Η Ευρώπη έχει καταφέρει να περιορίσει ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά της προβλήματα: την ανεργία. Από τα δραματικά επίπεδα του 12% το 2013, η ανεργία στην ήπειρο έχει υποχωρήσει κάτω από το 6%.
Η πρόοδος αυτή οφείλεται σε πιο ευέλικτους κανόνες για προσλήψεις και απολύσεις, στη μείωση των κινήτρων μακράς παραμονής στην ανεργία και στη γήρανση του πληθυσμού.
Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Economist, το γεγονός ότι η ανεργία έχει σχεδόν εξαλειφθεί δεν σημαίνει ότι η αγορά εργασίας λειτουργεί σωστά.
Αντιθέτως, το νέο πρόβλημα είναι λιγότερο ορατό αλλά εξίσου κρίσιμο: οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη δεν αλλάζουν δουλειά. Και με τον τρόπο αυτό χάνουν ευκαιρίες για εξέλιξη και καλύτερες αμοιβές.
Η «ήπειρος της μονιμότητας»
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει το βρετανικό περιοδικό, ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους παραμένει στον ίδιο εργοδότη για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ποσοστό αυτό είναι μόλις ένας στους δέκα.
Η μακροχρόνια παραμονή στον ίδιο χώρο εργασίας είχε λογική σε μια οικονομία που εξελισσόταν αργά και στηριζόταν στην εξειδίκευση.
Όμως, σε μια εποχή γεμάτη ανατροπές – με εμπορικούς πολέμους, κινεζικό ανταγωνισμό και τεχνολογικές εκρήξεις – αυτή η «κουλτούρα σταθερότητας» θα μπορούσε να λειτουργεί ως βαρίδι.
Όπως επισημαίνει ο Economist, οι αγορές εργασίας αποδίδουν καλύτερα όταν οι εργαζόμενοι μετακινούνται, αποκτούν νέες δεξιότητες και τις μεταφέρουν σε άλλες εταιρείες.
Έτσι, οι πιο παραγωγικές επιχειρήσεις μπορούν να αναπτυχθούν γρηγορότερα, αυξάνοντας και τους μισθούς. Η ακινησία, αντίθετα, οδηγεί σε αργές βελτιώσεις, σε επιφυλακτικότητα απέναντι στις νέες τεχνολογίες και σε χαμηλότερη συνολική ανάπτυξη.
Γιατί χρειάζεται αλλαγή πορείας
Η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας είναι χτισμένη πάνω σε πρακτικές που ανταμείβουν τη μακρόχρονη υπηρεσία: υψηλό κόστος απολύσεων, μισθολογικές αυξήσεις βάσει προϋπηρεσίας, επιδόματα συνδεδεμένα με τα χρόνια στον ίδιο εργοδότη.
Όπως σχολιάζει το περιοδικό, αυτό το μοντέλο ταιριάζει σε μια οικονομία που δεν αλλάζει. Δεν ταιριάζει, όμως, στη σημερινή εποχή των αναταράξεων.
Οι ειδικοί προτείνουν σειρά μέτρων για να ενισχυθεί η κινητικότητα:
- Να γίνουν φορητές οι παροχές όπως συντάξεις και αποζημιώσεις, ώστε να μην καθηλώνουν τους εργαζομένους στον ίδιο εργοδότη.
- Να αποσυνδεθούν οι μισθοί από την προϋπηρεσία στις συλλογικές συμβάσεις.
- Να διευρυνθούν τα επιδόματα ανεργίας ώστε να καλύπτουν και όσους παραιτούνται για να αλλάξουν δουλειά.
- Να περιοριστούν τα σχήματα επιδότησης που ενθαρρύνουν την τεχνητή διατήρηση θέσεων εκτός περιόδων κρίσης.
Ένα πολιτισμικό ζήτημα
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεσμικό. Όπως εξηγεί ο Economist, ακόμη και όταν υπάρχει οικονομικό κίνητρο, οι εργαζόμενοι διστάζουν.
Έρευνα στη Γερμανία έδειξε ότι όσοι μπορούσαν να βρουν 10% υψηλότερο μισθό αν άλλαζαν εργοδότη, ανέμεναν από τη δική τους εταιρεία αύξηση μόλις 1%. Η παράδοση της σταθερότητας αποτρέπει τη μετακίνηση, ακόμη κι όταν αυτή είναι συμφέρουσα.
Προστίθενται και άλλοι παράγοντες: στεγαστικές πολιτικές που καθιστούν ακριβή τη μετακίνηση σε άλλες περιοχές, περιορισμένη πρόσβαση νεοφυών επιχειρήσεων σε κεφάλαια, αλλά και διστακτικότητα των εταιρειών να εγκαταλείψουν σταδιακές βελτιώσεις υπέρ πιο ριζικών αλλαγών.
Σταυροδρόμι για την Ευρώπη
Η ήπειρος δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα μοντέλο αγοράς εργασίας που ανταμείβει τη στασιμότητα, την ώρα που οι ανταγωνιστές της τρέχουν.
Οι εργαζόμενοι ίσως χρειαστεί να χάσουν ορισμένα από τα «προνόμια» της μονιμότητας, έχουν όμως να κερδίσουν υψηλότερους μισθούς, καλύτερη αξιοποίηση των δεξιοτήτων τους και μια πιο δυναμική οικονομία.
Όπως καταλήγει ο Economist, η Ευρώπη έχει ξεπεράσει το φάντασμα της ανεργίας, αλλά αν θέλει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής, πρέπει να ξανασκεφτεί ριζικά τον τρόπο που λειτουργούν οι αγορές εργασίας της. Διαφορετικά, το «αόρατο πρόβλημα» μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο για την ανταγωνιστικότητά της.