Οι ανάγκες εξυπηρέτησης του γαλλικού χρέους ξεπερνούν φέτος τα 60 δις. ευρώ και εκτιμάται ότι θα ανέβουν στα 100 δις. ευρώ στο τέλος της δεκαετίας.

Η Ελλάδα από την άλλη, μπορεί να έχει ακόμα μεγαλύτερο χρέος από τη Γαλλία και την Ιταλία ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ωστόσο πλέον οι αγορές δανείζουν τη χώρα μας με μικρότερο επιτόκιο σε σχέση με τη Γαλλία κάτι που αποτυπώνεται στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου η οποία έχει υποχωρήσει στο 3,4%, όταν της Γαλλίας είναι μία ανάσα από το 3,6%.

Ένας παράγοντας που συμβάλλει στη μείωση του δημόσιου χρέους είναι η αύξηση του ΑΕΠ επηρεάζοντας έτσι και το ποσοστό του. Με βάση τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2026, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω και θα φτάσει στα 261 δισ. ευρώ. Επιπλέον, το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 359 δισ. ευρώ ή 137,6% του ΑΕΠ, έναντι 362,8 δισ. ευρώ ή 145,4% του ΑΕΠ το 2025, καταγράφοντας μείωση 7,8 ποσοστιαίων μονάδων. Τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα αλλά και τα πρωτογενή πλεονάσματα καλύπτουν τη δαπάνη για τους τόκους κάτι που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να δανειζόμαστε για να καλύπτουμε το κόστος διαχείρισης του χρέους. Η αποκλιμάκωση του χρέους ενισχύεται επίσης, από τον περιορισμένο νέο δανεισμό του Δημοσίου και τις συνεχείς πρόωρες αποπληρωμές δανείων του μηχανισμού στήριξης, που μειώνουν το ρίσκο και ενισχύουν τη βιωσιμότητα του χρέους.

Πού οδηγούν οι πρόωρες αποπληρωμές χρέους

Μέχρι σήμερα, το Ελληνικό Δημόσιο, έχει ήδη αποπληρώσει 21,3 δισ. ευρώ για τα διμερή δάνεια των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης GLF, αρχικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ, ενώ έχει προβεί και στην πλήρη αποπληρωμή των δανείων προς το ΔΝΤ.

Όπως έχει εξαγγελθεί, το υπολειπόμενο ποσό των εν λόγω δανείων που ανέρχεται σε 31,6 δισ. ευρώ, θα αποπληρωθεί πρόωρα έως το 2031, δηλαδή μια δεκαετία νωρίτερα από την κανονική λήξη των δόσεων το έτος 2041. Φέτος, και πιο συγκεκριμένα το Δεκέμβριο η Ελλάδα θα προβεί σε μία ακόμα πρόωρη αποπληρωμή από το δάνειο του πρώτου μνημονιακού δανείου, ύψους 5,29 δισ. ευρώ, που αφορά στις λήξεις από το 2033 έως και το 2041.

Τι θα κερδίσει η χώρα; Με τις τρέχουσες συνθήκες των αγορών, η αποπληρωμή αναμένεται να επιφέρει άμεση μείωση του ύψους χρέους γενικής κυβέρνησης κατά περίπου 2,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς επίσης και εξοικονόμηση πόρων μέσω της μείωσης των ετήσιων δαπανών τόκων κατά περίπου 150 εκατ. ευρώ, μεσοσταθμικά σε χρονικό διάστημα 12 ετών.

Επιπλέον, μειώνεται ο κίνδυνος επιτοκίου αλλά και αναχρηματοδότησης του χρέους και συμβάλλει στην περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Παράλληλα, αναχαιτίζεται ο κίνδυνος αυξημένου κόστους εξυπηρέτησης του χρέους από το 2032 και μετά.

Τα δάνεια του πρώτου μνημονίου

Τι ακριβώς συμβαίνει με τα δάνεια του πρώτου μνημονίου; Τα συγκεκριμένα δάνεια έχουν υψηλότερους τόκους σε σχέση με τα άλλα δάνεια που έχει λάβει η Χώρα κατά τη περίοδο των μνημονίων. Σήμερα το δημόσιο χρέος έχει ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης 1,73% και μεσοσταθμική διάρκεια 18,8 έτη. Την ίδια στιγμή το επιτόκιο των δανείων του πρώτου μνημονίου είναι κυμαινόμενο και αντιστοιχεί σε Euribor πλέον 0,5% μονάδες, που το 2024 ξεπέρασε το 3%.

Η εκδοτική δραστηριότητα του Δημοσίου στη διάρκεια του 2025 κύλησε ομαλά, με έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες καλύφθηκαν μέσω κοινοπρακτικών εκδόσεων 10ετών, 15ετών και 30ετών ομολόγων αξίας 7 δισ. ευρώ, αλλά και μέσω μηνιαίων επανεκδόσεων ύψους 700 εκατ. ευρώ.

Οι δαπάνες για τόκους παραμένουν διαχειρίσιμες καθώς ανέρχονται σε 6-7 δισ. ευρώ ετησίως ή περίπου 3% του ΑΕΠ για την Κεντρική Διοίκηση, και κοντά στα 5 δισ. ευρώ για τη Γενική Κυβέρνηση.

Για το 2026, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) σχεδιάζει περιορισμένη δανειακή στρατηγική, διατηρώντας τη συνέπεια των εκδόσεων και την παρουσία στις αγορές, με έμφαση στη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς. Παράλληλα, θα συνεχιστεί η πολιτική πρόωρων αποπληρωμών και η αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου για τα δάνεια εκτός ευρώ, με στόχο τη σταθερότητα και τη μείωση των μελλοντικών πιέσεων.