Το «σημείο ισορροπίας», που από τη μία θα επιτρέψει την ουσιαστική στήριξη της βιομηχανίας και την άλλη δεν θα επιφέρει «παρατράγουδα» σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, αναζητά η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας.
Με δεδομένη την απόφαση να υπάρξουν μέτρα στήριξης και μάλιστα κόστους περί τα 200 εκατ. ευρώ κατ’ έτος, πληροφορίες της «Ν» αναφέρουν ότι τα κυβερνητικά επιτελεία «κλείνουν» προς το ιταλικό μοντέλο, γνωστό ως «Energy Release 2.0», προσαρμοσμένο ωστόσο στην ελληνική πραγματικότητα.
Υπενθυμίζεται ότι οι διαπραγματεύσεις κυβέρνησης και βιομηχανίας ξεκίνησαν τυπικά την περασμένη Δευτέρα με την άτυπη διυπουργική σύσκεψη υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη και τη συμμετοχή των υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ανάπτυξης και Οικονομίας και Οικονομικών, ενώ μέρος πήρε και ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος και αντιπροσωπεία του Συνδέσμου.
Αν και δεν υπήρξαν αποφάσεις, τέθηκε το γενικό περίγραμμα της κυβερνητικής «γραμμής», που αφενός αναγνωρίζει την ανάγκη μέτρων στήριξης και αφετέρου θέλει αυτά να συμμορφώνονται, στο μέτρο του δυνατού, με συνολικότερες προτεραιότητες και στοχεύσεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Υπό αυτό το πρίσμα, όπως επισημαίνουν πηγές με γνώση του θέματος που συνομίλησαν με τη «Ν», η επεξεργασία που ακολούθησε από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας -τις μέρες που μεσολάβησαν και συνεχίζεται σήμερα και αύριο με ανάλογες τεχνικές συναντήσεις- κινείται σε τέσσερις βασικούς άξονες, φέρνοντας εν τέλει την «ελληνοποίηση» του ιταλικού μοντέλου.
«Made by EU»
Ο πρώτος άξονας αφορά τη συμμόρφωση με το θεσμικό πλαίσιο της Κομισιόν, πράγμα που υπηρετείται με την πρόκριση του ιταλικού μοντέλου, μιας και αυτό έχει γίνει αποδεκτό στις γενικές του αρχές από την Κομισιόν, με την τελευταία να υποβάλλει επιμέρους παρατηρήσεις βελτίωσης με σχετικό comfort letter που απέστειλε το καλοκαίρι.
Υπενθυμίζεται ότι τόσο η αρχική πρόταση του ΣΕΒ όσο και η αναθεωρημένη που κατατέθηκε στον υφυπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νικόλαο Τσάφο, την περασμένη Πέμπτη σε σχετική τεχνική συνάντηση, ακολουθεί τη δομή του ιταλικού μοντέλου και μάλιστα με τη δεύτερη να προσεγγίζει περαιτέρω την κυβερνητική γραμμή.
Δικαιούχοι και περιθώρια
Αναλυτικότερα, η αναθεωρημένη πρόταση του ΣΕΒ διευρύνει το φάσμα των δυνητικά δικαιούχων και από 60 βιομηχανίες της Μέσης και Υψηλής Τάσης στην πρώτη εκδοχή του ιταλικού μοντέλου, στη δεύτερη «version» φτάνουν να ξεπερνούν τις 400 επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι τα ακριβή νούμερα αναμένεται να καθοριστούν τις αμέσως επόμενες μέρες, οδεύοντας προς τις οριστικές αποφάσεις, χωρίς ωστόσο να αναθεωρείται η αρχή της «διευρυμένης περιμέτρου» παρά μόνο το «άνοιγμα» αυτής, δεδομένου ότι αυτό βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τα διαθέσιμα κεφάλαια, που όπως προαναφέραμε κυμαίνονται περί τα 200 εκατ. ευρώ, όταν η αναθεωρημένη πρόταση του ΣΕΒ κοστολογείται στα 285 εκατ. ευρώ.
Τόσο η τήρηση των δημοσιονομικών περιθωρίων και επομένως η επιδίωξη για «λελογισμένες δαπάνες» όσο και η διαμόρφωση μιας διευρυμένης βάσης δικαιούχων που θα αγκαλιάζει εν συνόλω την ελληνική παραγωγή και όχι μόνο την ενεργοβόρο βιομηχανία, συνιστούν δύο βασικούς άξονες της κυβερνητικής γραμμής, με επίγνωση ωστόσο των αρμόδιων επιτελείων ότι θα πρέπει να βρεθεί μια «χρυσή τομή», ένα «σημείο ισορροπίας» που ενδεχόμενα να καταλήξει να είναι ελαφρώς «ετεροβαρές».
