Μια επταετία συμπληρώνεται από την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, αλλά μια σειρά από δυσμενείς παρεμβάσεις που έγιναν στα χρόνια της βαθιάς οικονομικής κρίσης διατηρούνται ανέπαφες.
Τόσο στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων όσο και σε εκείνο των συντάξεων παραμένουν «ζωντανές» μια σειρά από διατάξεις, που επιδρούν στο εισόδημα των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις πριν από ενάμισι έτος «ξεπάγωσαν» οι τριετίες στον ιδιωτικό τομέα, υπό όρους, που ουσιαστικά προσφέρουν τμηματικές αυξήσεις με το σταγονόμετρο.
Επίσης, παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών, ο κατώτατος μισθός παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (880 ευρώ μικτά), ενώ έντονο είναι και το πρόβλημα υπογραφής νέων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), που θα μπορούσαν να προσφέρουν υψηλότερες αποδοχές σε χιλιάδες εργαζόμενους.
Την ίδια στιγμή, μια σειρά από διατάξεις για τις συντάξεις έχουν ως αποτέλεσμα να παραμένουν και εκείνες σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Παρά το γεγονός ότι από τον Αύγουστο του 2018 η χώρα βρίσκεται εκτός μνημονίων, διατηρείται ανέπαφη η διάταξη περί Προσωπικής Διαφοράς, που στερεί εδώ και τρία έτη από 670 χιλ. συνταξιούχους τις αυξήσεις που έχουν δοθεί.
Στην ανάλυση που ακολουθεί φαίνονται ανάγλυφα τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τη μνημονιακή περίοδο και πώς αρκετά εξ αυτών διατηρήθηκαν έως σήμερα.
Σκληρά μέτρα στις συντάξεις
Με την ένταξη της χώρας σε μνημονιακή επιτήρηση εφαρμόστηκαν μια σειρά από σκληρά μέτρα που μείωσαν το εισόδημα των συνταξιούχων. Πιο αναλυτικά:
- Μείωση στο βασικό ποσό της σύνταξης, μείωση της Εθνικής Σύνταξης για συντάξεις αναπηρίας και μείωση των συντάξεων χηρείας.
- Περικοπές στα ποσά των επικουρικών συντάξεων και κατάργηση οικογενειακών επιδομάτων για τις νέες επικουρικές συντάξεις.
- Μειώσεις στα μερίσματα των δημόσιων υπαλλήλων.
- Καταργήθηκε το ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους.
- Καταργήθηκε η 13η και η 14η σύνταξη.
- Εφαρμόστηκε νέος τρόπος υπολογισμού συντάξεων, με συνέπεια μικρότερες συντάξεις για νέους συνταξιούχους.
- Θεσμοθετήθηκε η Προσωπική Διαφορά, που ισχύει ακόμα και σήμερα. Αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης ήταν να χάνουν τις αυξήσεις στις συντάξεις, την τελευταία τριετία, όσοι διαθέτουν ακόμα προσωπική διαφορά. Απλώς διαπιστώνουν λογιστική μείωσή της, μέχρι να μηδενιστεί.
- Επιβλήθηκε Εισφορά Αλληλεγγύης για κύριες και για επικουρικές συντάξεις. Το μέτρο, με μικρές διαφοροποιήσεις, ισχύει έως σήμερα.
Με τη λήξη των μνημονίων, τον Αύγουστο του 2018, επιχειρήθηκε η επαναφορά της 13ης σύνταξης (Μάιος 2019), έστω και κλιμακωτά, ανά ύψος μηνιαίου εισοδήματος από συντάξεις. Τον Δεκέμβριο του 2020 καταργήθηκε η εν λόγω διάταξη και οριοθετήθηκε η καταβολή επιδομάτων ως αντιστάθμισμα.
Μόλις φέτος, τον Ιούλιο, θεσμοθετήθηκε μόνιμη οικονομική ενίσχυση για συνταξιούχους, με ηλικιακό, εισοδηματικό και περιουσιακό κριτήριο, που θα καταβληθεί για πρώτη φορά έως τα τέλη Νοεμβρίου.
Η απασχόληση και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός
Τον Μάιο του 2010, πριν η χώρα μπει στο 1ο μνημόνιο, η ΕΛΣΤΑΤ είχε υπολογίσει ότι υπήρχαν 4.400.400 απασχολούμενοι στη χώρα.
Για πρώτη φορά κάτω από το κρίσιμο «ψυχολογικό» όριο των 4 εκατ. υποχώρησαν οι απασχολούμενοι 15 μήνες αργότερα, δηλαδή τον Αύγουστο του 2011, όταν καταγράφηκαν 3.988.200 απασχολούμενοι.
Όσο ανέβαινε η ανεργία σε δυσθεώρητα ύψη, τόσο η απασχόληση στη χώρα υποχωρούσε κι άλλο. Τον Ιούλιο του 2013, με την ανεργία να κάνει αρνητικό ρεκόρ (28,3%), η απασχόληση κατέγραψε ιστορικό χαμηλό με 3.467.300 απασχολούμενους.
