Skip to main content

Η μεγάλη παύση: Ούτε προσλήψεις, ούτε απολύσεις – Το αόρατο σοκ που παγώνει οικονομίες

Κανείς δεν φεύγει, κανείς δεν προσλαμβάνει - Τι έχει φέρει αυτή την ακινησία και ποιες οι επιπτώσεις της

Λίγα χρόνια μετά τη «Μεγάλη Παραίτηση» που σημάδεψε την εποχή της πανδημίας, οι παγκόσμιες αγορές εργασίας φαίνεται να έχουν παγώσει.

Από την Ευρωπαϊκή Ένωση έως το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, οι επιχειρήσεις αποφεύγουν τόσο τις προσλήψεις όσο και τις απολύσεις· οι εργαζόμενοι μένουν «κολλημένοι» στις ίδιες θέσεις· και η κινητικότητα που κάποτε θεωρείτο ένδειξη υγείας, έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά.

Ο όρος «no hire – no fire» (καμία πρόσληψη – καμία απόλυση) αποτυπώνει αυτό το παράδοξο: μια αγορά εργασίας σταθερή στην επιφάνεια, αλλά παγωμένη στο βάθος. Οι απολύσεις είναι λίγες, οι νέες προσλήψεις ακόμη λιγότερες, και το αποτέλεσμα είναι μια αργή, υπόγεια διάβρωση της δυναμικής απασχόλησης.

«Οι εργαζόμενοι δεν πάνε πουθενά. Οι αποχωρήσεις είναι ασυνήθιστα χαμηλές — πρόκειται για τη ‘Μεγάλη Παραμονή’», λέει η επικεφαλής οικονομολόγος της ADP, Νέλα Ρίτσαρντσον στο CNBC.

H ώρα της Μεγάλης Παραμονής

Το 2021 και το 2022, μέσα στη δίνη της πανδημίας, περισσότεροι από 50 εκατομμύρια Αμερικανοί παραιτήθηκαν από τις δουλειές τους.

Αναζητούσαν ευελιξία, καλύτερες αμοιβές, ή απλώς μια νέα αρχή σε ένα περιβάλλον που άλλαζε ριζικά. Ήταν η εποχή της Μεγάλης Παραίτησης — της μεγάλης φυγής από το παραδοσιακό εργασιακό μοντέλο.

Το 2025, το εκκρεμές έχει κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.

  • Οι εργαζόμενοι που τότε ρίσκαραν, σήμερα παραμένουν ακίνητοι.
  • Οι εταιρείες που κάποτε έδιναν μπόνους για να προσελκύσουν προσωπικό, τώρα διστάζουν ακόμη και να αντικαταστήσουν όσους αποχωρούν.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στις ΗΠΑ η απασχόληση αυξήθηκε τον Ιούλιο μόλις κατά 73.000 θέσεις, ενώ η ανεργία ανέβηκε στο 4,2%. Παράλληλα όμως, οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας παραμένουν κοντά σε ιστορικά χαμηλά — ένδειξη ότι οι απολύσεις είναι περιορισμένες.

«Βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον χαμηλών απολύσεων και χαμηλών προσλήψεων. Αν αρχίσουν οι μαζικές περικοπές, η ανεργία θα εκτοξευθεί πολύ γρήγορα», προειδοποίησε ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ.

Η επιβράδυνση των ανεπτυγμένων οικονομιών

Η εικόνα επαναλαμβάνεται σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Σύμφωνα με την Capital Economics, η απασχόληση αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 0,5% στις ΗΠΑ και 0,4% στις υπόλοιπες χώρες του G7 το τρίμηνο έως τον Ιούλιο — ποσοστά σχεδόν μισά από το 2024.

Ακόμη και σε οικονομίες με ιστορικά χαμηλή ανεργία, όπως η Γερμανία ή η Ιαπωνία, η κινητικότητα έχει υποχωρήσει αισθητά.

Το LinkedIn καταγράφει ότι το ποσοστό των μελών που άλλαξαν εργοδότη το 2025 είναι 20% χαμηλότερο από το 2019 στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά και την Αυστραλία.
Στη Γαλλία και τη Γερμανία η πτώση είναι ακόμη μεγαλύτερη, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο βιώνει τη μεγαλύτερη μείωση προσλήψεων από το 2012.

Ο Τζέιμς Χίλτον, CFO της Hays, εξηγεί στους Financial Times, γιατί: «Οι εταιρείες είναι πιο αργές στη λήψη αποφάσεων, προσφέρουν μικρότερες αυξήσεις, και οι εργαζόμενοι διστάζουν να αλλάξουν δουλειά φοβούμενοι ότι θα χάσουν την τηλεργασία ή τη σταθερότητά τους».

Η Ευρώπη σε αδράνεια – και η σκιά του AI

Η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας διατηρεί χαμηλά επίπεδα ανεργίας — 6% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με τη Eurostat — αλλά πίσω από τους αριθμούς κρύβεται μια αυξανόμενη στασιμότητα.

Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί για «παρατεταμένη ακινησία» που μπορεί να μειώσει την παραγωγικότητα και να διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες.

Αιτία δεν είναι μόνο η αβεβαιότητα γύρω από τους εμπορικούς πολέμους ή τη νομισματική πολιτική.

Είναι και η τεχνητή νοημοσύνη, που ήδη αλλάζει τη δομή της απασχόλησης. Ο CEO της Anthropic, Ντάριο Αμοντέι, υπολογίζει ότι μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια η AI μπορεί να εξαφανίσει έως και το 50% των entry-level «λευκών κολάρων» στις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Πρόκειται για τις αρχικές, χαμηλότερου βαθμού θέσεις εργασίας σε γραφεία ή διοικητικά περιβάλλοντα — όπως οικονομικοί αναλυτές, βοηθοί μάρκετινγκ, υπάλληλοι ανθρώπινου δυναμικού ή data analysts — που αποτελούν την είσοδο νέων πτυχιούχων στα επαγγέλματα του τριτογενούς τομέα.

