Σχήμα στήριξης περί τα 200 εκατ. ευρώ ετησίως με 3ετή ορίζοντα ισχύος προωθεί η κυβέρνηση για την μείωση του ενεργειακού κόστους στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, με το θέμα να βαίνει προς «επικύρωσιν» κατά την σημερινή Διυπουργική Σύσκεψη υπό τον Κ. Χατζηδάκη.
Ειδικότερα, η εν λόγω πρωτοβουλία τελεί υπό τον συντονισμό και την εποπτεία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης που σε συνεργασία με τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη, Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκο και Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρο Παπασταύρου αναμένεται να πάρει σήμερα την τελική της μορφή, μιας και, όπως αναφέρουν σχετικές πληροφορίες, οι τελικές λεπτομέρειες του σχήματος μένουν ακόμη να αποφασιστούν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η όλη συζήτηση έχει εκκινήσει προ καιρού με τις σχετικές διαπραγματεύσεις να πραγματοποιούνται στον απόηχο μέτρων που έχουν λάβει και ανακοινώσει μια σειρά χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία καθώς και η γειτονική Βουλγαρία.
Από την πλευρά της η βιομηχανία έχει «κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου», βλέποντας την ελληνική Πολιτεία να μένει πίσω χωρίς ανάλογες πρωτοβουλίες όταν μάλιστα, η γενική ευρωπαϊκή «σύσταση» καταλήγει στην ανάγκη ενίσχυσης.
Αυτό αποτυπώθηκε τόσο με την έγκριση του ευρωπαϊκού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις προς υποστήριξη της καθαρής βιομηχανίας (CISAF) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Ιούνιο όσο και κατά τον απολογισμό της έκθεσης Ντράγκι ένα χρόνο μετά την δημοσίευση της, με την Πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον Μάριο Ντράγκι να αναγνωρίζουν σε νούμερο 1 πρόβλημα το υψηλό ενεργειακό κόστος της Ευρώπης έναντι των ανταγωνιστών της και εσωτερικά ορισμένα κράτη-μέλη να παρουσιάζουν έως και τριπλάσιο ενεργειακό κόστος έναντι άλλων.
Υπό αυτό το πρίσμα, εκπρόσωποι της βιομηχανίας τόσο μέσω του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) όσο και πιο συγκεκριμένα οι άμεσα και πολλαπλάσια πληττόμενες ενεργοβόρες βιομηχανίες πραγματοποιούν παρεμβάσεις ζητώντας μέτρα στήριξης, προειδοποιώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση και άμεσα, οι συνέπειες θα είναι μη αναστρέψιμες για την ελληνική βιομηχανία. Σε αυτή την κατεύθυνση, η συζήτηση, όπως υπογραμμίζουν αρμόδιες πηγές, φέρεται να εστιάζει στο «ιταλικό μοντέλο», γνωστό ως «Energy Release 2.0», καθώς και σε παραλλαγές του, που εκτιμάται ότι ταιριάζουν καλύτερα με το ελληνικό παράδειγμα.
Το ιταλικό μοντέλο
Σε γενικές γραμμές το εν λόγω μοντέλο αφορά «ενεργειακό δάνειο» προς την βιομηχανία, δηλαδή πρόκειται για ένα κρατικά υποστηριζόμενο σχήμα που στοχεύει να εξασφαλίσει βιώσιμη ηλεκτρική ενέργεια για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, ενισχύοντας παράλληλα τη δημιουργία νέας πράσινης ηλεκτροπαραγωγής.
Το μέτρο προβλέπει την διάθεση ποσότητας πράσινης ενέργειας ίσης με 24 TWh/έτος, ήτοι το 30% της κατανάλωσης της ενεργοβόρων βιομηχανιών της Ιταλίας, στη σταθερή τιμή των 65€/MWh, με την βιομηχανία «σε αντάλλαγμα» να αναλαμβάνει την δέσμευση να επιστρέψει ισόποσης αξίας ενέργεια σε βάθος 20ετίας με την κατασκευή νέων έργων ΑΠΕ, ενισχύοντας έτσι το πράσινο χαρτοφυλάκιο της χώρας.
Οι βιομηχανικοί καταναλωτές, κατόπιν διαγωνισμών που θα πραγματοποιηθούν, εντός της πρώτης τριετίας, έχουν 40 μήνες για να κατασκευάσουν τους νέους σταθμούς ΑΠΕ και να τους θέσουν σε λειτουργία.
«Σφήνα» από Κομισιόν
Αξίζει να σημειωθεί, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, ότι το σχήμα καταρτίστηκε χωρίς πρότερο διάλογο με την Κομισιόν, γεγονός που οδήγησε στη συνέχεια, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής να αποστείλουν ένα comfort letter τον περασμένο Ιούλιο στις ιταλικές αρχές, ζητώντας ορισμένες αλλαγές που ωστόσο καθιστούν το όλο σχήμα, όπως σχολιάζουν πηγές, λιγότερο ελκυστικό.
Οι παρατηρήσεις των Βρυξελλών εστιάζουν στην εκκαθάριση του σχήματος, το λεγόμενο clawback, υπογραμμίζοντας δηλαδή την ανάγκη να γίνει «ταμείο» το τέλος της 20ετίας και βάσει μιας σειράς δεικτών να επιβεβαιωθεί ότι δεν προκύπτει διαφορά αξίας ανάμεσα στην ενέργεια που επωφελήθηκε η βιομηχανία κατά την πρώτη τριετία και την ενέργεια που επέστρεψε σε βάθος 20ετίας.