Η συνέχεια ήταν ανοδική, αλλά με βραδύ ρυθμό. Το όριο των 4 εκατ. απασχολούμενων «έσπασε», προς τα πάνω αυτή τη φορά, τον Ιούνιο του 2021, δηλαδή αμέσως μετά τη λήξη του 1ου lockdown της πανδημίας του κορονοϊού.
Τότε η ΕΛΣΤΑΤ προσδιόρισε σε 4.008.300 τους απασχολούμενους. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (και υπό την αίρεση των όποιων αλλαγών μπορεί να προκύψουν, λόγω τροποποίησης της μεθοδολογίας από την ΕΛΣΤΑΤ), τον Μάιο του τρέχοντος έτους υπήρχαν 4.346.500 απασχολούμενοι στη χώρα. Άρα, συγκριτικά με την προ μνημονιακή περίοδο, οι απασχολούμενοι παραμένουν 53.900 λιγότεροι.
Το πρόβλημα με τον περιορισμό της αγοράς εργασίας, στα χρόνια των μνημονίων, αλλά και επτά χρόνια μετά τη λήξη τους, γίνεται πιο ξεκάθαρο αν αναλυθούν και οι δείκτες που αφορούν τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό. Τον Μάιο του 2010, στη συγκεκριμένη κατηγορία είχαν καταγραφεί 3.340.200 άτομα. Η εφαρμογή των διαδοχικών μνημονίων αρχικά δεν άσκησε σημαντική επίδραση στον συγκεκριμένο δείκτη. Έτσι, όταν τον Ιούλιο του 2013 η ανεργία εκτινάχθηκε στο 28,2%, υπολογίστηκαν σε 3.333.100 τα άτομα που βρίσκονταν εκτός εργατικού δυναμικού.
Παραδόξως, η πτώση της ανεργίας κατά τα επόμενα έτη προκάλεσε αντίστοιχη πτώση και σε αυτή την κατηγορία. Έτσι, όταν τον Αύγουστο του 2018 η χώρα βγήκε εκτός μνημονιακής εποπτείας, ήταν 3.232.200 όσοι θεωρούνται εκτός εργατικού δυναμικού.
Η συγκεκριμένη τάση συνεχίστηκε και έτσι φτάνουμε τον Μάιο του τρέχοντος έτους, με την ανεργία να έχει υποχωρήσει σημαντικά (7,9%), αλλά και τα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού να έχουν μειωθεί σε 3.036.400. Συγκριτικά με τα ευρήματα της ΕΛΣΤΑΤ από το 2010, προκύπτει μείωση κατά 303.800 άτομα. Ουσιαστικά, το στοιχείο αυτό δείχνει ότι στα μνημονιακά έτη μεγάλος αριθμός πολιτών που βρίσκονταν σε παραγωγική ηλικία αποχώρησε από τη χώρα, αφήνοντας έτσι κενό, που φάνηκε με το πέρασμα των ετών στα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού.
Αθροιστικά, αν προστεθούν οι απώλειες που καταγράφονται στους απασχολούμενους και στα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού, η αγορά εργασίας φαίνεται ότι μειώθηκε κατά 357.700 άτομα την τελευταία δεκαπενταετία.
Η ανεργία εκτινάχθηκε και στο 28,3%
Κατά την περίοδο των μνημονίων, η ανεργία εκτινάχθηκε σε ιστορικά ρεκόρ. Τον Μάιο του 2010, όταν η χώρα εισήχθη για πρώτη φορά σε μνημόνιο, η ανεργία ήταν 12,6% και οι άνεργοι 636.800 άτομα. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε τον Ιούλιο του 2013, καθώς τότε η ανεργία υπολογίστηκε στο 28,3%. Τον συγκεκριμένο μήνα καταγράφηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ 1.367.100 άνεργοι.
Η πτωτική πορεία της ανεργίας πραγματοποιήθηκε με αργό ρυθμό. Τον Αύγουστο του 2018, όταν η χώρα τυπικά βγήκε εκτός μνημονίου, ήταν στο 19,3%, ποσοστό που μεταφράστηκε σε 915.600 ανέργους.
Η μείωση της ανεργίας συνεχίστηκε και χρειάστηκαν σχεδόν άλλα έξι χρόνια για να καταγραφεί το πρώτο μονοψήφιο ποσοστό. Ακριβέστερα, τον Ιούνιο του 2024 η ανεργία υπολογίστηκε στο 9%, ενώ μειώθηκαν στους 422.200 οι άνεργοι.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Μάιο του τρέχοντος έτους η ανεργία «έκλεισε» στο 7,9% και οι άνεργοι στα 370.400 άτομα. Όμως, στα τέλη Ιουλίου, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε πως εντοπίστηκε πρόβλημα στη μεθοδολογία καταγραφής του ακριβούς ποσοστού ανεργίας, αφού προέκυψαν μεγάλες διακυμάνσεις. Έτσι, για πρώτη φορά, δεν δόθηκαν στοιχεία για την ανεργία του Ιουνίου και γίνεται έλεγχο, ώστε να διαπιστωθεί το μέγεθος της διαφοροποίησης σε σχέση με τα αρχικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, κρίθηκε πως τα τριμηνιαία στοιχεία της ανεργίας θεωρούνται πιο σταθερά. Εν αναμονή των νέων ανακοινώσεων από την ΕΛΣΤΑΤ, το τελευταίο διαθέσιμο ποσοστό αφορά το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, κατά το οποίο η ανεργία υπολογίστηκε στο 10,4% και οι άνεργοι σε 488.085 άτομα, δηλαδή αισθητά υψηλότερα από το μηνιαίο ποσοστό.