Οι πρώτες επιπτώσεις φαίνονται ήδη: στους κλάδους πληροφορικής και μαθηματικών, η απασχόληση των νέων 22–27 ετών έχει μειωθεί κατά 8% από το 2022. Οι εταιρείες επενδύουν περισσότερο στην τεχνολογία και λιγότερο στο ανθρώπινο δυναμικό.

Από την άλλη, οικονομολόγοι όπως ο Κόρι Καντένγκα της LinkedIn προειδοποιούν ότι οι φόβοι ίσως είναι υπερβολικοί:

«Η τεχνολογία πάντα αντικαθιστούσε ορισμένες θέσεις, αλλά δημιουργούσε άλλες. Το ζητούμενο είναι η προσαρμογή.»

Οι «παγιδευμένοι» της αγοράς

Η αγορά “no hire – no fire” πλήττει πρωτίστως όσους βρίσκονται εκτός ή στα όρια της απασχόλησης. Οι νέοι πτυχιούχοι δυσκολεύονται να βρουν την πρώτη τους δουλειά, ενώ οι μεσήλικες που χάνουν τη θέση τους αναγκάζονται να αποδεχθούν μερική απασχόληση ή χαμηλότερα αμειβόμενες εργασίες.

Η Oxford Economics σημειώνει ότι το ποσοστό ανεργίας των αποφοίτων 22–27 ετών στις ΗΠΑ είναι για πρώτη φορά υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ η «υποαπασχόληση» (U-6) έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο τετραετίας.

Οικονομολόγοι μιλούν για «παραπλανητική σταθερότητα»: τα επίσημα ποσοστά ανεργίας δείχνουν ανθεκτικότητα, αλλά η πραγματική αγορά είναι σιωπηρά μπλοκαρισμένη.
Η «κινητικότητα» – το ποσοστό εργαζομένων που αλλάζουν θέση ή εταιρεία – έχει πέσει κάτω από τα επίπεδα του 2019 σε σχεδόν όλους τους κλάδους, από τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μέχρι το λιανεμπόριο.

Η «παγίδα της σταθερότητας»

Η στασιμότητα των αγορών εργασίας δεν είναι απαραίτητα καταστροφή, αλλά αποτελεί προειδοποιητικό σήμα.

Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, το «πάγωμα» των προσλήψεων βοηθά στη σταθεροποίηση της οικονομίας, συγκρατεί τον πληθωρισμό και προστατεύει την απασχόληση από σοκ.
Όμως μακροπρόθεσμα, η έλλειψη κινητικότητας υπονομεύει την παραγωγικότητα, τη μισθολογική πρόοδο και την καινοτομία.

Ο Στέφανο Σκαρπέτα, διευθυντής του ΟΟΣΑ για την απασχόληση, το θέτει ωμά:

«Η αγορά δείχνει σταθερή, αλλά αυτή η σταθερότητα είναι απατηλή. Είναι περισσότερο ακινησία παρά ισορροπία», λέει στους FT. Το δημογραφικό γήρας επιδεινώνει το πρόβλημα. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι είναι λιγότερο κινητικοί και λιγότερο πρόθυμοι να αλλάξουν εργοδότη ή τόπο εργασίας, με αποτέλεσμα οι νεότεροι να βρίσκουν κλειστές πόρτες.

Η Ευρώπη — και ειδικά οι χώρες του Νότου — κινδυνεύουν έτσι να εγκλωβιστούν σε μια «εργασιακή σταθερότητα χωρίς ανάπτυξη».

Το δίλημμα των κεντρικών τραπεζών

Για τη Fed και την ΕΚΤ, αυτή η νέα πραγματικότητα είναι διττή. Από τη μια, η αργή αγορά εργασίας βοηθά να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός. Από την άλλη, αυξάνει τον κίνδυνο παγίωσης της χαμηλής ανάπτυξης και διαβρώνει την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών.

«Το ‘no hire – no fire’ είναι κακό για όσους ψάχνουν δουλειά, αλλά καλό για τη μακροοικονομική σταθερότητα», παραδέχεται ο Τόμας Σάιμονς, επικεφαλής οικονομολόγος της Jefferies.

Η Fed έχει ήδη μειώσει τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο, ακριβώς λόγω αυτής της κόπωσης στην απασχόληση. Η ΕΚΤ αναμένεται να ακολουθήσει με προσοχή, καθώς η ευρωπαϊκή ανεργία δεν δείχνει ακόμη σημάδια κρίσης, αλλά η δυναμική απασχόλησης εξασθενεί μήνα με τον μήνα.

Ένα νέο φαινόμενο (και ένας νέος φόβος)

Η αγορά εργασίας του 2025 δεν μοιάζει με καμία άλλη στη σύγχρονη ιστορία.
Δεν είναι αγορά κρίσης, αλλά ούτε και αγορά ανάπτυξης.

Είναι μια αγορά της αβεβαιότητας, όπου όλοι κρατούν την αναπνοή τους — οι εργοδότες πριν προσλάβουν, οι εργαζόμενοι πριν αποχωρήσουν, οι κυβερνήσεις πριν αντιδράσουν.

Το “no hire – no fire” είναι ίσως το πιο ακριβές σύμβολο της μετα-πανδημικής οικονομίας:
μια εποχή φαινομενικής σταθερότητας, πίσω από την οποία κρύβεται ένας σιωπηλός φόβος — ότι το αύριο της εργασίας αλλάζει, και κανείς δεν θέλει να είναι ο πρώτος που θα το ανακαλύψει.