Ωστόσο, όπως συμπληρώνουν πηγές με γνώση του θέματος και της ιταλικής υπόθεσης, η προοπτική εκκαθάρισης μετά το πέρας της 20ετίας δημιουργεί πρόσθετο ρίσκο για τους παραγωγούς που θα αναλάβουν να κατασκευάσουν τα έργα καθώς ενδέχεται να βρεθούν «έκθετοι» σε διαφορές που θα πρέπει να καλυφθούν με νέα μέτρα. Σημειώνεται ότι οι διαπραγματεύσεις των Ιταλικών αρχών με την Κομισιόν συνεχίζονται με το εν λόγω σχήμα να μην έχει τεθεί ακόμη σε εφαρμογή.
Η ελληνική «φόρμουλα»
Σε κάθε περίπτωση, το ιταλικό υπόδειγμα φέρεται να συμμερίζεται και η ελληνική πλευρά ως καταλληλότερο μιας και στις γενικές του αρχές γίνεται αποδεκτό από την Κομισιόν παρά τις επιμέρους παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του comfort letter του Ιουλίου.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ειδικός σύμβουλος ανέλαβε να μελετήσει το ιταλικό παράδειγμα καταλήγοντας σε μια παραλλαγή για την ελληνική περίπτωση και η οποία, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, θα αποτελέσει την βάση της συζήτησης περί «ιταλικού μοντέλου» κατά την συνεδρίαση της σημερινής διυπουργικής σύσκεψης.
Όπως προαναφέρθηκε, η πρόταση του συμβούλου βασίζεται σε αυτό που έχει ήδη εγκριθεί επί της αρχής από την DG COMP στην Ιταλία και μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα και αναδρομικά από τον Ιούλιο του 2025. Ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά του σχήματος, σε αυτό αναμένεται να ενταχθούν περίπου 7,4 TWh/έτος ενεργοβόρων καταναλωτών (κατ΄ εκτίμηση 60 καταναλωτές) Υψηλής και Μέσης Τάσης, εφαρμόζοντας οριζόντια κριτήρια που ήδη ισχύουν στην ελληνική νομοθεσία. Το σχήμα βασίζεται σε μηχανισμό κατά τον οποίο προσφέρεται ενεργειακό δάνειο της τάξης των 7,4TWh/έτος για 3 έτη από τον ΔΑΠΕΕΠ προς τους καταναλωτές.
Οι ωφελούμενοι του σχήματος οφείλουν να επιστρέψουν την διπλάσια ενέργεια από αυτή που δανείστηκαν σε βάθος 20ετίας, στηρίζοντας νέες ΑΠΕ της τάξης των 1,3 GW περίπου. Σύμφωνα με την μελέτη, το συνολικό κόστος του μέτρου θα ανέλθει στα 260 εκατ. ευρώ περίπου ανά έτος, πράγμα που αναμένεται να επιδεχθεί μια προσαρμογή μιας και, όπως προαναφέρθηκε, οι προθέσεις της κυβέρνησης περιορίζονται περί τα 200 εκατ. ευρώ το έτος. Σημειώνεται δε από τον σύμβολο ότι η επιστροφή του ενεργειακού δανείου δεν δημιουργεί ζήτημα κρατικών ενισχύσεων, όπως απεφάνθη η Επιτροπή για την περίπτωση της Ιταλίας.
Οι επιφυλάξεις και προτάσεις της ΕΒΙΚΕΝ
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι πηγές της ΕΒΙΚΕΝ εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς την παραπάνω μεθοδολογία, κρίνοντας από τις επισημάνσεις της Κομισιόν στο Comfort letter όσο και από τις διαπραγματεύσεις που επακολούθησαν ανάμεσα στη δύο πλευρά μέχρι και σήμερα.
Υπό αυτό το πρίσμα και προς αποφυγήν καθυστερήσεων που ενδέχεται να αποβούν μοιραίες για την βιομηχανία δεδομένης της κρισιμότητας της κατάστασης με το ενεργειακό κόστος, οι ίδιες πηγές προκρίνουν μια διαφοροποίηση του μοντέλου που θα στοχεύει να καλύψει το 50% της ετήσιας κατανάλωσης των επιλέξιμων βιομηχανιών.
Αρχικά η διαδικασία θα πρέπει να ξεκινήσει σε διάλογο με την Κομισιόν, προτάσσοντας ως βασικά χαρακτηριστικά την συμμετοχή όλων των βιομηχανιών, ανεξάρτητα αν έχουν συνάψει PPA ή όχι, ήτοι 3,7 TWh/έτος (το 50% της κατανάλωσης), ποσότητα που δύναται να καλυφθεί από τον ΔΑΠΕΕΠ με βάση το διαθέσιμο χαρτοφυλάκιό του. Να προηγηθεί κοινοποίηση στην Κομισιόν και ακολούθως να πραγματοποιηθεί διαγωνισμός για έργα ΑΠΕ παραγωγής 3.7 TWh/έτος με το 50% να καλύπτεται από τα έργα που ήδη έχουν καταγραφεί και διαθέτουν PPA με επιλέξιμες βιομηχανίες ύψους 1.5 TWh/έτος.
Σημειώνεται ότι το εν λόγω χαρτοφυλάκιο έργων, γνωστό και ως «έργα με βιομηχανικά PPAs» διαμορφώνεται στο σύνολο των 2.950 MW και είχε προκριθεί ως μέτρο για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας χωρίς ωστόσο να προχωρήσει, καθώς οι τιμές στην αγορά κατέστησαν ασύμφορη λύση την σύναψη ενός διμερούς συμβολαίου.
Τέλος, η τιμή του συμβολαίου επί της διαφοράς (Contract for Difference) να είναι 55€/MWh έναντι 65 €/MWh στο ιταλικό σχήμα λόγω χαμηλότερων τιμών στη χώρα μας και καλύτερης απόδοσης των φωτοβολταϊκών.