Yποκατώτατος μισθός και πάγωμα των τριετιών
Η πλέον βασική παρέμβαση, κατά την περίοδο των μνημονίων, στα εργασιακά σχετίζεται με τη μείωση του βασικού μισθού στον ιδιωτικό τομέα.
Μια μείωση που συνοδεύτηκε από την ταυτόχρονη δημιουργία του υποκατώτατου μισθού για νέους έως 24 ετών. Ως αποτέλεσμα, τον Φεβρουάριο του 2012, με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (6η ΠΥΣ), που επικυρώθηκε λίγους μήνες αργότερα με διάταξη νόμου (ν. 4093/12), ο κατώτατος μισθός υποχώρησε από τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ μικτά και ειδικά για τους νέους ο υποκατώτατος διαμορφώθηκε στα 511 ευρώ, μικτές αποδοχές. Η συγκεκριμένη παρέμβαση συνοδεύτηκε και από τη μεταφορά της απόφασης για το ύψος του κατώτατου μισθού, από τους κοινωνικούς εταίρους, στον εκάστοτε υπουργό Εργασίας. Ένα μέτρο που διατηρείται ακόμα και σήμερα, 13 χρόνια μετά.
Ο κατώτατος μισθός παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019. Τότε, καταργήθηκε ο υποκατώτατος μισθός και ο νέος βασικός μισθός οριοθετήθηκε στα 650 ευρώ. Εφεξής, έχουν πραγματοποιηθεί, σε ετήσια βάση, ανάλογες αυξήσεις στις κατώτατες αποδοχές, που έχουν ανέλθει σήμερα στα 880 ευρώ, μικτά.
Παράλληλα, στις μνημονιακές παρεμβάσεις που ξεχώρισαν ήταν και το «πάγωμα» στις τριετίες. Έτσι, από το 2012 και για 12 συναπτά έτη, όσοι αμείβονταν με τις βασικές αποδοχές έχαναν το δικαίωμα αύξησης 10% για κάθε τρία χρόνια προϋπηρεσίας που θα συμπλήρωναν. Η συγκεκριμένη διάταξη όριζε ότι το «πάγωμα» θα σταματούσε όταν η ανεργία υποχωρούσε σε μονοψήφια ποσοστά. Λίγους μήνες πριν συμβεί αυτό, δηλαδή την 1η.1.2024, αποφασίστηκε να «ξεπαγώσουν» οι τριετίες. Μόνο που η διαδικασία είναι σταδιακή για όσους συμπληρώνουν το συγκεκριμένο χρονικό όριο. Δεν αφορά όμως τα 12 έτη που οι τριετίες παρέμεναν «παγωμένες», με συνέπεια οι όποιες αυξήσεις θα μπορούσαν να είχαν δοθεί τη συγκεκριμένη περίοδο να έχουν ουσιαστικά χαθεί.
Οι επιχειρησιακές συμβάσεις
Κατά τα μνημονιακά έτη, ήδη από τα τέλη του 2010, δημιουργήθηκε και ο θεσμός των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας.
Συνδυαστικά, με μια σειρά αποφάσεων που περιόρισαν τη Συλλογική Διαπραγμάτευση, οι Επιχειρησιακές Συμβάσεις κυριάρχησαν στο ευρύτερο πεδίο της αγοράς εργασίας. Στον αντίποδα, οι Συλλογικές Συμβάσεις περιορίστηκαν δραματικά. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν να καθηλωθούν σε χαμηλά επίπεδα οι μισθοί σε κλαδικό επίπεδο.
Μόλις πριν από ένα έτος, στα τέλη του 2024, με ειδική νομοθετική ρύθμιση ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία Κοινοτική Οδηγία που δίνει τη δυνατότητα περαιτέρω στήριξης των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων.
Ο στόχος που έχει τεθεί είναι να αυξηθεί η κάλυψη από ΣΣΕ στη χώρα, που σήμερα έχει περιοριστεί μόλις στο 25% των εργαζομένων, σε ποσοστό 80%.
Για τον λόγο αυτό, βρίσκεται σε εξέλιξη διαβούλευση του υπουργείου Εργασίας με τους κοινωνικούς εταίρους, σε μια προσπάθεια έως το τέλος της τρέχουσας χρονιάς να προκύψει ο «Οδικός Χάρτης» ο οποίος θα περιλαμβάνει διατάξεις νόμου που θα περιορίζουν σχετικές παλαιότερες, μνημονιακές διατάξεις, που εμποδίζουν τη συλλογική διαπραγμάτευση, άρα και την υπογραφή νέων ΣΣΕ, σε μια σειρά από κλάδους της οικονομίας.