Σε αυτή την βάση, άλλωστε, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, η πρόθεση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι να συντάξει 4-5 εναλλακτικές, με το Μέγαρο Μαξίμου να διαλέγει εν τέλει ποια θα προκριθεί, «ζυγίζοντας» και το ανάλογο πολιτικό κόστος που θα προκύψει.
Εναλλακτικό μίγμα
Μια ακόμη παράμετρος αφορά τη συμμόρφωση με την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, πράγμα που, στην περίπτωση του ιταλικού μοντέλου αλά ελληνικά, εκφράζεται με τη διαφοροποίηση στη «φόρμουλα» επιστροφής του ενεργειακού δανείου. Ειδικότερα, το σχήμα των Ιταλών προβλέπει την επιστροφή του «ενεργειακού δανείου» μέσω της κατασκευής νέων έργων ΑΠΕ και συγκεκριμένα φωτοβολταϊκών, με τη σχετική διαδικασία να απλώνεται σε βάθος 20ετίας μετά την ολοκλήρωση της τριετούς πρώτης φάσης του σχήματος. Η εν λόγω πρόβλεψη, ωστόσο, βρίσκει τοίχο στην ελληνική πραγματικότητα με το μερίδιο των φωτοβολταϊκών να κυριαρχεί ήδη στο «πράσινο» μίγμα και κάθε νέα προσθήκη να επιτείνει τα ήδη οξυμμένα προβλήματα (περικοπές, αρνητικές και μηδενικές τιμές) στη λειτουργία της αγοράς εν συνόλω.
Υπό αυτό το πρίσμα, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, η προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα «υποχρεώνει» σε ένα διαφορετικό μίγμα τεχνολογιών, προκρίνοντας περισσότερο αιολικά και συστήματα αποθήκευσης έναντι των φωτοβολταϊκών που ακόμη κι αν μετέχουν στο σχήμα, θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατό, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα καταλήξει να αμφισβητηθεί η όλη ελκυστικότητα του σχήματος.
«Ορόσημο» η Γ.Σ. του ΣΕΒ
Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, το όλο εγχείρημα έχει λάβει τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος» με τις δύο πλευρές -κυβέρνηση και βιομηχανία- να συμμερίζονται την ανάγκη να υπάρξουν άμεσα αποτελέσματα τις επόμενες μέρες εν όψει και της Ανοικτής Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών στις 7 Οκτωβρίου, όπου θα παραστεί και θα μιλήσει ο πρωθυπουργός.
Σε αυτή την κατεύθυνση, το πρόγραμμα περιλαμβάνει σήμερα και αύριο νέες τεχνικές συναντήσεις εκπροσώπων της βιομηχανίας με συμβούλους του ΥΠΕΝ και τον υφυπουργό Νικόλαο Τσάφο, για να ακολουθήσει νέα διυπουργική σύσκεψη την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη και με τη συμμετοχή των υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ανάπτυξης και Οικονομίας και Οικονομικών, κατ’ αναλογία με την προηγούμενη φορά.
Η νέα πρόταση
Το σχήμα-πρόταση του ΣΕΒ αφορά περίπου 10 TWh κατανάλωσης ετησίως ενεργοβόρων βιομηχανικών καταναλωτών Υψηλής και Μέσης Τάσης. Η «προκαταβολή ενέργειας» θα ισχύσει για τρία χρόνια (2025-2028) με τιμή αναφοράς 60 ευρώ/MWh. Οι βιομηχανίες δεσμεύονται να επιστρέψουν τη διπλάσια ποσότητα ενέργειας (20 TWh) μέσα στην επόμενη 20ετία, μέσω επενδύσεων σε περίπου 1,75 GW νέων ΑΠΕ (80% φωτοβολταϊκά, 20% αιολικά). Το συνολικό κόστος του σχήματος εκτιμάται σε 285 εκατ. ευρώ ετησίως, με την επιβάρυνση να κατανέμεται ισότιμα στους συμμετέχοντες. Συνολικά εκτιμάται ότι θα καλυφθούν πάνω από 400 επιχειρήσεις, με τη μέγιστη ωφέλεια να αφορά τους μεγάλους καταναλωτές Υψηλής Τάσης (ΥΤ). Ενδεικτικά, ένας βιομηχανικός καταναλωτής ΥΤ με κατανάλωση 200 GWh/έτος και μέσο κόστος 130 ευρώ/MWh μπορεί να δει μηνιαίο όφελος άνω των 580 χιλ. ευρώ. Σύμφωνα με την άποψη του ΣΕΒ, δεν απαιτείται κοινοποίηση ως κρατική ενίσχυση στις Βρυξέλλες, καθώς το σχήμα ακολουθεί τον ιταλικό σχεδιασμό που ήδη έχει λάβει «πράσινο φως» από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν.